Από το 1933 ως το 1945, η ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας υπό τον Αδόλφο Χίτλερ έθεσε ως στόχο την εξαφάνιση από το γερμανικό έδαφος όσων ανθρώπων δεν ταίριαζαν στο «όραμα» της «κυρίαρχης Άριας φυλής». Μεταξύ των λεγόμενων «φυλετικών εχθρών», σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία, τη χειρότερη θέση κατείχαν οι Εβραίοι. Όταν ο στόχος του Χίτλερ να αναδημιουργήσει τη Γερμανία, αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum), οδήγησε στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάκτηση μεγάλου μέρους της Ευρώπης, οι ναζί προχώρησαν στη συστηματική δολοφονία Εβραίων σε όλη την ήπειρο, δηλαδή στη γενοκτονία τους. Πολλές ακόμη ομάδες αποτέλεσαν στόχους διώξεων και δολοφονιών από τους ναζί, συμπεριλαμβανομένων γερμανών με νοητικές και σωματικές αναπηρίες, ομοφυλόφιλων, μαρτύρων του Ιεχωβά, Ρομά, πολονών και σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους.

Ads

*Το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ παρουσιάζει οnline έκθεση στην οποία εξετάζεται η εκστρατεία δίωξης εναντίον των ομοφυλοφίλων της ναζιστικής Γερμανίας. Το tvxs.gr μεταφέρει μεταφρασμένα αποσπάσματα της έκθεσης καθώς και σημαντικά ντοκουμέντα. (Πατήστε επάνω στις εικόνες).

image
1930, Ζευγάρι στο Βερολίνο

-Εισαγωγή

Η ναζιστική εκστρατεία εναντίον των ομοφυλοφίλων στοχοποιούσε τους πάνω από ένα εκατομμύριο γερμανούς άνδρες που, όπως υποστήριζε το ναζιστικό καθεστώς, κουβαλούσαν έναν «εκφυλισμό» που απειλούσε τον «πειθαρχημένο ανδρισμό» της Γερμανίας.

Ads

Αφού αποκηρύχθηκαν ως «αντικοινωνικά παράσιτα» και ως «εχθροί του κράτους», περισσότεροι από 100.000 άνδρες συνελήφθησαν. Περίπου 50.000 άνδρες εξέτισαν ποινές φυλάκισης έχοντας καταδικαστεί ως ομοφυλόφιλοι, ενώ άγνωστος αριθμός κλείστηκε σε ψυχιατρικές κλινικές.

Άλλοι ευνουχίστηκαν με δικαστικές αποφάσεις ή κατ’ εξαναγκασμό. Εκτιμήσεις βασισμένες σε αποσπασματικά στοιχεία δείχνουν ότι 5.000 ως 15.000 άνδρες φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου πολλοί εξ αυτών δολοφονήθηκαν ή πέθαναν από την πείνα, τους ξυλοδαρμούς και την εξάντληση.

Στη ρατσιστική πρακτική της ευγονικής, οι γυναίκες αξιολογούνταν κυρίως από την ικανότητά τους ή μη να κάνουν παιδιά. Το ναζιστικό καθεστώς θεωρούσε ότι οι ομοφυλόφιλες γυναίκες ήταν σε θέση να μπουν στη διαδικασία της αναπαραγωγής. Γι’ αυτό και οι λεσβίες δεν διώχθηκαν τόσο συστηματικά όσο οι άνδρες ομοφυλόφιλοι. Παρ’ όλ’ αύτα οι ενώσεις τους και τα σημεία συναναστροφών τους έκλεισαν.

-1933-1939

Οι ναζί πήραν την εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 στοχεύοντας να βάλουν σε εφαρμογή τη ρατσιστική ιδεολογία τους: τη φυλετική καθαρότητα, τον αντισημιτισμό και τη δίωξη και αφανισμό των ανεπιθύμητων κοινωνικών ομάδων. 

Από τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία της «Νέας Τάξης», το χιτλερικό καθεστώς έκλεισε μέρη συνάντησης ομοφυλοφίλων, οργανώσεις και έντυπά τους, στο πλαίσιο της γενικής επίθεσης κατά της «προσβολής της δημόσιας αιδούς». Η ναζιστική επίθεση στην ομοφυλοφιλία είχε ξεκινήσει.

Ενώ το καθεστώς ενοποιούσε τις εξουσίες και συγκεντροποιούσε την κρατική εξουσία, έβρισκε νέους τρόπους δίωξης. Η προπαγάνδα, στον απόηχο μιας μεγάλης πολιτικής κρίσης στα μέσα του 1934, συνέδεσε την ομοφυλοφιλία με τη υπονόμευση της ναζιστικής εξουσίας και με την προδοσία, ενθαρρύνοντας έτσι την ευρύτερη κοινωνική μισαλλοδοξία. 

Το 1935 οι ναζιστικές νομικές αρχές κατάργησαν το μέχρι τότε ισχύον άρθρο 175 του ποινικού κώδικα αντικαθιστώντας το με νέο άρθρο στο οποίο διευρύνθηκε το φάσμα όσων τιμωρούνταν για «απρέπεια μεταξύ ανδρών». Η εκτέλεση του νέου πλέον άρθρου 175 ήταν ευθύνη της δικαστικής αστυνομίας και της Γκεστάπο, ενοποιημένες από το 1936 υπό την SS (Ες-Ες) και τον αρχηγό της Χάινριχ Χίμλερ.

Οι εθνικές αστυνομικές δυνάμεις απέκτησαν αξιοσημείωτα μεγάλες εξουσίες στην παρακολούθηση υπόπτων και στη σύλληψη και κράτηση «εχθρών του έθνους». Κατά τη διάρκεια των 30 μηνών από τις αρχές του 1937 ως τα μέσα του 1939, η γερμανική αστυνομία συνέλαβε περίπου 78.000 άνδρες υπό το άρθρο 175, το ένα τρίτο των οποίων καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν. Άλλοι εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όλοι υποβλήθηκαν σε βάναυση κακοποίηση στα χέρια της αστυνομίας, των ανακριτών και των φρουρών των φυλακών.

-Η ναζιστική ιδεολογία πίσω από τους διωγμούς

Το ναζιστικό κράτος, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Χίτλερ, είχε την πρόθεση «να προωθήσει την υπεροχή των καλύτερων και δυνατότερων και να απαιτήσει την υποταγή των κατώτερων και ασθενέστερων». Με βάση την «επιστήμη» της ευγονικής -δηλαδή της μελέτης για τη βελτίωση της κληρονομικότητας μέσω επιλεκτικής αναπαραγωγής – οι ναζιστικές αρχές αξίωσαν ένα νόμιμο δικαίωμα να αναλάβουν δράση εναντίον όσων πίστευαν ότι θα εξασθένιζαν την «Άρια Φυλή».

image
Όπως τα «επιθυμητά» χαρακτηριστικά θεωρούνταν ως κληρονομικά το ίδιο συνέβη και για τα «ανεπιθύμητα». Αυτό το γράφημα είχε ως στόχο να αποδείξει τη δήθεν κληρονομική εγκληματικότητα και τον κληρονομικό αλκοολισμό, χαρακτηριστικά τα οποία ήταν συγκρίσιμα, κατά τη ναζιστική ευγονική, με την «προδιάθεση για ομοφυλοφιλία».

Σύμφωνα με τους ναζί, η ομοφυλοφιλία αποδυνάμωνε τη Γερμανία με διάφορους τρόπους. Κατηγορήθηκε ως παράγοντας μείωσης των γεννήσεων, η οποία απειλούσε την επιβίωση του έθνους, όπως πίστευαν. Θεωρήθηκε επίσης ως «μόλυνση» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη «επιδημία», ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. Επιπλέον, πιστευόταν ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα επικίνδυνο κράτος εν κράτει, καθώς θεωρείτο ότι οι ομοφυλόφιλοι σχημάτιζαν δικές τους ιδιοτελείς ομάδες. Έτσι, οι ναζί επικαλούμενοι τον δήθεν κίνδυνο για τη δημόσια ηθική και το ίδιο το γερμανικό έθνος αποφάσισαν ότι η ομοφυλοφιλία έπρεπε να εξαλειφθεί.

image
1940. Διάγραμμα που απεικονίζει τη «μετάδοση» της ομοφυλοφιλίας από μεμονωμένες περιπτώσεις αριθμημένες από το 1 ως το 28. Οι ναζί πίστευαν ότι ο παράγοντας της «μόλυνσης» ήταν η «αποπλάνηση» ενός άντρα από έναν άλλον.

Η ευγονική νοοτροπία του καθεστώτος για την επίθεση κατά της ομοφυλοφιλίας προσπάθησε επίσης να επωφεληθεί από προκαταλήψεις και στερεότυπα για τους ομοφυλόφιλους που πολλοί συμμερίζονταν στη γερμανική κοινωνία. Με άλλα λόγια, η ναζιστική ιδεολογία της εξαφάνισης των «κατώτερων και ασθενέστερων» της κοινωνίας, εξέθρεψε την αποδοχή της κρατικής μισαλλοδοξίας και βαρβαρότητας.

-Καταστολή, παρακολούθηση και αστυνομικές λίστες

Οι ομοφυλόφιλοι της Γερμανίας ένιωσαν τον αντίκτυπο του νέου καθεστώτος μέσα σε λίγες εβδομάδες από τον διορισμό του Χίτλερ ως καγκελαρίου. Τον Φεβρουάριο του 1933, αστυνομία και ειδικές δυνάμεις άρχισαν να εφαρμόζουν διαταγές για το κλείσιμο bar και νυχτερινών μαγαζιών για ομοφυλόφιλους, καθώς και να σταματούν την πώληση εκδόσεων με σεξουαλικό περιεχόμενο. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών, τα περισσότερα μαγαζιά, όπου συναντιόνταν ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες, είχαν κλείσει και η δημόσια ζωή τους είχε καταπατηθεί.

image
Κολάζ για το κλείσιμο των gay και λεσβιακών bar στο Βερολίνο από τη βιεννέζικη εφημερίδα Der Notschrei (Η Κραυγή για Βοήθεια), 4 Μαρτίου 1933.

Στις 6 Μαΐου του 1933 ναζιστικές φοιτητικές ομάδες και οπαδοί τους εισέβαλαν και λεηλάτησαν το Ινστιτούτο για την σεξουαλική επιστήμη Magnus Hirschfeld, το κυριότερο σύμβολο της σεξουαλικής μεταρρύθμισης στο Βερολίνο. Τέσσερις ημέρες αργότερα, μεγάλο μέρος της μοναδικής αξίας βιβλιοθήκης του Ινστιτούτο είχε καταστραφεί σε μια δημόσια τελετή καψίματος βιβλίων που προωθούσαν το «αντι-γερμανικό πνεύμα».

image
Βιβλία μεταφέρονται σε φορτηγό πριν το κάψιμό τους στις 10 Μαΐου του 1933.

image
Κάψιμο βιβλίων που θεωρήθηκαν «αντιγερμανικά», από μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης του ναζιστικού κόμματος, SA, από ναζιστικές φοιτητικές οργανώσεις και υποστηρικτές του καθεστώτος, στο Βερολίνο. 10 Μαΐου 1933.

Ο ίδιος ο Hirschfield, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, ανακηρύχθηκε εξόριστος. Η Επιστημονική-Ουμανιστική του Επιτροπή και άλλες οργανώσεις για τα σεξουαλικά δικαιώματα σταμάτησαν τις εργασίες τους στη Γερμανία.

Τα αρχικά βήματα του καθεστώτος για την αποκατάσταση του «νόμου και της τάξεως» επικεντρώθηκαν σε επαγγελματίες κακοποιούς και σε «συνήθεις δράστες σεξουαλικών αδικημάτων». Η δεύτερη κατηγορία συμπεριέλαβε όχι μόνον άνδρες που είχαν καταδικαστεί με το άρθρο 175 αλλά επίσης άνδρες που αναμενόταν «με μεγάλο ποσοστό πιθανότητας» να παραβιάσουν τον εν λόγω νόμο. Από τον Φεβρουάριο του 1934 τέτοια άτομα παρακολουθούνταν και οι δραστηριότητές τους τίθεντο υπό περιορισμό.

Τον Οκτώβριο του 1934 η Γκεστάπο άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες σχετικά με ομοφυλόφιλους άνδρες. Τηλεγραφήματα σε όλα τα τοπικά αστυνομικά τμήματα διέταξαν οι νέες ή ήδη υπάρχουσες λίστες ανδρών υπόπτων ως ομοφυλόφιλων να προωθούνται στο Ειδικό Τμήμα ΙΙ-1 στο Βερολίνο. Επόμενα τηλεγραφήματα ζητούσαν οι λίστες να περιέχουν και τις πολιτικές πεποιθήσεις, κυρίως την ένταξη ή μη στο ναζιστικό κόμμα.

Το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον της αστυνομίας για τη ζωή τους οδήγησε αρκετούς ομοφυλόφιλους να μεταναστεύσουν όπου μπορούσαν. Πάντως στη συντριπτική τους πλειοψηφία,  άρχισαν να κρύβουν την ομοφυλοφιλία τους. Πολλοί παντρεύτηκαν. Άλλοι αυτοκτόνησαν.

image
Μία πρακτική για να ξεφύγουν από τις διώξεις της αστυνομίας ήταν ο «προστατευτικός γάμος» ομοφυλοφίλων με γυναίκες, ώστε να δοθεί η εντύπωση της «συμμόρφωσης». Εδώ, ο Paul Otto (αριστερά) με τη σύζυγό του (πίσω του), η οποία είχε πλήρη γνώση ότι ο σύντροφός του ήταν ο Harry (δεξιά). Βερολίνο, 1937.

-Οι καταδότες

Η αστυνομία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό, για τον εντοπισμό «υπόπτων» ομοφυλοφίλων, σε καταγγελίες απλών πολιτών. Η ναζιστική προπαγάνδα που στοχοποιούσε τους ομοφυλόφιλους ως «αντικοινωνικά παράσιτα» και «εχθρούς τους κράτους» πυροδότησε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τις ήδη υπάρχουσες προκαταλήψεις της γερμανικής κοινωνίας της εποχής.

Πολίτες κατέδιδαν άνδρες, βασισμένοι ακόμη και στην παραμικρή ένδειξη. Αντανακλώντας τη δραματική αύξηση των νομικών διώξεων και ποινών εναντίον ομοφυλοφίλων από το 1933, ο Josef Meisinger του Κεντρικού Γραφείου του Ράιχ για την καταπολέμηση της ομοφυλοφιλίας και των αμβλώσεων, παρατήρησε με υπερηφάνεια τον Απρίλιο του 1937: «Πρέπει φυσικά να λάβουμε υπόψη μας τη μεγάλη ετοιμότητα της κοινωνίας να καταδώσει (την ομοφυλοφιλία) ως αποτέλεσμα της εθνικοσοσιαλιστικής εκπαίδευσης».

Ενεργώντας βάσει αυτών των πληροφοριοδοτών, η Γκεστάπο και η Αστυνομία Δίωξης Εγκλήματος συνέλαβαν και ανέκριναν αυθαίρετα υπόπτους όπως και πιθανούς μάρτυρες. Αυτοί που είχαν καταγγελθεί ως ύποπτοι, συχνά αναγκάζονταν να δώσουν ονόματα φίλων και γνωστών, με αποτέλεσμα να γίνονται με τη βία και οι ίδιοι πληροφοριοδότες. Στις ποινικές διαδικασίες παλαιότερα απαιτείτο μία αποδεδειγμένη πράξη. Πλέον αρκούσε μία (μη αποδεδειγμένη) κατηγορία.

image
Ένας συγγραφέας από το Ντίσελντορφ που συνελήφθη για ομοφυλοφιλία. 1938.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, συνελήφθησαν περίπου 100.000 άνδρες για παραβίαση του άρθρου 175. Από αυτούς, γύρω στους 78.000 συνελήφθησαν στα τρία χρόνια μεταξύ του διορισμού του Χίμλερ ως αρχηγού της γερμανικής αστυνομίας το 1936 και του ξεσπάσματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939.

Τα περισσότερα θύματα προέρχονταν από την εργατική τάξη, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση οικονομικά να έχουν ιδιωτικά διαμερίσματα ή σπίτια, συναντιόνταν με τους συντρόφους τους σε ημι-δημόσια μέρη που τους έβαζαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο να παγιδευτούν από την αστυνομία ή να καταδοθούν από πολίτες.

image
Εργαζόμενος σε bar που συνελήφθη  για ομοφυλοφιλία. 27 Αυγούστου 1936.

Όπως ακριβώς επιθυμούσε το καθεστώς, η καταστολή της μειονότητας των ομοφυλοφίλων εξυπηρετούσε επίσης τον περιορισμό των δραστηριοτήτων και της πλειοψηφίας των πολιτών. Από τους περίπου 100.000 άνδρες που συνελήφθησαν υπό το άρθρο 175, μεταξύ του 1933 και του 1945, οι μισοί καταδικάστηκαν για παραβίαση του νόμου. Όπως και οι συλλήψεις, οι καταδίκες πολιτών αυξήθηκαν κατά δέκα φορές σε σχέση με τα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ενώ το 1938 έφτασαν τις 8.500.

Οι ποινές φυλάκισης –οι συνηθέστερες από τις τιμωρίες των ναζί κατά των ομοφυλοφίλων- ποίκιλαν ανάλογα με το την σεξουαλική πράξη και τον πρότερο βίο του συλληφθέντα.

Για τους περισσότερους, η φυλάκιση σήμαινε σκληρή δουλειά –ως μέρος του προγράμματος ναζιστικής «επανεκπαίδευσης». Οι συνθήκες στις γερμανικές φυλακές και στα σωφρονιστικά ιδρύματα και στρατόπεδα ήταν εμφανώς άθλιες. Όσοι, δε, φυλακίζονταν με το άρθρο 175 αντιμετώπιζαν εκτός από τη σκληρότητα των φρουρών και το μίσος πολλών συγκρατουμένων τους.

Σε μικρό αριθμό περιπτώσεων, ειδικοί γιατροί κατέθεσαν ότι ένα είδος ομοφυλοφιλίας αποτελούσε σοβαρή ψυχική ασθένεια και εξέθετε σε κίνδυνο την κοινωνία. Υπό το άρθρο 42b του Ποινικού Κώδικα του Ράιχ, μερικοί άνδρες μπήκαν σε ψυχιατρικά ιδρύματα, μια μοίρα που είχε γι’ αυτούς καταστροφικές συνέπειες (συμπεριλαμβανομένου του θανάτου) κατά τη διάρκεια του πολέμου.