του Βασίλη Κεχαγιά

Ads

Συνεχίζω με την ίδια οργή από προχτές, σε μια στήλη που διέκοψε την παρουσία της λόγω υποχρεώσεων και απεργιών… Λοιπόν, αν δε χωράς στις βρισιές της κερκίδας, στα «γαμιόλη», «πουσταρά» και «αρχίδι» που ξεκινούν από τα στόματα των οπαδών για να ταξιδέψουν ως τα πρόσωπα αντιπάλων και διαιτητών, στο καρεκλάκι που σπάει για να εκτοξευτεί μαζί με το θυμό του καταμεσής του γηπέδου, στην ουρά που περιμένει ποιος ξέρει πόσο για ένα εισιτήριο, στις ώρες της αναμονής πριν το ματς, στην ορθοστασία όσο κρατάει ο αγώνας, στην κατάρρευση της ήττας, στο βρώμικο σάντουιτς του πριν, στο σαλέπι του μετά, στα συνθήματα με την ποίηση της αθυροστομίας, στην ταπείνωση του αντιπάλου, στην ταπείνωσή σου από τον αντίπαλο, στους τίτλους των αθλητικών εφημερίδων που σου ξεσκίζουν το μυαλό, στις εμμονές και στα γούρια, στην κρυφή προσευχή τη στιγμή της σέντρας, στις ευχές που σιγοψιθυρίζεις πριν από το πέναλτι – να μπει ή να βγει η πουτάνα η μπάλα, στα τρία λεπτά της καθυστέρησης, στα τρία κλάσματα του δευτερολέπτου από το πόδι ως τα δίχτυα, στα φιλιά με τον άγνωστο δίπλα σου, στις χειρονομίες με τον άγνωστο απέναντί σου, στα τσιγάρα που πατάς το ένα μετά το άλλο μπροστά σου, στις προκλήσεις μιας βδομάδας, στην καζούρα της άλλης βδομάδας, στο λιοπύρι που σε ζυμώνει με την αγωνία, στη βροχή που δεν ξεπλένει την ντροπή, στο «και τώρα μπορείτε να πάτε να γαμηθείτε», στον ήρωα που γίνεται προδότης, στον προδότη που γίνεται ήρωας, στο σταμάτημα της λογικής, στο όνειρο που βλέπεις μια βραδιά πριν τον αγώνα, στον εφιάλτη που βλέπεις μια βραδιά μετά τον αγώνα, στην ανάταση της στιγμής, στην προσδοκία μιας ζωής, στα πούλμαν με τους μπάφους, στα τσιμέντα με τους κάφρους, στα χιλιάδες χαρτάκια με τα μηνύματα του ουρανού, στα βεγγαλικά που τον φωτίζουν, στους λασπωμένους μαχητές του χόρτου, στους ιδρωμένους πολεμιστές της κερκίδας, στο ανυπόμονο παιδάκι που παρακαλάει «θείε θα με βάλεις ;», στον υπομονετικό γέρο που έλιωσε στα τσιμέντα, στο βλέμμα του πιτσιρικά που γραπώνεται από τα κάγκελα, στα χέρια που ορθώνονται, στα κεφάλια που σκύβουν, στο τίποτα που γίνεται Σύμπαν, σε μια μικρή, πολύ μικρή, υδρόγειο σφαίρα, τότε δε χωράς στη στήλη αυτή, δε χωράς στα γήπεδα, δε χωράς πουθενά, πουθενά, πουθενά…