Μερικούς μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέλαβαν και τον Πλουμπίδη. Για το θέμα του Πλουμπίδη ήμουν η μόνη που απευθύνθηκα στην ηγεσία του κόμματος για να υποστηρίξω τη αθωότητά του. Πολλοί ήταν βεβαίως αυτοί που δεν είχαν πιστέψει ότι ήταν χαφιές αλλά δεν τολμούσαν να μιλήσουν και προπαντός να απευθυνθούν στην ηγεσία του Κόμματος. Εγώ κατάφερα μέσα από τη φυλακή, μέσα σε εκείνη την κατάσταση, να ειδοποιήσω το Κόμμα, προσπάθησα να τους δείξω ότι πραγματικά ο Πλουμπίδης δεν είναι χαφιές. Δεν τους είπα ότι το λέω εγώ αυθαίρετα, είπα: «Ερευνήστε αλλά κάνετε διακριτική έρευνα, γιατί είμαστε όλοι στο στόμα του λύκου».

Ads

Ο Γιώργος Τρικαλινός είχε πει σε μια εκπομπή μας στον 902, ότι ήμουν η μόνη από το Κόμμα που ειδοποίησα την ηγεσία σχετικά με το θέμα αυτό κι ότι ο μόνος από τα μέλη τος Κεντρικής Επιτροπής που αντέδρασε φανερά ήταν ο καημένος ο Θέος, ο συνδικαλιστής, που είπε στην Κεντρική Επιτροπή ότι τα επιχειρήματα που δόθηκαν δεν τον έπεισαν ότι είναι χαφιές ο Πλουμπίδης. Εμείς οι δύο ήμασταν οι μόνοι που διατυπώσαμε ανοιχτά την αντίρρησή μας.

Έλεγα στον εαυτό μου και καμάρωνα κάπως: «Μπράβο, Έλλη, έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις και όχι μόνο γιατί η συνείδησή σου το έλεγε αλλά και γιατί πονούσες για το Κόμμα». Έβλεπα ότι το Κόμμα λάθευε, ότι γλιστρούσε, ότι έκανε κακό στον εαυτό του. Ήταν και αυτό που με έκαιγε, δεν ήταν μόνο ο ίδιος ο Πλουμπίδης που τον ήξερα σαν αγωνιστή, σαν άνθρωπο που δούλεψα μαζί του στις φοβερές συνθήκες της αμερικανοκρατίας στην Αθήνα. Έβλεπα ότι το Κόμμα είχε πάρει έναν άσχημο κατήφορο. Η έγνοια μας ήταν να το κρατάμε ψηλά, όσο μπορούμε να το ωφελούμε και να μην το βλάψουμε ποτέ. Αυτή ήταν η βαθιά μου πεποίθηση.

Και η απάντηση του κόμματος; Καθαίρεση. Μου ήρθε μια πελώρια απόφαση της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας, που με καθαιρούσε από γραμματέα του Γραφείου των κρατουμένων.΄Εμεινα χωρίς καμία υπεύθυνη δουλειά. Από τότε η ζωή μου στη φυλακή έγινε ένας εφιάλτης. ΄Αργησα να καταλάβω πως πεποίθηση, μάλλον δόγμα απαραβίαστο για το κόμμα ήταν πως «το κόμμα δεν κάνει ποτέ λάθος». Και το συμπλήρωμά του: «Και αν κάνει λάθος, δεν θα το αναγνωρίσει ποτέ». (Την ισχύ αυτού του δόγματος, που την πλήρωσα ακριβά, τη συνάντησα και πολύ πρόσφατα) Ο Πλουμπίδης τελικά αποκαταστάθηκε. Αλλά, στην ουσία, ούτε ως σήμερα έχει αποκατασταθεί. Δεν είναι αποκατάσταση αυτή που έγινε. Αποκατάσταση σημαίνει να χυθεί φως σε όλη αυτή την υπόθεση: Γιατί; Ποιοι; Πώς; Απάντηση δεν έχει δοθεί.

Ads

Ο Πλουμπίδης ήταν θύμα. Υπήρχαν όμως άλλοι που ήταν και θύτες και θύματα. Πρώτος απ’ όλους ο ίδιος ο Ζαχαριάδης και το οικτρό τέλος του. Υπήρξε μια συνεχής διαδοχή ανθρώπων που ήταν θύτες και θύματα. Ο Καραγιώργης*, για παράδειγμα, είναι από τις πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις καθώς από φίλος και συνεργάτης, συχνά και συνεργός- του Ζαχαριάδη, έγινε θύμα του.

Για τον Καραγιώργη θέλω να πω δύο περιστατικά. Το ένα αφορούσε και τον Νίκο. Ο Νίκος στην Κατοχή ήταν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα από την Αμαλιάδα. Νομίζω ότι ο πατέρας της είχε μεγάλα κτήματα εκεί. Η κοπέλα είχε πάει στο βουνό, ήταν μαζί του. Ο Νίκος την αγαπούσε. Εκείνο το διάστημα υπεύθυνος στην Πελοπόννησο ήταν ο Καραγιώργης. Ανέθεσε στον Νίκο μια αποστολή μακριά από την έδρα τους. Όταν γύρισε από την αποστολή του, βρήκε την εξής κατάσταση: ο Καραγιώργης είχε κατηγορήσει την κοπέλα για κατάσκοπο, την είχε βασανίσει φρικτά, παρ ότι ήταν παντελώς αθώα. Τελικώς την αφήσανε, κι εκείνη τα μάζεψε και έφυγε και ούτε θέλησε να δει άνθρωπο, ούτε τον Νίκο ούτε κανέναν. Ο Νίκος είπε στον Καραγιώργη: «Μα αφού ήξερες ότι ήταν αρραβωνιαστικιά μου, πώς τα έκανες όλα αυτά;» «Ε, γίνανε», του απάντησε.

Το άλλο περιστατικό συνέβη πολύ αργότερα. Όταν ήταν στο Γράμμο ο ΟΗΕ, είχε πάει και η Διδώ (**), δημοσιογράφος τότε, στο Ριζοσπάστη. Την είχε στείλει ο Γιάννης Ζεύγος που ήταν ένας λεπτότατος άνθρωπος, πολύ ευγενικός. Τόσο που μιλούσε συνήθως, ιδίως στις γυναίκες, στον πληθυντικό. Το Κόμμα τον είχε τότε τοποθετήσει στη Θεσσαλονίκη, κι εκεί τον συνάντησε η Διδώ, που ακολουθούσε την αποστολή του ΟΗΕ. Ο Ζεύγος της είπε: «Ξέρετε, Ελένη» (το ψευδώνυμο «Ελένη» το είχε από την Κατοχή και το είχε κρατήσει), «καλό θα ήταν να πάτε μαζί με τον ΟΗΕ, πολλά θα δείτε, πολλά θα μάθετε και θα έχετε τη δυνατότητα να τα γράψετε..Και όποτε θέλετε, γυρίζετε πίσω».

Πήγε η Διδώ, είδε, άκουσε πολλά. Μεταξύ άλλων, ένας ξένος διπλωμάτης της είχε πει: «Έχε υπόψη σου ότι οι Αμερικάνοι θα παραλάβουν την Ελλάδα τώρα Δεν μιλάω για το μακρινό μέλλον, μιλάω γα τώρα». Η Διδώ αισθάνθηκε ότι αυτό έπρεπε να το διαβιβάσει αμέσως αλλά δεν είχε βέβαια ασύρματο. Και επειδή δεν υπήρχε λόγος ούτε και εντολή να μείνει άλλο εκεί, έφυγε. Ήρθε στην Αθήνα και έδωσε αμέσως αυτή την πληροφορία που τη θεωρούσε πολύ χρήσιμη για το Κόμμα. Το αποτέλεσμα ήταν να βρει μια παγωμάρα ανεξήγητη. Ζήτησε εξηγήσεις από τον Καραγιώργη κι εκείνος της είπε: «Γιατί γύρισες; Φοβήθηκες, έδειξες δειλία. Δεν έπρεπε να γυρίσεις και γι’ αυτό μπαίνει θέμα διαγραφής σου». Η Διδώ έμεινε άναυδη, αρρώστησε. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε. Τι θα πει «φοβήθηκε»; Δεν φοβήθηκε να γυρίσει πίσω και φοβήθηκε να μείνει εκεί; Στο βουνό;

Πήγα λοιπόν εγώ στον Καραγιώργη και του είπα: «Σύντροφε, γιατί κατηγορείτε τη Διδώ για δειλία, τι φοβήθηκε δηλαδή; Αν είχε φοβηθεί, θα είχε φοβηθεί να γυρίσει στηνΑθήνα, θα πήγαινε έξω, στις λαϊκές δημοκρατίες». Με κοιτάει ο Καραγιώργης έτσι από ψηλά και μου λέει: «Κι όμως φοβήθηκε». Τίποτε άλλο. Και συγκαλείται η Κόβα του Ριζοσπάστη, μπαίνει το θέμα, της διαγραφής, και ψηφίζουν όλοι ότι η Διδώ φοβήθηκε. Και τη διέγραψαν. Οι μόνοι που αντέδρασαν ήταν ο Καβαφάκης και η Μαριώ Δήμου, γυναίκα του Γιώργου Δήμου, του ζωγράφου.

Η Διδώ αποκόπηκε πλέον από το κόμμα. Τη Μαριώ Δήμου την είχε ο Καραγιώργης στο εξωτερικό, βοηθό του. Ήρθε όμως και η σειρά του Καραγιώργη. Είχε διατυπώσει κάποιες αντιρρήσεις για θέσεις και αποφάσεις της ηγεσίας. Αυτό ήταν αρκετό για να διατάξει η ηγεσία την εξόντωσή του. Τον συλλάβανε με το πρόσχημα ότι πήγαινε στη γιουγκοσλαβική πρεσβεία (ήταν τότε τα γεγονότα με τον Τίτο) άρα ήταν τιτικός, άρα προδότης. Τον έρριξαν στη φυλακή στη Ρουμανία. Οι φυλακές εκεί ήταν πάρα πολύ σκληρές, μεσαιωνικές. Έπιασαν και τη Μαριώ, η οποία, όταν διασταυρώθηκαν σε ένα διάδρομο στη φυλακή, του είπε, όπως μου διηγήθηκε η ίδια: «Σύντροφε Καραγιώργη, πληρώνεις αυτά που έκανες στη Διδώ». Έτσι οι θύτες γίνονται θύματα.

Ωστόσο η πιο τραγική είναι η περίπτωση του ίδιου του Ζαχαριάδη. Δεν ξέρω άλλη περίπτωση ηγέτη που από θύτης να έπεσε θύμα του ίδιου του εαυτού του τελικά. Ο θάνατος ήταν σκοπός ζωής. Η ζωή και ο θάνατος για μας ήταν το ίδιο, ζούσες ξέροντας ότι γι’ αυτό για το οποίο ζεις, θα πεθάνεις κιόλας. Μάλιστα ο Πλουμπίδης το έλεγε με τρόπο πολύ λιτό. «Εμείς δεν μπήκαμε στον αγώνα για να ζήσουμε, μπήκαμε για να πεθάνουμε», έλεγε. Για μας ο θάνατος υπήρχε πάντα μαζί με τη ζωή. Ακόμα και στον έρωτα είχες συντροφιά σου το θάνατο+ το ήξερες, αλλά ζούσες τον έρωτα. Ήσουν μέσα στα μπουντρούμια και ζούσες τον έρωτα. Μπροστά στο θάνατο, παρά τον θάνατο.

Εμένα το μόνο που με ένοιαζε όταν ήμουν μελλοθάνατη ήταν να μη με εξαιρέσουν. Για ποιο λόγο δηλαδή; Επειδή είμαι γυναίκα και έχω μωρό, γι’ αυτό δεν με σκοτώνεις; Όχι, είμαι αγωνίστρια.. «Αν είστε άνδρες, να με εκτελέσετε κι εμένα. Δεν θέλω να μου χαρίσετε τη ζωή, σας την πετάω στα μούτρα». Πιο πολύ σε ενδιέφερε να πεθάνεις παρά να ζήσεις. Γιατί αυτός ήταν ο προορισμός σου. Έζησες και για να πεθάνεις γι’ αυτό για το οποίο ζεις. Τώρα τι απέγιναν όλα αυτά;

Ο Μπελογιάννης στην απολογία του είχε πει ότι είμαστε «σαν τους πρώτους χριστιανούς». Αυτή η φράση γυρνούσε πολύ στο Κόμμα. Την έχουν πει και άλλοι. Ότι δηλαδή ενώ αυτοί, οι χριστιανοί, προσδοκούσαν τον Παράδεισο, εμείς δεν προσδοκούσαμε τίποτα, φεύγαμε γι’ αυτό για το οποίο ήμασταν βέβαιοι ότι αξίζει να πεθάνουμε. Δεν είναι πίστη, είναι σκοπός ζωής. Τι θα πει «πίστη»; Η πίστη είναι έννοια χριστιανική. Γιατί αν είναι έτσι, από εκεί θα πάμε στο «πίστευε και μη ερεύνα». Όχι. Για μας ήταν σκοπός ζωής αυτός ο θάνατος.

Εμείς πηγαίναμε σαν ασκημένοι του θανάτου, όπως το έχει πει ο Σαίξπηρ: «Απέθανε σαν ασκημένος του θανάτου, όπου αφήνει ό,τι είχε στη ζωή πιο ακριβό, σαν να πετάει το πιο μηδαμινό πράγμα του κόσμου». Υπήρξαν πολλοί… Όλοι όσοι έδωσαν τη ζωή τους χωρίς να διστάσουν για κάτι που άξιζε να φτάσουν στο θάνατο. Δεν ήταν ίδιον των κομμουνιστών, ήταν όλων των ανθρώπων που είχαν έναν ωραίο και μεγάλο σκοπό στη ζωή τους.
Αγαπούσαμε τη ζωή και δεν θέλαμε μια ανάξια ζωή. Δεν είχαμε προσδοκία για τον εαυτό μας. Είχαμε προσδοκία για τους άλλους, για να ζήσουν οι άλλοι μια καλύτερη ζωή. * Κώστας Καραγιώργης: ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ που, επειδή διαφώνησε με τον Ζαχαριάδη, συνελήφθη και πέθανε κάτω από τραγικές συνθήκες στις ρουμανικές φυλακές.

** Διδώ Σωτηρίου, η συγγραφέας και αδελφή της ‘Ελλης Παπά.

* Ολόκληρη η μαρτυρία της Έλλης Παπά στο βιβλίο «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ελληνική αριστερά» του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις Εστία