Στη ζωή υπάρχουν οι κανονικοί, οι συνηθισμένοι άνθρωποι, οι ξεχωριστοί και οι σπάνιοι.

Ads

Ο Ευγένιος Γκέραρντ που έφυγε από τα εγκόσμια σαν σήμερα πριν τρία χρόνια, ήταν δίχως αμφιβολία ένας σπάνιος Άνθρωπος.

Αυτός ο χαρακτηρισμός αφορά την συνολική παρουσία του, δεν εστιάζει μόνο στα ποδοσφαιρικά πεπραγμένα και τις μεγάλες επιτυχίες του, τα οποία άλλωστε ήταν προϊόν της αντίληψης για την ζωή και τον άνθρωπο που είχε ο Γκέραρντ.

Η ποδοσφαιρική ιστορία του ξεκινά από το Limburg στο νοτιοανατολικό άκρο της Ολλανδίας, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο και τη Γερμανία. Εκεί γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1940, ο Gène (Eugene) Gerards.

Ads

Έπαιξε ποδόσφαιρο στην SV Limburgia (ομάδα της γεννέτηρας του) έως το 1973 με ενδιάμεσο σταθμό (κυριολεκτικά σταθμός στην καριέρα του για τις εμπειρίες που πήρε), την  Fortuna ’54, όπου αγωνίστηκε για πέντε χρόνια (64-69).

Η θέση του ήταν στην επίθεση, ήταν αργός αλλά ευφυής και με αντίληψη του χώρου, με μοναδικό «παράσημο» την κλήση του στην προεπιλογή της Εθνικής Ολλανδίας το 1964.

Ακολούθησε την προπονητική παρακολουθώντας μαθήματα στην φημισμένη σχολή της Κολωνίας και κατόπιν εργάστηκε ως βοηθός στην Ρόντα το 1974.

Το 1985 ανέλαβε τον ΟΦΗ και από την πρώτη στιγμή φάνηκε η ξεχωριστή φιλοσοφία του, αφού αρνήθηκε διερμηνέα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έμαθε Ελληνικά. ‘Έλεγε πως αν θες να μάθεις μία χώρα πρέπει οπωσδήποτε να μάθεις την γλώσσα της.

Παρέμεινε στην ομάδα της Κρήτης ως το 2000, έχοντας ακατάρριπτο ρεκόρ παραμονής στον πάγκο ομάδας για τα Ελληνικά δεδομένα, αφήνοντας πίσω του βαρειά κληρονομιά, αφού επί των ημερών του ο ΟΦΗ κατέκτησε το κύπελλο Ελλάδος το 1987.

Ήταν στις 4-5 κορυφαίες ομάδες της Α΄Εθνικής, βγήκε πέντε φορές στην Ευρώπη, με ιστορική στιγμή την πρόκριση επί της Ατλέτικο Μαδρίτης τη σεζόν 93-94, για το πάλαι ποτέ κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Υπό τις οδηγίες του ανδρώθηκαν και έκαναν ξεχωριστή καριέρα πολλοί ποδοσφαιριστές (Νιόμπιας, Μαχλάς, Πουρσανίδης, Ντιαρά (με μεγάλη παρουσία στην Ρεάλ Μαδρίτης), Μαρινάκης, Τζουγκάνοβιτς κ.ά). Άπαντες μιλούν με μεγάλο σεβασμό, αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον δάσκαλο «Γκεραρντάκη».

Αυτό ακριβώς το επίθετο υιοθέτησε ο ίδιος για τον εαυτό του, έχοντας γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της Κρήτης, επιλέγοντας το νησί ως τόπο μόνιμης και παντοτινής του κατοικίας.

Η περίπτωση του είναι πρωτοποριακή για τον χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά και την εποχή του. Συνδύασε σε απίστευτη ισορροπία τον επαγγελματισμό και την οργάνωση του βορειοευρωπαίου, με την έξω καρδιά κρητική νοοτροπία.

Η προσέγγιση του στο ποδόσφαιρο ξεκινούσε από τον άνθρωπο-αθλητή, από τα γενικότερα προσόντα του κάθε παίκτη, από το πώς θα βελτιώσει τον κάθε ένα ως προσωπικότητα. Ήθελε οι συνεργάτες του να είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, ήταν σοβαρός κι όχι σοβαροφανής, με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ.

Έγινε ένα με τους Κρητικούς, διάλεξε να εγκατασταθεί σε ένα σπίτι στην Ελιά, χωριό 700 κατοίκων στη Χερσόνησο, ψηλά σε λόφο με «κινηματογραφική» θέα.

Ήταν βαθειά κι αυθεντικά λαϊκός άνθρωπος, που απολάμβανε την καλή παρέα και το εκλεκτό κρασί και ταυτόχρονα φιλοσοφημένος που πρότασσε αξίες ουσιαστικές, αντίθετες με την θεοποίηση του χρήματος, της επίδειξης και του «δήθεν» στην συμπεριφορά και τη ζωή.

Γενναιόδωρος στην ψυχική και υλική προσφορά του στους άλλους, ειλικρινής έχοντας έναν δικό του τρόπο να λέει αλήθειες, απαλλαγμένες από μικρότητες και ανταγωνισμούς.

Ένας πολύ έξυπνος και καθόλου πονηρός άνθρωπος που δούλεψε με μεγάλη επιτυχία στο ποδόσφαιρο που λάτρευε, αλλά ήξερε ότι μόνο η επαγγελματική επιτυχία και αναγνώριση, δεν είναι απαραίτητα εισιτήριο για το « εύ ζην».

Ελεύθερη φύση που ήθελε να βλέπει ελεύθερους κι ανοιχτούς ανθρώπους γύρω του, είχε τους παίκτες ως παιδιά του και έτσι τους ανέφερε σε κάθε αυθόρμητη κουβέντα του.

Δεν ανακατεύτηκε ποτέ σε μηχανορραφίες και σκοτεινά παρασκήνια και πέρασε πεντακάθαρος από έναν βρώμικο χώρο, όπως είναι αυτός του εγχώριου ποδοσφαίρου μας. Ήταν απολαυστικός σε διηγήσεις για συμβάντα και πρόσωπα με ανεπίδευτα στοχαστικό αλλά και χιουμοριστικό τρόπο.

Αυτόν τον σπουδαίο κατ’ επιλογήν Κρητικό γνώρισα όπως και πολλοί άλλοι, έχοντας γευτεί την γοητεία της παρέας του, την τιμή να σε θεωρεί φίλο και την απόλυτη γενναιοδωρία του.

Σε μία προηγμένη ποδοσφαιρικά χώρα, περιπτώσεις σαν αυτή του Ευγένιου Γκέραρντ θα ήταν οδηγός εκπαίδευσης, για το πώς μπορούμε να φτιάξουμε προπονητές και οργανωτές του αθλήματος.

Στο σύντομο πέρασμα του ως προπονητής της Παναχαϊκής το 2010, τον συναντούσα σχεδόν καθημερινά και του πήγαινα ένα ξεχωριστό κρασί ενός ξαδέλφου μου από την Παλιά Μανωλάδα, που άρεσε πολύ στον  Ευγένιο.

Ε λοιπόν στην έκφραση του όταν τον πείραζα και του έλεγα “έλα να πιείς καλό κρασί κι όχι αυτό το «Γκεραρντάκης», το δικό του δηλαδή”, ήταν καθρεπτισμένη όλη η προσωπικότητα ενός μεγάλου παιδιυ, που έπαιρνε την «πάσα» και μετά άρχιζε αυτός το πείραγμα και πλήρωνες ακριβά αν δεν καθόσουν να τον ακολουθήσεις πίνοντας μαζί του.

Είναι λίγες οι λέξεις για να αναλυθεί το μεγαλείο του Γκέραρντ, ενός σταρ του ποδοσφαίρου που την λάμψη από την επιτυχία της δουλειάς του, την μετάγγιζε σε καθαρό φως στην καθημερινότητα του με τους ανθρώπους που συναναστρέφονταν, ως σταθερός «χορηγός» θετικής ενέργειας και ευτυχισμένων στιγμών.