Για τον Χάρη Βλαβιανό «το ποίημα είναι μια χειρονομία προς τη σιωπή, μια προσπάθεια διεκδίκησης της γαλήνης και της διαύγειας, την οποία η πτώση στη γλώσσα έχει διαρρήξει, μια προσπάθεια επικάλυψης της πρωταρχικής αυτής ρωγμής». Μελετώντας όμως την ποιητική του Νίκου Φωτόπουλου δάνειος χρόνος» Μανδραγόρας, 2018), η σιωπή δεν είναι το αρνητικό της ποίησής του, αλλά μέρος της ίδιας της φύσης, το στοιχείο από το οποίο επώδυνα αναδύεται και αυτό προς το οποίο, ακόμη πιο επώδυνα, τείνει να επιστρέψει.

Ads

Οι συνθέσεις του με μία γλώσσα φρέσκια –κατά τις ποιητικές απαιτήσεις της κάθε εποχής– αποτελούν μικρά έπη για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η διαρκής μετακίνηση, η μοναξιά και ο χαμός αγαπημένων συνθέτουν το άρμα του άθλου της ζωής. Η μνήμη συνδέεται με το παρόν και τη σιωπή, ο έρωτας φωτίζει τον χρόνο μέσα σε πλάνα κινηματογραφικά. Οι στοχαστικές αναζητήσεις, που ενεδρεύουν πίσω από τη γλωσσική απλότητα και το πεζολογικό ύφος, ριζώνουν στη σκέψη του ακροατή/αναγνώστη.

Σε συνταγματικό επίπεδο η γλώσσα του Φωτόπουλου δεν δίνει έμφαση στη λέξη. Μολονότι στη δεύτερη περίοδο –με τις συλλογές «το αίνιγμα της λαβωμένης μνήμης» (2007) και «τεφροδόχος» (2016)– διαμορφώνει προοδευτικά έναν ποιητικό λόγο πιο ανοικειωτικό, και παρά την ύπαρξη ποιημάτων όπου η λέξη, μέσω μεταφορών συνήθως, καθίσταται πυρήνας του νοήματος και του συναισθήματος, ετούτα στις περισσότερες συνθέσεις θεμελιώνονται σε ολόκληρες προτάσεις. Με όχημα μία γλώσσα –φαινομενικά– ανεπιτήδευτη που αγκαλιάζει τη λιτότητα του προφορικού λόγου ο ποιητής στήνει μία ζωηρή εικονοπλασία. Σε αντίθεση με τη θέση του Terry Eagleton οι λέξεις του Φωτόπουλου δεν αποσπώνται από τα συμβατικά τους συμφραζόμενα, ούτε διατηρούν μια δουλική, επιβεβλημένη συμμόρφωση προς το σύνολο∙ μα τελικά ως σύνολο καταφέρνουν να «ξεφαντώσουν, να ζευγαρώσουν αχαλίνωτα με τις άλλες λέξεις». Αντίθετα, και σύμφωνα με τις προτροπές του Victor Shklovsky «στην ιδιαίτερη κατανομή των λέξεων και τις ιδιαίτερες νοητικές δομές που συγκροτούν οι λέξεις, βρίσκουμε υλικό που δημιουργήθηκε για να αφαιρέσει τον αυτοματισμό της αντίληψης». Γιατί ακριβώς η ποίηση χειραφετεί τη γλώσσα από τη χρησιμοθηρική της λειτουργία και τα βαθύτερα νοήματα. Επιτρέπει τη συναισθηματική επικοινωνία και έτσι μας αφήνει «να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στην ουτοπία» (Eagleton).

Με την αφαιρετικότητα της ποιητικής έκφρασης στήνει ζωντανές σκηνές. Ο χώρος και το σκηνικό κατέχουν δομική θέση στις συνθέσεις του, καθώς σε αυτά ισορροπεί τόσο η συναισθηματική κλιμάκωση όσο και ο στιχουργικός ρυθμός. Εικόνες και τόπος δράσης συμβάλλουν στη διαμόρφωση/εξαγωγή του συναισθηματικού βάθους και στην ανάδυση του στοχαστικού υλικού. Μέσα στη φυσικότητα του ύφους του οι εικόνες του ξεπηδούν με αμεσότητα. Οι χώροι, συνήθως εξωτερικοί, ζωντανεύουν σαν σε κινηματογραφική κίνηση. Η απλότητα της γλώσσας συμβάλλει στη φιλμική ανάπτυξη του παλλόμενου από ζωή σκηνικού, μολονότι η κίνηση καταγράφεται σπάνια. Η κυριαρχία ρημάτων σε εξακολουθητικό ποιόν και η αξιοποίηση του συντακτικώς ορθού συνταγματικού άξονα, σε επαυξημένες προτάσεις, δίνουν έμφαση στη ρηματική ενέργεια ορίζοντας την κινηματογραφική ματιά. Ακόμα και όταν στον χώρο καταγράφεται ένας μόνο δρων χαρακτήρας, διατηρούν μία ιδιαίτερη φιλμική δυναμική.

Ads

Αφαιρετικές περιγραφές εξπρεσιονιστικής πνοής γεμίζουν την ποιητική σκηνή. Τα αφηρημένα αντικείμενα (προσωποποιημένα και μη) σταδιακά στην ποιητική εξέλιξη γίνονται πιο συγκεκριμένα, πιο σταθερά, μόλο που διατηρούν μια αφαιρετική εκφραστική αυτοτέλεια. Οι συχνές ερωτήσεις και οι κλητικές προσφωνήσεις με το β’ ενικό –σαν voice over της ποιητικής φωνής– ενδύουν ηχητικά το πλάνο. Εξάλλου, οι μικρές ηχητικές εικόνες είναι ένα σταθερό σημείο στη σύνθεση του Φωτόπουλου. Πρόσωπα και περιστατικά διαπλέκονται σε μία αλληλεπιδραστική πλοκή. Η μυθοπλασία και το βίωμα ταυτίζονται πάνω στο χαρτί, σε σημείο να μη μας ενδιαφέρει πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Άλλωστε αυτό που ενδιαφέρει την αναγνωστική ανταπόκριση, είναι το κείμενο∙ αν δεν διαβαστεί ως κείμενο θα είναι μόνο μαύρα στίγματα και κουκίδες στο χαρτί.

Αν όμως το ποίημα είναι ένα μέσο για να εκφράσει ο δημιουργός το υποσυνείδητό του, τότε στην πρώτη περίοδο του –με τις συλλογές «στ’ ακροκέραμα των ουρανών» (1996) και «ευρετήριο χαμένων ονομάτων» (2000)– διακρίνεται έντονο το στοιχείο αναζήτησης της ταυτότητας. Η ποίησή του δεν είναι παρά μια τέτοια επιζήτηση, ένα αγωνιώδες κεφάλαιο να συμφιλιωθεί με τον άλλο. Μαχητής του στίχου αναζητά τους λαβύρινθους της ύπαρξης με στόχο να αποκρυπτογραφήσει νηφάλια και μέσα από εικόνες όλο το συναισθηματικό πλαίσιο στο οποίο κινείται. Με επίκεντρο την τεχνική του show, don’t tell αφήνει τον ακροατή/αναγνώστη να βιώσει μέσα από εικόνες, τον ψυχισμό του υποκειμένου. Ειδικά στην συλλογή «στ’ ακροκέραμα των ουρανών» (1996), η διαρκής κίνηση που αποτυπώνεται με τα τοπωνύμια σε τόσες συνθέσεις, μοιάζει με μία αναζήτηση ταυτότητας σε ένα road poetry.

Η ποιητική ταυτότητα του Φωτόπουλου συγκροτείται μέσα από τις εμπειρίες, αλλά πάντα σε αλληλεπίδραση με τον κοινωνικό χώρο. Ο θάνατος μοιάζει να κατέχει κεντρική θέση στην προσωπικότητα του ποιητικού υποκειμένου, ειδικά στη νεότερη ηλικία, όπως αποτυπώνεται εναργέστερα στο «ευρετήριο των χαμένων ονομάτων» (2000). Μα η ταυτότητα του ποιητικού υποκειμένου δεν συνδέεται με το έθνος ή το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Θα λέγαμε ότι είναι μια αρχετυπική αναζήτηση της θέσης μέσα στην κοινωνία, μονομαχώντας με διαρκείς μετακινήσεις, τις απώλειες και τη μοναξιά. Αν μάλιστα τούτη η αγωνία τοποθετηθεί στην εποχή της (βάσει των εκδοτικών ημερομηνιών) στις πρώτες συλλογές συνδέεται με την κυρίαρχη πολιτισμική κουλτούρα και τα καταναλωτικά ήθη της εποχής. Ας μη λησμονούμε πως η τελευταία δεκαετία του αιώνα ήταν η belle époque του καταναλωτισμού και το οριστικό τέλος/ανατροπή των μεγάλων αφηγήσεων. Και αυτά ενισχύουν την αγωνία του ποιητικού υποκειμένου στην διερεύνηση ταυτότητας. Έτσι, η αναζήτηση τοποθέτησης αποκτά βαθύτερα πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, συνδέοντας από άλλο δρόμο το άτομο με την κοινότητα σε ένα αδιάσπαστο σύνολο.

Η ιχνηλασία της ταυτότητας γίνεται με τον καιρό όλο και πιο κοινωνική, όλο και πιο αντιδραστική απέναντι στον γύρω χώρο. Μοιάζει –μετά «το αίνιγμα της λεγόμενης μνήμης» (2007)– να την έχει βρει. Μια κοινωνική και μία –ήπιων τόνων– πολιτική κριτική διάθεση με την ωριμότητα –ποιητική και βιολογική– διανθίζει το ύφος του. Δεν προάγει βέβαια κάποια ετερότητα ούτε οδηγείται στην αναζήτηση κάποιας ουτοπίας. Η ίδια η αναζήτηση αυτή όμως διαμορφώνει έναν δραματικό ποιητικό ήρωα σε διαρκή κίνηση, άλλοτε με χαρακτηριστικά προμηθεϊκά κι άλλες φορές ως σισύφεια μορφή. Η αβεβαιότητα με τις ανείπωτες ερωτήσεις και τα αναπάντητα ερωτήματα –σε αντιδιαστολή προς το αναπόφευκτο του θανάτου– αφήνει τελικά μετέωρο το ποιητικό υποκείμενο σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει. Σε μια λακανική προσέγγιση, μοιάζει σαν ο ακροατής/αναγνώστης να ιχνηλατεί την πορεία επιθυμιών, που θα διαφεύγουν αέναα από την απόλυτη αποκάλυψη, καθώς δεν υπάρχουν λέξεις να τις δεσμεύσουν απόλυτα και γιατί η έλλειψη θα χάσκει πάντα εκεί υπονομεύοντας την αυταπάτη επανάκτησης μιας θρυμματισμένης ολότητας.

Αν η ποίηση είναι παραγωγή βιωματικών μοντέλων για να αντιληφθούμε τον κόσμο, τότε Φωτόπουλος είναι ένα ευαίσθητο αισθητήριο όργανο της κοινωνίας (Flusser). Πριν ακόμα την έκρηξη που επέφερε η οικονομική κρίση, εκείνος καταγράφει πτυχές της ελληνικής παθογένειας. Ο ακροατής/αναγνώστης με τη συλλογή «το αίνιγμα της λεγόμενης μνήμης» (2007) βιώνει την ευαισθησία και το βαθύ προβληματισμό του στίχου, πολύ πριν ζήσει τις ανατροπές που έφερε η δεύτερη δεκαετία του νέου αιώνα. Υπό την οπτική του γενετικού μοντέλου του Goldman, είναι φανερή μία αντιστοιχία ανάμεσα στη δομή του λογοτεχνήματος και τη διανοητική δομή της κοινωνικής τάξης που εκφράζει ο ποιητής. Τα πεζολογικά χαρακτηριστικά και η προφορικότητα της γλώσσας σε συνδυασμό με τα κοινωνικά στιγμιότυπα και την αναζήτηση ταυτότητας επιβεβαιώνουν ότι το έργο δεν το γράφει ο συγγραφέας αλλά η κοινωνική του ομάδα. H ανάγνωση για εκείνον είναι ένα συλλογικό φαινόμενο∙ ο αναγνώστης διαμορφώνεται από ποικίλους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Το νόημα παράγεται από τον κοινωνικά προσδιορισμένο συγγραφέα του. Το ποιητικό υποκείμενο του Φωτόπουλου όμως δεν είναι αλλοτριωμένο, όπως το ήθελαν ο Adorno ή ο Lukacs. Μολονότι δρα σε μία αλλοτριωμένη κοινωνία δεν αποτυπώνονται χαρακτηριστικά ενός αλλοτριωμένου ενεργούντος προσώπου. Μέσα από τις ατέλειες που αφήνει η αφαιρετικότητα της στιχουργικής του και ο προβληματισμός του, νεότερος και ωριμότερος, ο αναγνώστης/ακροατής μπορεί να δει το αόρατο μέσα στο έργο, όπως ήθελε ο Pierre Macherey.

Επιλογικά, στην ποιητική του Φωτόπουλου το ατομικό βίωμα αποκτά χρονικό βάθος και απλώνεται στη συλλογική συνείδηση, αναδύοντας το βίωμα του κοινού και καθιστώντας το κτήμα του. Άλλωστε, το καλό ποίημα ξεκινά ως ατομική εμπειρία και καταλήγει μια συλλογική εμπειρία. Η εισαγωγή κοινωνικών στιγμιότυπων, χωρίς να τον οδηγεί στις πρώτες του συλλογές σε μία κοινωνική ποιητική, ενισχύει το στοχαστικό βάθος μέσα στο αφηγούμενο χρονικό άνυσμα. Το άτομο για τον δημιουργό είναι μέρος του όλου, μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων αλληλεπίδρασης, τόσο ως ποιητή όσο και ως κοινωνικό υποκείμενο.