Η διαδρομή του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, αυτή η μακρά πορεία κατακτήσεων αλλά και υποχωρήσεων, σημαντικών αποφάσεων αλλά και κρίσιμων λαθών, υπήρξε ως επί το πλείστον μια αντιφατική πορεία, ένα μείγμα εκπληκτικών δίχως άλλο κατορθωμάτων αλλά και απογοητευτικών αδυναμιών.

Εξαρχής, από το 1843, το αίτημα προς τον Όθωνα για την παροχή Συντάγματος και η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου έθεσαν τις βάσεις για το κεντρικό ζήτημα που επρόκειτο να απασχολήσει για περισσότερο από έναν αιώνα, έως δηλαδή τα Ιουλιανά του 1965, την πολιτική ζωή της χώρας: το πολιτειακό. Γύρω από το πολιτειακό θα εξελιχθεί μια μακροχρόνια και σκληρή σύγκρουση με πολλά στάδια. H αρχή αυτής της σύγκρουσης διεξήχθη ανάμεσα στο πανίσχυρο Στέμμα και εκείνη τη μερίδα του πολιτικού κόσμου που επεδίωκε μεγαλύτερη ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού και της λαϊκής βούλησης.

Ads

Η πρώτη σημαντική νίκη για το δεύτερο «στρατόπεδο» ήλθε το 1875, δια χειρός Χαριλάου Τρικούπη, με την εφαρμογή της Αρχής της Δεδηλωμένης.

Αν, όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Τρικούπης κατάφερε να υποτάξει το Στέμμα στη λαϊκή κυριαρχία, να εδραιώσει τον πρώτο ισχυρό ελληνικό δικομματισμό και να αναδείξει την πρωθυπουργική ισχύ στο επίκεντρο του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ο διπολισμός που προώθησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1910, δηλαδή η παράλληλη ισχύς του πρωθυπουργού και του Βασιλιά, μια απόρροια της συναίνεσης που επεδίωκε ο Κρητικός πολιτικός για να επιτύχει τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εθνικούς στόχους που είχε θέσει, οδήγησε αργά αλλά σταθερά στον καταστροφικό εθνικό διχασμό του 1914-1915. Και από εκεί στο κρισιμότερο ίσως έτος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το μοιραίο 1922.

image

Ads

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Δίκη των Έξι σφράγισαν για τις επόμενες δεκαετίες την ελληνική πολιτική ζωή, εισάγοντας στο ελληνικό σύστημα έναν τρίτο πόλο εξουσίας, τον Στρατό, που έκτοτε επεδίωκε είτε να επηρεάζει τις εξελίξεις, είτε να καταλαμβάνει άμεσα την εξουσία, όπως με τη Δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου (1925). Η πρώτη μεγάλη κορύφωση των επιδιώξεων αυτού του νέου πόλου ήταν η επιβολή της Μεταξικής Δικτατορίας και η μεγάλη δεκαετής διακοπή του ελληνικού κοινοβουλευτισμού (1936 – 1946).

Ο Εμφύλιος δέκα χρόνια αργότερα, τόσο σκληρός, αιματηρός και μακρύς, επέφερε ένα νέο, βαθύτερο διχασμό. Αυτός ο εξαιρετικά βίαιος, νέος εθνικός διχασμός, που στοίχισε χιλιάδες ζωές, καθυστέρησε σημαντικά την ανάπτυξη της χώρας και καθόρισε, με τις ακραίες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, καταλυτικά τις πολιτικές εξελίξεις.

Για τις επόμενες τέσσερις περίπου δεκατετίες, μέχρι το 1974 και την αρχή της Μεταπολίτευσης, ο κοινοβουλευτισμός επρόκειτο να μοιραστεί την ίδια πολιτική κονίστρα μαζί με το Στέμμα, το Στρατό και τον ξένο παράγοντα. Ένα μοιραίο τετραπολικό σύστημα εξουσίας, όπως αποδείχθηκε πολλές φορές, με μια νέα κοινοβουλευτική διακοπή, την επταετή δικτατορία.

Η πτώση της Χούντας απομάκρυνε οριστικά από την πολιτική σκηνή πρώτα το Στρατό και έπειτα, με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974, και το Στέμμα. Ταυτόχρονα μειώθηκε σημαντικά η παρεμβατική ισχύς του ξένου παράγοντα. 

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, η σταθερότερη έως σήμερα περίοδος του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, κατάφερε να απαλλαγεί από τα στοιχεία της «εξαρτημένης», όπως την έχω χαρακτηρίσει, Δημοκρατίας (δηλαδή της περιόδου 1950-1967), δηλαδή τα Ανάκτορα, τις επεμβάσεις του Στρατού, το παρακράτος, αλλά και τις άμεσες επεμβάσεις των ξένων. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης τα κόμματα δεν απηλλάγησαν, αλλά απεναντίας καλλιέργησαν την πελατειακή εξάρτηση που τόσες δεκαετίες διέπει τη σχέση τους με τους ψηφοφόρους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πληθωρικό, αναποτελεσματικό και άδικο κράτος, το οποίο αποτελεί τη βασική αιτία της οικονομικής κρίσης που βιώνει η Ελλάδα σήμερα.
 
Οι αριθμοί

Μέσα σε 168 χρόνια, δηλαδή από τις πρώτες εκλογές του 1844 και την αρχή του κοινοβουλευτισμού έως σήμερα, η Ελλάδα έχει ζήσει 62 βουλευτικές εκλογές. Στατιστικά αυτό σημαίνει πως κατά μέσο όρο η Ελλάδα έχει διεξάγει εκλογές κάθε 2,7 χρόνια περίπου. Μέσα στην ίδια περίοδο, η χώρα απέκτησε 189 κυβερνήσεις, εκ των οποίων οι 159 ήταν κοινοβουλευτικές (δηλαδή σχηματίστηκαν μετά τις πρώτες συνταγματικές εκλογές του 1844 και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού), οι 28 αναδείχθηκαν σε μη κοινοβουλευτικές περιόδους (όπως οι δικτατορίες και η Κατοχή) ή μεταβατικές περιόδους (όπως αμέσως μετά την Απελευθέρωση), ενώ οι πρώτες δύο ήταν «μεταβατικές», πριν τη διενέργεια των εκλογών του 1844. Πρόεδροι αυτών των κυβερνήσεων, δηλαδή πρωθυπουργοί, διετέλεσαν συνολικά 91 διαφορετικά πρόσωπα.
 
Ο «εξαρτημένος» κοινοβουλευτισμός
Οι τρεις πόλοι της εξάρτησης
 
Ας περάσουμε, όμως, τώρα στην ανάλυση της εξάρτησης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και στους παράγοντες εκείνους που τον κατέστησαν ως τέτοιο. Πρόκειται για εκείνους τους εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες που, εκμεταλλευόμενοι τις πρώιμες αδυναμίες του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, απέκτησαν ισχυρά ερείσματα παρεμβατικότητας και συνετέλησαν τα μέγιστα στη διακοπτόμενη αυτή πορεία του. Οι τρεις πόλοι της εξάρτησης ήταν το Στέμμα, ο ξένος παράγοντας και ο Στρατός.

Το Στέμμα

image

Με ορισμένες εξαιρέσεις –η χαρακτηριστικότερη από αυτές ήταν η αρμονική και θετική συμβίωση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Γεωργίου Α΄ κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων- το Στέμμα έπαιξε σχεδόν πάντοτε υπονομευτικό ρόλο απέναντι στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό και την υγιή εξέλιξή του. Από την έλευση του πρώτου βασιλιά Όθωνα μέχρι τον τελευταίο, Κωνσταντίνο Β΄, το 1974, δηλαδή για μια περίοδο 142 ετών, το Στέμμα, ένας ξενόφερτος θεσμός, κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική ζωή. Από τον ελληνικό θρόνο πέρασαν επτά βασιλιάδες (Όθωνας, Γεώργιος Α’, Κωνσταντίνος Α’, Αλέξανδρος Α’, Γεώργιος Β’, Παύλος Α’ και Κωνσταντίνος Β’). Πέντε φορές αναγκάσθηκαν να παραιτηθούν ή να εγκαταλείψουν την Ελλάδα (1862, 1917, 1922, 1923, 1967). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, από το 1832 έως και το 1974, είχε συμμετοχή, άμεση ή έμμεση, ο Στρατός, και μόνο για δέκα χρόνια (1924-1935) εγκαθιδρύθηκε αβασίλευτη δημοκρατία.

Με το Σύνταγμα του 1864, το οποίο βασιζόταν στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία διατυπωνόταν στο άρθρο 21, ξεκίνησε η περίοδος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας για την Ελλάδα. Από το 1867 και μέχρι το 1875, όταν και ο Γεώργιος Α΄ αποδέχθηκε την «αρχή της δεδηλωμένης», η πολιτική ζωή της χώρας χαρακτηρίστηκε από συνεχείς συγκρούσεις γύρω από τα κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα. Η πρόθεση του Γεωργίου Α΄ για αποδυνάμωση των πολιτικών κομμάτων και του κοινοβουλίου και για έλεγχο των κυβερνήσεων, καθώς και η επιδίωξη του πρωθυπουργού Βούλγαρη για ανεξέλεγκτη εξουσία χωρίς σεβασμό στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς όξυναν την πολιτική κατάσταση, οδήγησαν σε ρήξη τα κόμματα και τελικά προκάλεσαν σημαντικές αντιδράσεις στους κόλπους της κοινωνίας.

Το κλίμα πολιτικού εκτροχιασμού θα αναταράξει ο Χαρίλαος Τρικούπης με το ιστορικό άρθρο «Τις Πταίει». Θα αποδώσει ευθύνες ευθέως στους βασιλείς, τον Όθωνα και τον Γεώργιο και θα προβάλει ως όρο και βασική προϋπόθεση του σχηματισμού κυβέρνησης τη «δεδηλωμένη της Βουλής».

image

Στις 29 Ιουνίου 1874, έξι μέρες μετά τις εκλογές εκείνου του έτους, δημοσιεύθηκε ανώνυμα στην εφημερίδα Καιροί το ιστορικό άρθρο του Τρικούπη με το τίτλο «Τις πταίει;». Στη σημαντική αυτή παρέμβασή του, ο Τρικούπης στηλίτευε τις εκλογικές και πολιτικές αθλιότητες και απέδιδε ευθύνες στον βασιλιά. Ο Τρικούπης πρότεινε ως λύση την ουσιαστική πολιτική και συνταγματική εφαρμογή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την ανάδειξη των κυβερνήσεων: «Ίνα επέλθη θεραπεία πρέπει να γίνη ειλικρινώς αποδεκτή η θεμελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία (εδώ ως υπουργεία εννοεί τις κυβερνήσεις) λαμβάνονται εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής. Ενόσω η βασιλεία προσφέρει την εξουσίαν, την διάλυσιν και τας επεμβάσεις ως βραβείον εις τας εν τη βουλή μειονοψηφίας, θα πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον οι μνηστήρες της αρχής».

Ο βασιλιάς Γεώργιος ενοχλήθηκε από τη παρέμβαση του Τρικούπη, καθώς και από το αναδυόμενο πολιτικό άστρο του Μεσολογγίτη πολιτικού, αλλά ήταν αρκετά ευέλικτος όταν επρόκειτο για τη διάσωση του θρόνου του. Έτσι, στην ομιλία του Θρόνου, την οποία εκφώνησε στην Παλαιά Βουλή κατά την έναρξη των εργασιών του κοινοβουλίου στις 11 Αυγούστου 1875 -μια ομιλία που είχε συντάξει ο ίδιος ο Τρικούπης- ο βασιλιάς αποδέχθηκε για πρώτη φορά την «Αρχή της Δεδηλωμένης».

Η αποδοχή της Αρχής της Δεδηλωμένης δεν σήμαινε, βέβαια, σε καμία περίπτωση πως είχαν λυθεί τα προβλήματα του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Το πρώτο και σημαντικότερο ρήγμα στην απόλυτη εφαρμογή της «δεδηλωμένης» αφορούσε το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Πρώτος άνοιξε το θέμα ο μεγάλος αντίπαλος του Τρικούπη, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Υποστήριξε ότι ο βασιλιάς θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα ανάθεσης της διάλυσης της Βουλής είτε στο σχετικώς πλειοψηφούν κόμμα είτε εις «άχρουν υπουργείον» (κυβέρνηση). Το επιχείρημά του ήταν ότι ο περιορισμός του δικαιώματος διάλυσης της Βουλής στην πλειοψηφία θα οδηγούσε σε «κοινοβουλευτικήν τυρρανίαν».

Η χρεοκοπία του 1893, η στρατιωτική ήττα από την Τουρκία το 1897 και η ακόλουθη επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, οδήγησαν στην κατάρρευση του δικομματικού συστήματος και της πολιτικής σταθερότητας που αποτελούσε, κυρίως, επίτευγμα του Τρικούπη. Μέσα σε αυτή τη νέα ρευστή και ασταθή κατάσταση, ο κοινοβουλευτισμός εξήλθε τραυματισμένος. Το 1900, ο διάδοχος Κωνσταντίνος Α΄ ανέλαβε τη διοίκηση του Στρατού και σύντομα γύρω του μαζεύτηκαν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιωάννης Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο, «εκείνοι οι οποίοι υποφέραντες, είτε αμέσως είτε εμμέσως, είτε πολύ είτε ολίγον, εκ του ακράτου Κοινοβουλευτισμού, τον απεστράφησαν και ζητούν να καταφύγουν εις την Μοναρχίαν. Και ούτοι είναι πολλοί…». Ο Μεταξάς θεωρούσε τον Κωνσταντίνο ως «το κέντρον όλων των στοιχείων των σταθερών, τίμιων αποφασιστικών, των εχόντων χαρακτήρα, τα οποία ήδη διεσπαρμένα τήδε κακείσε, πνίγονται εις το πέλαγος της ελληνικής κοινοβουλευτικής σαπρίας».

Η δολοφονία του Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονική το 1913 και η διαδοχή του από τον Κωνσταντίνο Α΄ αποτέλεσε την έναρξη της προσπάθειας ανάκτησης της κεντρικής πολιτικής ισχύος από το Στέμμα, γεγονός που οδήγησε στον εθνικό διχασμό και την εξουθένωση των πολιτικών κομμάτων.

Το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935, που επανέφερε το βασιλιά (ο Κωνσταντίνος είχε πεθάνει, και τον είχε διαδεχθεί ο Γεώργιος Β΄) ήταν απροκάλυπτα νόθο. Το 1936, ο Μεταξάς «αξιοποίησε» τις προθέσεις του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος συνειδητά υπονόμευσε τις προσπάθειες των κομμάτων για κοινοβουλευτική κυβέρνηση, διότι πίστευε ότι μόνο με ελεγχόμενη από τα Ανάκτορα δικτατορία θα εδραίωνε το θρόνο, ο οποίος βασίζονταν στο νόθο δημοψήφισμα. Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός είχε δεχθεί ένα ακόμα σοβαρότατο πλήγμα.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η ανάρρηση στο θρόνο του Παύλου Α’ (1η Απριλίου, 1947), συνέπεσε με τη διαδοχή των Βρετανών από τους Αμερικάνους στον έλεγχο της χώρας. Το βασιλικό ζεύγος επρόκειτο να εμπλακεί άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις.

image

Καθοριστικός επρόκειτο να είναι και ο ρόλος του Κωνσταντίνου Β’, ο οποίος θα διαδεχθεί τον πατέρα του στις 6 Μαρτίου 1964 μέχρι και τον Ιούνιο του 1973. Ο Κωνσταντίνος θα καταστεί βασικός υπεύθυνος της μεγάλης πολιτικής κρίσης του Ιουλίου του 1965, όταν εξανάγκασε τον πρωθυπουργό του 53% Γεώργιο Παπανδρέου σε παραίτηση, οδήγησε τη χώρα σε πολιτικό αδιέξοδο και άνοιξε το δρόμο για τη χούντα των Συνταγματαρχών. Ειρωνικά, αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε και το τέλος του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα. Με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου, 1974, θα σφραγιστεί το τέλος του Στέμματος στην Ελλάδα.

Ο ξένος παράγοντας

Παρών σε όλα σχεδόν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και ο ξένος παράγοντας. Πρώτα με τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και τους πρέσβεις τους κατά τη διάρκεια της καποδιστριακής και της οθωνικής περιόδου, μετά με την αγγλογαλλική οικονομικο-στρατιωτική επιρροή και τον παρασκηνιακό διπλωματικό ρόλο της Γερμανίας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ύστερα με την ενίσχυση της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής στρατιωτικής και πολιτικής επιρροής κατά τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ήττα της Γερμανίας έφερε την Ελλάδα στο δυτικό «στρατόπεδο» και υπό την επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας. Το Λονδίνο θεωρούσε πλέον την Ελλάδα ως ζωτικό κρίκο για την προάσπιση των γεωπολιτικών του συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς και ως την πρώτη γραμμή άμυνας νοτίως των Βαλκανίων που βρίσκονταν υπό την σοβιετική επιρροή. Η δραστική παρέμβαση των Βρετανών στα Δκεμεβριανά στην Αθήνα, απέδειξε πως η Μεγάλη Βρετανία δεν σκόπευε να δώσει περιθώρια στους Έλληνες κομμουνιστές διακδίκησης της εξουσίας. Από τον Φεβρουάριο του 1945, αμέσως μετά τη Βάρκιζα δηλαδή, η Βρετανία αντιμετώπιζε την Ελλάδα ως κατακτημένη χώρα της οποίας η κυριαρχία βρισκόταν σε αναστολή.

Τον Φεβρουάριο, 1947, το Λονδίνο, που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δημοσιοποίησε τις προθέσεις του να αποχωρήσει από την Ελλάδα. Στις 24 Φεβρουαρίου, η βρετανική πρεσβεία επιβεβαίωσε την άμεση απόσυρση της μισής της δύναμης, ενώ την ίδια μέρα ο Βρετανός πρέσβης στην Ουάσιγκτον Λόρδος Ισβερντσάπελ ενημέρωσε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Τζόρτζ Μάρσαλ πως την 1η Απριλίου η αγγλική ευθύνη για την Ελλάδα θα τερματιζόταν. Ωστόσο, η Αμερική είχε ήδη προσανατολιστεί στην άμεση εμπλοκή της στην Ελλάδα. Ο «αμερικανικός παράγοντας» αποτέλεσε το καταλύτη για τις πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα για ολόκληρη την περίοδο την οποία έχω χαρακτηρίσει ως «εξαρτημένη δημοκρατία», δηλαδή από τον Εμφύλιο έως και το 1974. Ως το πρώτο στρατιωτικό πεδίο σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα κατέστη ένα ‘ιδανικό’ έδαφος εφαρμογής της διαμορφούμενης ψυχροπολεμικής στρατηγικής της Ουάσιγκτον.

image
Ο Μάρσαλ παρουσιάζει στα ΗΕ το σχέδιό του για την Ευρώπη

Αν το Δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε το βασικό περίγραμμα της ψυχροπολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ και το Σχέδιο Μάρσαλ την ειδικότερη πτυχή –οικονομική κυρίως αλλά προφανώς και πολιτική- της αμερικανικής στρατηγικής, παράλληλα η Ουάσιγκτον επιχείρησε να προωθήσει την πολιτική της στην Ελλάδα με όρους όχι μόνο πολιτικής και οικονομίας, αλλά και με ιδεολογικούς, ιστορικούς, ακόμη και συμβολικούς.

Ο ίδιος ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρσαλ, είχε εξάλλου καθορίσει με σαφήνεια το στρατηγικό πλαίσιο της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα, καθώς και την αποφασιστικότητα της Ουάσιγκτον σε μια ομιλία του τον Μάρτιο του ίδιου έτους: «Μια ματιά στο χάρτη αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα καλύπτει την ανατολική Μεσόγειο. Αν η Ελλάδα βρεθεί υπό τον έλεγχο μιας μειονότητας της οποίας στόχος είναι να τη φέρουν στη σφαίρα επιρροής του απολυταρχισμού, η επίδραση στη γειτονική Τουρκία, που στέκει εμπόδιο στις φιλοδοξίες κάθε δύναμης που καλοβλέπει τα πλούσια κοιτάσματα της Εγγύς Ανατολής, θα είναι ιδιαίτερα σοβαρή […] Αν εμείς δείξουμε αδυναμία σε αυτή τη ζωτική περιοχή, τότε οι επιπτώσεις θα είναι ανυπολόγιστες», κατέληξε ο Μάρσαλ, με μια φράση που δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας για την αποφασιστικότητα της Ουάσιγκτον να παρέμβει άμεσα και πειστικά, αρχικά στο ελληνικό ζήτημα και στη συνέχεια στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας.

Ειδικότερα, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα εξελίχθηκε σε έναν ισχυρό πόλο άσκησης πολιτικής και παρέμβασης στην ελληνική πολιτική σκηνή. Άλλοτε διατηρώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στο Στρατό, το Στέμμα και τις αστικές πολιτικές παρατάξεις, και άλλοτε ανατρέποντάς τες (συνήθως με διάφορες μορφές πιέσεως, εκ των οποίων η αποτελεσματικότερη η έμμεση, αλλά και κάποιες μορφές άμεση, απειλή διακοπής της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας), η αμερικανική πρεσβεία επέβαλε κατά καιρούς εκλογικά συστήματα, αρχηγούς κομμάτων, ακόμη και κυβερνήσεις.
 
Ο Στρατός

Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, η ελληνική πολιτική ζωή σφραγίστηκε από μια σειρά στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Δεν ήταν, ωστόσο, όλα της ίδιας σημασίας ή χαρακτήρα. Το πρώτο, το Κίνημα στο Γουδί το 1909, ήταν ίσως το σημαντικότερο καθώς η πρόσκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος, καθόρισε πολλαπλώς τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Το κίνημα του 1909 έχει αποτιμηθεί, ως επί το πλείστον, με θετικό τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Εθνικός Διχασμός, κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας (1916).

image

Αμέσως μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την καταστροφή της Σμύρνης, συμβαίνουν δύο γεγονότα που αποτελούν το κλειδί για μια πρώτη ερμηνεία των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων. Το πρώτο ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης από το Στρατιωτικό Κίνημα των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά, που ουσιαστικά αποτέλεσε την πρώτη φορά στη νεότερη ελληνική ιστορία που ο Στρατός ανέλαβε την εξουσία. Στις δύο προηγούμενες στρατιωτικές επεμβάσεις, το 1909 και το 1916, η εξουσία είχε περάσει στα χέρια των πολιτικών. Το 1922 αυτό το μοτίβο άλλαξε, με σημαντικές παρενέργειες για τη μετέπειτα πολιτική ζωή της χώρας. Το δεύτερο γεγονός ήταν η Δίκη των Έξι, που πέρα από όλες τις άλλες τρομερές διαστάσεις της, αποτέλεσε και μια προσπάθεια από την πλευρά των στρατιωτικών της μεταβίβασης των ευθυνών της Μικρασιατικής Καταστροφής στους πολιτικούς.

Από εκείνο το σημείο και μετά, οι στρατιωτικές επεμβάσεις εισέρχονται για τα καλά στην πολιτική ζωή της χώρας. Τον Οκτώβριο του 1923 πραγματοποιήθηκε το αποτυχημένο κίνημα των Λεοναρδόπουλου, Γαργαλίδη και Ζήρα. Ακολουθούσαν μια σειρά από αποτυχημένα πραξικοπήματα, ανταρσίες και συνομωσίες από βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς αξιωματικούς και τον Ιούνιο του 1925 εκδηλώθηκε το κίνημα του Πάγκαλου που οδήγησε στην δικτατορία του. Το ίδιο έτος έγιναν απόπειρες ανατροπής του Πάγκαλου από τον Πλαστήρα και άλλους αξιωματικούς. Τον Άυγουστο του 1926 ο Κονδύλης, με την υποστήριξη των Ζέρβα και Δερτιλή, ανέτρεψαν τον Πάγκαλο. Τον Ιούνιο του 1932 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου αποκάλυψε την ύπαρξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου που υπό τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο απειλούσε με πραξικόπημα σε περίπτωση μη αναγνώρισης από το Λαϊκό Κόμμα της Δημοκρατίας, ενώ τον Μάρτιο του 1933 ακολούθησε το αποτυχημένο κίνημα του Πλαστήρα. Δύο χρόνια αργότερα, την 1η Μαρτίου του 1935 πραγματοποιήθηκε ένα ακόμη αποτυχημένο κίνημα κατά του Λαϊκού Κόμματος.

Η περίοδος αυτή της έντονης και άμεσης παρεμβατικότητας του Στρατού στην πολιτική κορυφώθηκε με την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936.

Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1949, ο Στρατός εξήλθε από τον Εμφύλιο πολλαπλώς ενισχυμένος μετά τη στρατιωτική ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών. Ιδιαίτερα, σε συνδυασμό με την καθοριστική συμβολή των Αμερικάνων στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των κομμουνιστών.

Η άμεση μετεμφυλιακή εμπλοκή του Στρατού στα ελληνικά πολιτικά πράγματα κορυφώθηκε με την άνοδο στην εξουσία και την πολιτική κυριαρχία του Στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου το 1952.

Η έμμεση εμπλοκή και άκρως επικίνδυνη ήταν η παρασκηνιακή και συνωμοτική δράση στρατιωτικών ομάδων, όπως ο ΙΔΕΑ και ο ΕΕΝΑ, που ήλεγχαν τις Ένοπλες Δυνάμεις, συνδέονταν με τα Ανάκτορα, διατηρούσαν διαύλους επικοινωνίας με τα αμερικανικά κέντρα αποφάσεων στην Ελλάδα και που ως απώτερο στόχο είχαν τον περιορισμό της απρόσκοπτης κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Τα Ιουλιανά

Οι τρεις αυτοί πόλοι εξωκοινοβουλευτικής ισχύος, το Στέμμα, ο Στρατός και ο αμερικανικός παράγοντας, δημιούργησαν ένα πλέγμα εξουσίας που διατήρησε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό υπό την, άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη επιρροή τους, καθιστώντας τον άμεσα και έμμεσα εξαρτημένο από τα κέντρα λήψης αποφάσεων: την αμερικανική πρεσβεία, το Γενικό Επιτελείο Στρατού και το Παλάτι.

image

Τον Ιούλιο του 1965, οι δυναμικές των τριών αυτών εξωκοινοβουλευτικών συνιστώσεων έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, προκαλώντας τη σημαντικότερη μεταπολεμική πολιτική κρίση και τη σύγκρουση κορυφής ανάμεσα στον εκλεγμένο πρωθυπουργό (με 53%) και τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β. Το αποτέλεσμα ήταν η παρασκηνιακή ανατροπή της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, η όξυνση του πολιτικού κλίματος, η ένταση των εξωκοινοβουλευτικών απειλών από το παρακράτος και τις στρατιωτικές συνωμοτικές οργανώσεις. Η διετής σχεδόν πολιτική κρίση δεν έληξε με τις προκηρυσσόμενες εκλογές για τον Μάιο του 1967, αλλά με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Απριλίου του 1967. Έτσι, ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός έμπαινε για ακόμη μια φορά «στον πάγο» και θα έπρεπε να περάσουν επτά χρόνια, μέχρι την πτώση της χούντας και την αρχή της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, την περίοδο που έχουμε ονομάσει ως Μεταπολίτευση.

Το tvxs.gr παρουσιάζει σε συνέχειες την ανάλυση του δημοσιογράφου Γιώργου Ρωμαίου στο σεμινάριο του Κέντρου Διακυβέρνησης και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΚΕΔΙΒΑ)  στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Σύγχρονα προβλήματα του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα»

*Διαβάστε αύριο: Ιστορία των κομμάτων: από τον Καποδίστρια στον Καραμανλή.