Τι καριέρα θα είχαν άραγε Έλληνες ποδοσφαιριστές του παρελθόντος αν είχαν την δυνατότητα να αγωνιστούν σε ομάδες του εξωτερικού; Από ένα υποθετικό ερώτημα προφανώς μόνο κατά προσέγγιση και θεωρητικές απαντήσεις μπορεί να προκύψουν. Όλα αυτά με αφορμή την μεγάλη μεταγραφή του νεαρού διεθνούς μπακ του Ολυμπιακού Κώστα Τσιμίκα στην πρωταθλήτρια Λίβερπουλ, που αναμένεται να ανακοινωθεί επίσημα.

Ads

Σίγουρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές, το «προϊόν» ποδόσφαιρο έχει απογειωθεί στις μέρες μας ως οικονομικό μέγεθος, τα τηλεοπτικά δικαιώματα, οι χορηγοί, η εμπορική εκμετάλλευση των σημάτων των ομάδων, η παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα αγορών για το άθλημα πέρα από τα σύνορα κάθε χώρας, έχει δημιουργήσει συνθήκες μη συγκρίσιμες με άλλες εποχές και δεκαετίες.

Ωστόσο και στο παρελθόν υπήρχαν οι οικονομικά ισχυρές ομάδες που δαπανούσαν μεγάλα ποσά για μεταγραφές, όπως επίσης υπάρχουν περιπτώσεις που έγιναν προτάσεις για Έλληνες παίχτες, ωστόσο δεν προχώρησαν μεταγραφές καθώς τότε υπήρχε διαφορετική αντίληψη αναφορικά με την παραχώρηση παιχτών που ήταν «σημαίες» για τους συλλόγους.

Ήδη από την δεκαετία του 60΄ έχουμε δύο περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που απασχόλησαν Ισπανικές ομάδες οι οποίες κατέθεσαν επίσημες προτάσεις. Η μεγάλη Ρεάλ Μαδρίτης πρόσφερε το 1965 4,4 εκατομμύρια δραχμές (μυθικό για την εποχή ποσό) για την απόκτηση του Μίμη Παπαϊωάνου. Η ΑΕΚ δεν ήταν έτοιμη να «χάσει» τον καλύτερο παίκτη της, τον ηγέτη της, ούτε βέβαια και να αντιμετωπίσει τις οξύτατες αντιδράσεις των οπαδών της, αν θα πουλούσε τον μεγάλο αστέρι της.

Ads

Ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν έκρυψε την απογοήτευση του για την στάση της διοίκησης της ΑΕΚ, προσπάθησε να πιέσει για να γίνει η μεταγραφή (σε συνέντευξη του είχε αποκαλύψει ότι έστειλε προσωπική επιστολή στους Ισπανούς, που όμως δεν θέλησαν να χαλάσουν τις σχέσεις τους με τους «κιτρινόμαυρους» από την στιγμή κατά την οποία έδωσαν αρνητική απάντηση) και παρά την στεναχώρια του αναγκάστηκε να συμβιβαστεί. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο και ασχολήθηκε με το τραγούδι για ένα διάστημα και με παρέμβαση του καλού του φίλου, του αείμνηστου μεγάλου τραγουδιστή Στέλιου Καζαντζίδη, γύρισε στην ΑΕΚ.

Ο Τάκης Οικονομόπουλος, ο κορυφαίος κατά πολλούς Έλληνας τερματοφύλακας στα χρονικά για τον Παναθηναϊκό, επίλεκτο στέλεχος τόσο της ομάδας που κατέκτησε το αήττητο πρωτάθλημα του 1964, όσο και αυτής η οποία τρέλανε ολόκληρο τον πλανήτη το 1971 φθάνοντας ως τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών της Ευρώπης, με αντίπαλο τον άπαιχτο Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ στο επιβλητικό Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, είδε το όνομα του τότε σημειωμένο στα μπλοκάκια πολλών ξένων σκάουτερς.

Σε παλαιότερη συνέντευξη του, το «πουλί», είχε αποκαλύψει ότι το 1968, μια 3ετία πριν από το «έπος» στην βρετανική πρωτεύουσα, η απίθανη απόδοση του σε ματς με αντίπαλο την Αθλέτικο Μπιλμπάο, για το κύπελλο UEFA (1-0), ώθησε την Ρεάλ να προσφέρει «γη και ύδωρ» για να τον πάρει στην Μαδρίτη, μα παραδόξως η διοίκηση του Παναθηναϊκού απέρριψε πρόταση 15 εκατ. δραχμών! Πιθανόν, διότι πόνταρε στις ικανότητες του Οικονομόπουλου ή και να περίμενε μεγαλύτερες προτάσεις.

Άλλος ένας σταρ της «χρυσής» εποχής του Γουέμπλεϊ, ο «αέρινος» μέσος Κώστας Ελευθεράκης, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «το ελάφι» βρέθηκε κάποτε στο μεταγραφικό «στόχαστρο» της Ρεάλ Μαδρίτης. Ο βετεράνος άσος είχε εξομολογηθεί πριν από χρόνια, ότι μετά από ένα φιλικό με τους Ισπανούς στο «Μπερναμπέου», μετά τον τελικό του 1971, ο Παναθηναϊκός έπαιξε καταπληκτική μπάλα και έφερε 2-2, με ένα γκολ του Αντώνη Αντωνιάδη και άλλο ένα από τον ίδιο, με ανάποδο «ψαλίδι».

Ο τότε προπονητής της Ρεάλ, Μίλιαν Μίλιανιτς, εντυπωσιάσθηκε από τα προσόντα του και ζήτησε την μεταγραφή του Κώστα Ελευθεράκη από τον Παναθηναϊκό, προσφέροντας το απίστευτο ποσό του 1,5 εκατ.$, αλλά εισέπραξε την αρνητική απάντηση της διοίκησης του τριφυλλιού, η οποία ευχαρίστησε μεν την Ρεάλ για την πρόταση, αλλά απάντησε  με το πολύ ρομαντικό «οι σημαίες της ομάδος δεν είναι προς πώληση».

Για τον Θωμά Μαύρο ενδιαφέρθηκαν το 1979 ο Cosmos της Νέας Υόρκης, το 1980 η Νάπολι που μετά από δύο ή τρία χρόνια πήγε ο Μαραντόνα και το 1983 η Βερόνα. Ο ίδιος αφηγείται: «Μου είχαν κάνει πρόταση που δεν δέχτηκα γιατί ήθελα να συνεχίσω στην Ελλάδα. Αυτές οι τρεις περιπτώσεις ήταν οι επίσημες κι αν ήθελα δηλαδή θα πήγαινα. Βέβαια δεν το είδα, ήθελα να μείνω στην Ελλάδα».

Νωρίτερα στα 1960 ο Τάκης Λουκανίδης που θεωρείται ο πιο ολοκληρωμένος Έλληνας ποδοσφαιριστής, αφού έπαιζε σε όλες τις θέσεις της εντεκάδας, είχε απασχολήσει την Γιουβέντους. Η Ιταλική ομάδα έστειλε δύο συστημένες επιστολές στην Δόξα Δράμας εκδηλώνοντας επίσημο ενδιαφέρον, ωστόσο και οι διοικούντες τις απέκρυψαν απ’ τον ποδοσφαιριστή και βεβαίως δεν απάντησαν.

Αυτές είναι μερικές από τις περιπτώσεις (κάποιες με συγκεκριμένα ποσά) . Υπήρξαν και άλλες πολύ πριν την «άνοιξη» στις μετακινήσεις ποδοσφαιριστών με τον περίφημο νόμο «Μποσμάν» το 1995.
Η πιο κραυγαλέα που θα είχε και τεράστιο ενδιαφέρον ήταν του Βασίλη Χατζηπαναγή, έναν παίχτη που όλοι, ειδικοί και μη του ποδοσφαίρου, συμφωνούν ότι θα μπορούσε όχι απλώς να παίξει αλλά και να διακριθεί σε οποιαδήποτε ομάδα του εξωτερικού. Ο «Βάσιας» είχε προτάσεις από Στουτγκάρδη, Δυναμό Μόσχας, Πόρτο και Λάτσιο, ωστόσο από τον Ηρακλή αρνήθηκαν να τον παραχωρήσουν με το επιχείρημα πως έπρεπε να μείνει ως δύναμη συσπείρωσης της ομάδας.

Όσοι παρακολουθούν Ελληνικό και ξένο ποδόσφαιρο από το 60 και δεν έχουν αστείες εθνικιστικές απόψεις ή οπαδικά «γυαλιά», συμφωνούν μάλλον, ότι πολλοί δικοί μας παίχτες θα έκαναν μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. Μάλιστα δεν είναι υποθετικό το επιχείρημα πως η τυχόν ύπαρξη τους σε ανώτερο επαγγελματικό περιβάλλον, με καλύτερες εγκαταστάσεις και συνθήκες γύμνασης, αρτιότερη ιατρική και φυσιοθεραπευτική φροντίδα, θα τους βελτίωνε περισσότερο.

Ενδεικτικά ας παραθέσουμε μερικά ονόματα πέραν των όσων αναφέρθηκαν πριν ( κυρίως επιθετικογενών παιχτών ) κι αν ξεχάσουμε κάποιους δεν είναι από πρόθεση αλλά απλώς πρόκειται για μια ενδεικτική καταγραφή.
Δομάζος, Σιδέρης ( έπαιξε ένα χρόνο στο τέλος της καριέρας του στην Αντβέρπ στο Βέλγιο ), Γιούτσος , Κούδας, Δεληκάρης, Παπαεμμανουήλ, Δαβουρλής, Σαραβάκος, Πάρις Γεωργακόπουλος…..

Προφανώς και είναι αδύνατο να απαντηθεί το αρχικό ερώτημα, ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει υποθέσεις για το τι θα συνέβαινε αν Έλληνες παίχτες ( πριν το 1990 ) έπαιζαν σε ξένα πιο απαιτητικά και ανταγωνιστικά πρωταθλήματα. Το σίγουρο είναι ότι εδώ απολαύσαμε κυρίως το ταλέντο τους και λιγότερο την εξέλιξη που θα μπορούσαν να έχουν σε πιο προηγμένο ποδοσφαιρικό περιβάλλον.

Και πάλι τυχεροί ήμασταν όσοι τους είδαμε να «ζωγραφίζουν» στον αγωνιστικό χώρο.