“Καλοκαίρι ήτανε, θυμάμαι. Καθόμασταν με τον πατέρα μου στη βεράντα. Αυτός έπινε τον απογευματινό καφέ του κι εγώ διάβαζα ένα κόμικ. Άξαφνα και χωρίς να θυμάμαι το λόγο –ίσως εκείνη την περίοδο να είχα μάθει ότι ο πατέρας μου ήταν αντάρτης στον ΕΛΑΣ– παρατάω το περιοδικό και τον ρωτάω: «Μπαμπά, εσύ σκότωσες κανέναν Γερμανό;». Λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας, κι ύστερα: «Πού να ξέρω; Έριχνα στο σωρό. Τώρα, αν έφαγα ή δεν έφαγα…». Ο συγγραφέας Νίκος Αραπάκης αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του μυθιστορήματός του με τίτλο «Το Δίκιο» που επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος.

Ads

»Σε λιγότερο από ένα χρόνο απ’ όταν κάναμε αυτή τη συζήτηση, ο πατέρας μου, εντελώς ξαφνικά, έφυγε από τη ζωή.  Στο μεσοδιάστημα, μολονότι προσπάθησα κάνα δυο φορές ακόμη να ανοίξω ανάλογη κουβέντα, δεν κατάφερα και σπουδαία πράγματα. Οι απαντήσεις του, κάθε που τον ρωτούσα, ήταν ολιγόλογες και ασαφείς. Τότε, ο παντογνώστης έφηβος εαυτός μου είναι αλήθεια ότι είχε ενοχληθεί από τη στάση του. Σήμερα όμως, που έχω πλέον εμπεριστατωμένη άποψη για τα γεγονότα της εποχής, τον δικαιολογώ. Τί θα μπορούσε να πει σε ένα δεκατετράχρονο παιδί; Πώς θα μπορούσε να του εξηγήσει τα όσα αντιφατικά και τραγικά συνέβησαν; Τελικά, ήταν γραφτό οι απορίες μου για το τι συνέβη εκείνη την τόσο αμφιλεγόμενη εποχή αλλά και για το ρόλο του πατέρα μου, να μείνουν αναπάντητες. Ώσπου, σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ψάχνοντας θέμα για το καινούργιο μου βιβλίο, εκείνη η συζήτηση μου ήρθε στο νου.

image

Ανέκαθεν είχα μια ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία. Η ευχαρίστηση που αντλούσα από ένα βιβλίο ιστορίας ήταν ανάλογη με αυτή που αντλούσα από ένα καλό λογοτεχνικό. Ε, δεν ήθελε και πολύ. Με αφορμή την αγάπη μου για την ιστορία και αιτία την ανάμειξη του πατέρα μου στα γεγονότα, συνοπτικά και χωρίς πολλά-πολλά, αποφάσισα ότι θα γράψω ένα μυθιστόρημα για την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου.

Ads

Στην αρχή, έμπλεος ενθουσιασμού και άγνοιας, έπεσα με τα μούτρα στη μελέτη: ιστορικά βιβλία, μυθιστορήματα με θεματολογία σχετική με την εποχή, άρθρα, συνεντεύξεις ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν τη συγκεκριμένη περίοδο. Πολύ σύντομα ο ενθουσιασμός μου άρχισε να καταλαγιάζει. Ώσπου σχεδόν εξαφανίσθηκε. Πού πήγαινα να μπλέξω; Άνθρωποι με τόνους πτυχίων από πίσω τους και δεν είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν ούτε στα στοιχειώδη. Εκεί που ο ένας έβλεπε σφαγές, ο άλλος έβλεπε δίκαιες τιμωρίες. Εκεί που ο ένας έβλεπε προδότες, ο άλλος έβλεπε ήρωες. Μύλος…

image

Η πρώτη σκέψη –και η εύκολη λύση– ήταν να γράψω κάτι που θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά και μόνο στο μικρόκοσμο των ηρώων του βιβλίου και θα απέφευγε να ασχοληθεί με τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής. Θα απέφευγε να μιλήσει για το ρόλο και τις ευθύνες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ ή των ταγμάτων ασφαλείας. Δηλαδή, ένα μυθιστόρημα που το ιστορικό πλαίσιο θα το χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα, τόσο ώστε να εξυπηρετεί απλά και μόνο την εξέλιξη του μύθου. Παρότι, προσεγγίζοντας το ζήτημα λογικά, αυτή η εκδοχή μου έμοιαζε η πιο βατή, τελικά επέλεξα τον εντελώς αντίθετο δρόμο. Το δρόμο του ρίσκου και της άποψης.

Δεν θέλω να γίνω κριτής του εαυτού μου και να πω αν η επιλογή μου αυτή με δικαίωσε ή όχι, θέλω όμως να πω ότι, τα δυο περίπου χρόνια που διήρκεσε η συγγραφή, πέρασα καλά. Παρότι από παιδί ήμουν –και συνεχίζω να είμαι– φαντασιόπληκτος, αυτό το νοερό ταξίδι το ευχαριστήθηκα όσο κανένα άλλο.

Λερώθηκα με αίματα, άκουσα ουρλιαχτά και οιμωγές, κοιτάχτηκα στα μάτια με προδότες, ήρωες και αθώα θύματα, ένιωσα την αγωνία και το φόβο, περπάτησα –άλλοτε με τη φαντασία και άλλοτε με τα πόδια– σε τόπους όπου έζησαν και έδρασαν οι ήρωες του βιβλίου. Καθηλώθηκα από το λεβέντικο ζεϊμπέκικο που χόρεψε ο κυρ-Στέλιος στο καταγώγιο του φίλου του, του Κοιλιά, μαγεύτηκα από τη βελούδινη φωνή της Μάγδας κι από το μπουζούκι που έπαιζε ο Μάρκος, θύμωσα με τον άδικο θάνατο του Δαμιανού και ευχαριστήθηκα για το τέλος που είχε ο φονιάς του, ο ταγματασφαλίτης Δρογκάκος, μοιράστηκα τον πόνο της μάνας του Μηνά, της κυρά Ευγενίας, που, για να μην δυσαρεστήσει τον πατέρα-αφέντη, αναγκάστηκε να τον διώξει από το σπίτι, ταυτίστηκα με το δράμα του Κώστα που, έχοντας πέσει στη δυσμένεια του κόμματος, κρυβόταν σαν κυνηγημένο αγρίμι από εχθρούς και φίλους, συγκινήθηκα με την επίσκεψή μου στο σανατόριο της «Μάνας», που στέκει λαβωμένο από την εγκατάλειψη και το χρόνο μέσα στο ελατόδασος, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βυτίνα, και, γυρίζοντας ένα προς ένα τα δωμάτιά του μου φάνηκε πως άκουσα το αφιονισμένο γέλιο του Διονύση, του φυματικού και ψυχικά ασθενή αδελφού της Κρινιώς, δάκρυσα όταν ένας ενενηντάχρονος κύριος που διάβασε το βιβλίο μου, έψαξε, βρήκε το τηλέφωνό μου και μου διηγήθηκε, έντονα συγκινημένος, το δράμα που έζησε ο ίδιος και η οικογένειά του τα σκληρά εκείνα χρόνια.

Έχει περάσει πλέον αρκετός καιρός απ’ όταν τελείωσα «ΤΟ ΔΙΚΙΟ» (Πρώτη έκδοση 2010, εκδόσεις Λιβάνη), το οποίο μόλις επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.

Ήδη έχω τελειώσει ένα καινούργιο βιβλίο (Ο Αμερικάνος, εκδ. Τόπος – 2021) και βρίσκομαι στη διαδικασία αναζήτησης του επόμενου. Παρά ταύτα, έχω την αίσθηση –για να μην πω τη βεβαιότητα– ότι με το συγκεκριμένο βιβλίο θα έχω εσαεί μια ιδιαίτερη σχέση. Για πολλούς λόγους. Κυρίως για τους εξής δυο: Πρώτον, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να διερευνήσω διεξοδικά την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά και να μάθω αρκετά για τον πατέρα μου και την οικογένειά του, που μέχρι τότε αγνοούσα, και, δεύτερον, γιατί με αφορμή αυτό το βιβλίο μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω ότι η γραμμή που χωρίζει τους καλούς από τους κακούς, ιδίως σε περιόδους όπου οι γόρδιοι δεσμοί λύνονται αποκλειστικά με το σπαθί, είναι λεπτή. Τόσο λεπτή, που οι περισσότεροι, ακόμη κι αν επαιρόμαστε για την καλή μας όραση, αδυνατούμε να τη διακρίνουμε.

image