Ο σούπερ σταρ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου Λιονέλ Μέσι ανακοίνωσε πως η οριστική του απόφαση είναι να μείνει στην Μπαρτσελόνα, τη φανέλα της οποίας φόρεσε για πρώτη φορά το 2001, σε ηλικία μόλις 11 ετών και από τότε δεν την έβγαλε ποτε. Όμως όπως εξομολογήθηκε πρόκειται για μια απόφαση που την παίρνει με «βαριά καρδιά», καθώς ο βασικός λόγος που δεν αποχωρεί είναι αστρονομική ρήτρα των 700 εκατομμυρίων που έχει το συμβόλαιό του για την αγορά του από άλλη ομάδα και το γεγονός πως δεν θα ήθελε να οδηγηθεί στα δικαστήρια με την ομάδα για να προσπαθήσει να την ακυρώσει. 

Ads

Η ανακοίνωσή του 33χρονου Αργεντίνου για την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Βαρκελώνη είχε σκάσει ως «βόμβα» στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, καθώς πολλές ήταν οι ομάδες που θα ήθελαν να τον εντάξουν στο δυναμικό τους. Όμως καμία δεν μπορούσε να καταβάλει το τεράστιο ποσό. Ο Μέσι συγκρούστηκε με τη διοίκηση της  ομάδας, όμως τελικά δεν κατάφερε να σπάσει το συμβόλαιό του και έτσι θα πρέπει να παραμείνει στη Βαρκελώνη. 

Η δήλωση παραμονής του Μέσι, που βάζει τέλος στο ποδοσφαιρικό σίριαλ του καλοκαιριού:

«Όταν ενημέρωσα τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου για την επιθυμία μου να φύγω, ήταν ένα σκληρό δράμα. Όλη η οικογένεια άρχισε να κλαίει, τα παιδιά μου δεν ήθελαν να αφήσουν την Μπαρτσελόνα, ούτε ήθελα να αλλάξουν σχολεία. Όμως κοίταξα παραπέρα και θέλω να ανταγωνίζομαι στο υψηλότερο επίπεδο, να κατακτώ τίτλους, να διεκδικώ το Champions League. Μπορείς να το κερδίσεις ή να το χάσεις, επειδή είναι πολύ δύσκολο, αλλά θα πρέπει να το διεκδικείς.

Ads

Τουλάχιστον διεκδίκησέ το και να μην διαλυόμαστε στην Ρώμη, στο Λίβερπουλ και στην Λισσαβώνα. Όλα αυτά με οδήγησαν να σκεφτώ την απόφαση ότι ήθελα να αποχωρήσω. Πίστεψα και ήμουν σίγουρος ότι θα ήμουν ελεύθερος για να φύγω, ο πρόεδρος πάντα έλεγε πως στο τέλος της σεζόν θα μπορούσα να αποφασίσω αν θα έμενα ή όχι. Τώρα στηρίζονται στο γεγονός πως δεν τους ενημέρωσα πριν από τις 10 Ιουνίου, όταν εκείνη την περίοδο ακόμη παλεύαμε στη La Liga, εν μέσω μίας απαίσιας εποχής κορονοϊού, ο οποίος άλλαξε ολόκληρη τη σεζόν.

Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα μείνω στην ομάδα. Τώρα, πρόκειται να συνεχίσω στον σύλλογο γιατί ο πρόεδρος μου είπε ότι ο μοναδικός τρόπος για να φύγω ήταν η ρήτρα των 700.000.000 ευρώ, κάτι το οποίο είναι αδύνατο. Υπήρχε άλλος τρόπος, ήταν να πάμε στα δικαστήρια. Δεν θα πήγαινα ποτέ στα δικαστήρια απέναντι στην Μπαρτσελόνα διότι είναι ο σύλλογος που αγαπώ, που μου έδωσε τα πάντα από τη στιγμή που έφτασα. Είναι ο σύλλογος της ζωής μου, έκανα τη ζωή μου εδώ.

Η Μπάρτσα μού έδωσε τα πάντα και έδωσα τα πάντα. Γνωρίζω πως ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να πάω την Μπάρτσα στα δικαστήρια. Ο Ματέο είναι ακόμα μικρός και δεν συνειδητοποιεί τι σημαίνει να πηγαίνεις κάπου αλλού και να κάνεις τη ζωή σου για κάποια χρόνια κάπου αλλού. Ο Τιάγκο είναι μεγαλύτερος. Άκουσε κάτι στην τηλεόραση και έμαθε και ρώτησε.

Δεν ήθελα να μάθει τίποτα για το γεγονός ότι πιεστήκαμε να φύγουμε, δεν ήθελα να χρειαστεί να ζήσει σε νέο σχολειο ή να κάνει νέους φίλους. Έκλαψε και είπε “ας μην φύγουμε”. Επαναλαμβάνω πως αυτό ήταν κάτι το σκληρό. Ήταν κάτι που μπορούσε να συμβεί. Συνέβη σε μένα. Είναι πολύ δύσκολο να πάρεις απόφαση.

Αγαπώ την Μπαρτσελόνα και δεν θα βρω καλύτερο μέρος πουθενά αλλού. Παρόλα αυτά, έχω το δικαίωμα να αποφασίζω. Πήγαινα να βρω νέους στόχους και νέες προκλήσεις. Και αύριο θα μπορούσα να γυρίσω, επειδή εδώ στην Βαρκελώνη έχω τα πάντα. Ο γιος μου, η οικογένειά μου, μεγάλωσαν εδώ και είναι από εδώ. Δεν υπήρχε κάτι λάθος που ήθελα να φύγω Το χρειαζόμουν, το χρειαζόταν ο σύλλογος και ήταν καλό για όλους. Η σύζυγός μου, με όλο τον πόνο στην ψυχή της, με υποστήριξε και ήταν δίπλα μου».