Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο πολιτιστικό γεγονός στον πλανήτη και όσο κι αν εμπορευματοποιούνται, είναι αδύνατο να αναιρεθεί η απήχηση και η σπουδαιότητα τους για όλη την ανθρωπότητα. Αποτελούν δε κλασσική απόδειξη για το πώς μπορούν να συμβιώσουν, να γιορτάσουν, να αναπτύξουν φιλίες να ερωτευτούν, άνθρωποι διαφορετικών εθνικών καταβολών, χρώματος, θρησκείας και κοσμοθεωρίας, συνυπάρχοντας για μερικές ημέρες στο εκάστοτε Ολυμπιακό χωριό.

Ads

Είναι πολλές οι δυνατές ιστορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αφορούν συμβάντα κατά την διάρκεια των Αγώνων. Μία απ’ αυτές είναι η αντίδραση των μαύρων Αμερικάνων σπρίντερ Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος που κατέκτησαν το χρυσό και χάλκινο μετάλλιο αντίστοιχα, στα 200μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό το 1968. Η φωτογραφία τους στο βάθρο των νικητών με υψωμένες τις γροθιές, δίχως παπούτσια, σιωπηλοί και με σκυμμένο το κεφάλι, είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες και συγκλονιστικές στην ιστορία των σπορ.

Στα 1968 το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων είχε φουντώσει για τα καλά, η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο πόλεμος του Βιετνάμ και το κίνημα ειρήνης, είχαν διαμορφώσει μία πρωτόγνωρη για τα δεδομένα των ΗΠΑ ατζέντα. Οι « Μαύροι Πάνθηρες » η μαχητική οργάνωση των μαύρων, με μόλις δύο χρόνια ύπαρξης και δράσης συσπείρωναν χιλιάδες μέλη.

Στους Ολυμπιακούς του Μεξικού οι μαύροι αθλητές έψαχναν τρόπους αντίδρασης, ώστε να περάσουν τα μηνύματα τους. Οι Σμιθ και Κάρλος ήταν ήδη μυημένοι και συμπαθούντες των «Μαύρων Πανθήρων» και η νίκη τους στα 200 ήταν η ευκαιρία που έψαχναν. Αποφάσισαν να ανέβουν στο βάθρο των μεταλλίων με μαύρα γάντια και να υψώσουν τις γροθιές τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας (ο χαιρετισμός των Μαύρων Πανθήρων, το λεγόμενο «Salute» ). Εκεί ακριβώς εμφανίζεται ο άλλος πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Πίτερ Νόρμαν.

Ads

Ο Αυστραλός σπρίντερ γεννημένος το 1942 στην Μελβούρνη κατέλαβε την δεύτερη θέση με ρεκόρ κοινοπολιτείας ( 20,06 ), που κρατά ως σήμερα. Ήταν αυτός που έδωσε την λύση στην ιδέα διαμαρτυρίας των μαύρων συναθλητών του, αφού ο Κάρλος είχε ξεχάσει τα γάντια του. Τους πρότεινε να φορέσουν από ένα ο καθένας, για αυτό και στο βάθρο σήκωσαν ο ένας το δεξί κι ο άλλος το αριστερό χέρι. Επίσης θέλοντας να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την συμπαράσταση του, έβαλε στην φόρμα του την κονκάρδα της Ολυμπιακής οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η διαμαρτυρία αυτή που μέσω της τηλεόρασης και των φωτογραφιών έκαναν το γύρο του κόσμου, ήταν ένα ηχηρό χαστούκι στον ρατσισμό και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ενόχλησε ιδιαίτερα την  ΔΟΕ που ζήτησε τον αποκλεισμό των Σμιθ και Κάρλος και την εκδίωξη τους από το Ολυμπιακό χωριό. Ωστόσο αντέδρασαν οι υπόλοιποι μαύροι αθλητές όπως ο Μπομπ Μπήμον και σε εκδήλωση συμπαράστασης απείλησαν να μην αγωνιστούν. Έτσι είχαν την ικανοποίηση να δουν τους συμπατριώτες τους νικητές της σκυταλοδρομίας 4χ400, να υψώνουν κι αυτοί τις γροθιές τους.

Για τον Πίτερ Νόρμαν, όμως, ξεκίναγε ένας πραγματικός Γολγοθάς γυρίζοντας στην πατρίδα του, όπου επικρατούσε το δόγμα της «Λευκής Αυστραλίας» και είχε εν γένει συμπεριφορά απαρτχάιντ κυρίως απέναντι στους  Αβορίγινες που ήταν σε συστηματικό διωγμό. Μέχρι το ξεκίνημα της δεκαετίας του 70, το αυστραλιανό κράτος είχε το δικαίωμα να παίρνει τα παιδιά των ιθαγενών από τους φυσικούς γονείς και να τα δίνει για υιοθεσία σε λευκά ζευγάρια. Όπως και στις ΗΠΑ, έτσι και στην Αυστραλία, οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινές.

Αυτό το καθεστώς ήταν που δεν επέτρεψε στον Πίτερ Νόρμαν να τρέξει πάλι, αποκλείοντας τον από τους Ολυμπιακούς του Μονάχου ( 1972 ), παρά το γεγονός ότι έπιασε 13 φορές το όριο για συμμετοχή και ήταν μέσα στου 4-5 καλύτερους σπρίντερ παγκοσμίως. Ακόμη κι όταν, 28 χρόνια αργότερα, το Σίδνεϊ διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, παρέμενε ένας ξεχασμένος άνθρωπος παρά το ότι  η ολυμπιακή επιτροπή της Αυστραλίας υποστήριξε το αντίθετο.

Κάποιοι, πάντως, τον θυμήθηκαν. Οι Αμερικανοί, όταν διαπίστωσαν ότι ο Νόρμαν δεν είχε προσκληθεί να παρακολουθήσει τους αγώνες, τον έκαναν μέλος της δικής τους αποστολής και τον πήραν μαζί τους στο Σίδνεϊ. Ο μεγάλος Μάικλ Τζόνσον τον κάλεσε στο πάρτι των γενεθλίων του, τον αγκάλιαζε και του είπε ότι ήταν ένας από τους ήρωες των παιδικών του χρόνων. 

Ο Πίτερ Νόρμαν πέθανε το 2006. Στην κηδεία του, το φέρετρο σήκωσαν με σεβασμό και όλη τη δύναμη της ψυχής τους, ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος. Ο Κάρλος δήλωνε : «Δεν υπάρχει άλλος Αυστραλός, που θα έπρεπε να τιμηθεί, να αναγνωριστεί και να τιμηθεί περισσότερο από τον Πίτερ Νόρμαν. Για τον χαρακτήρα του, για τον ουμανισμό του, τη δύναμή του αλλά και την θέλησή του να γίνει θυσία προς όφελος της δικαιοσύνης».

Ο Πίτερ Νόρμαν δεν έζησε για να ακούσει την δημόσια συγγνώμη που του απεύθυνε η ομοσπονδιακή βουλή της Αυστραλίας στις 11 Οκτωβρίου του 2012, η οποία: Αναγνώρισε τα εξαιρετικά αθλητικά του επιτεύγματα, με το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού το 1968 στα 200μ, με χρόνο 20:06, που αποτελεί ακόμη εθνικό ρεκόρ για την Αυστραλία. Παραδέχθηκε τη γενναιότητα του να φορέσει την κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο βάθρο των νικητών και σε ένδειξη αλληλεγγύης στους Αφρο-αμερικανούς αθλητές Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, που έκαναν τον χαιρετισμό της “μαύρης δύναμης”. Επίσης, ζήτησε συγγνώμη για το λάθος της Αυστραλίας, να μη τον συμπεριλάβει στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, παρά την πρόκρισή του και έστω και καθυστερημένα αναγνώρισε τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Πίτερ Νόρμαν στην καταπολέμηση του ρατσισμού.

Ναι, δεν πρόλαβε να τα ζήσει όλα αυτά. Πρόλαβε όμως να συμμετάσχει και να ζήσει μία μεγάλη ιστορική στιγμή : να σταθεί πάνω στο βάθρο των νικητών, με το ασημένιο μετάλλιο στο στήθος, με δυο γροθιές πίσω του υψωμένες. Στις 17 Ιουλίου του 2008 παρουσιάστηκε το ντοκιμαντέρ  “ Salute : the Peter Norman story ”, του Ματ Νόρμαν ανιψιού του αργυρού Ολυμπιονίκη των 200 μ. στο Μεξικό το 1968.  Η υποδοχή από το κοινό αποθεωτική. Ένας σπουδαίος άνθρωπος που δεν δίστασε να κάνει αυτό που του υπαγόρευε η συνείδηση του, με καθυστέρηση 40 χρόνων δικαιωνόταν.