ΤΙΤΛΟΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αγγελη Ανδρικοπούλου, Αργύρης Τσεπελίκας
ΥΠΟΘΕΣΗ: Κάθε μέρα η Αλεξάνδρα, ο Βλαντ, η Χρύσα και η υπόλοιπη παρέα μαζεύονται μπροστά στο σπίτι του Χρήστου για να παίξουν ποδόσφαιρο μέχρι να πέσει ο ήλιος. Μόλις όμως ξεκινούν το παιχνίδι, οι γείτονες αρχίζουν να διαμαρτύρονται, να φωνάζουν και να προσπαθούν να σταματήσουν με απειλές ή ακόμα και με τη βία. Τα παιδιά είναι σε αδιέξοδο και αναζητούν μια λύση για να μπορούν να παίζουν. Η Αλεξάνδρα αποφασίζει να μιλήσει στο δήμαρχο της πόλης τους και αναζητά συμπαραστάτες ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά της παρέας. Η «επιτροπή» των παιδιών αποφασίζει να επισκεφθεί το Δημαρχείο για να παρουσιάσουν το πρόβλημά τους, ζητώντας να δημιουργηθεί ένας χώρος παιχνιδιού σε ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο της γειτονιάς τους.

ΤΙΤΛΟΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ : ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ…ΜΑΪΚΛ ΜΟΥΡ

Ads

Από τις αρχές του ’60 ακόμη ο Φρανσουά Τριφό είχε διεκδικήσει κινηματογραφικά την άποψη ότι τα παιδιά είναι μια πρόσκαιρα καταπιεσμένη μειονότητα. Καθώς ενηλικιώνονται, εκτός των άλλων, αρχίζουν να αποκτούν τα ιδιοσυστασιακά χαρακτηριστικά που θα τους χωρίσουν σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Ως τη στιγμή εκείνη, τα παιδιά όλα μαζί θα συνασπίζονται (με τις διαιρέσεις σε εμβρυϊκή κατάσταση, μόλις να σχηματίζονται), διεκδικώντας ένα καλύτερο κόσμο. Και ο κόσμος αυτός έφτασε να είναι μερικά τετραγωνικά μέτρα για να παίξουν μπάλα με την ησυχία τους.

Προς το παρόν, το μόνο που αιωρείται στην ατμόσφαιρα είναι η ανησυχία των γειτόνων, που οδηγεί τα πράγματα σε μια σύγκρουση, κωμική και υπαρκτή ταυτόχρονα. Πάνω σ’ αυτήν την κόντρα, κάπου σε μια ανήλιαγη γειτονιά της Πάτρας, η Αγγελη Ανδρικοπούλου και ο Αργύρης Τσεπελίκας βρίσκουν το χώρο για να κτίσουν το ντοκιμαντέρ τους. Ο σκοπός τους θεάρεστος: να βοηθήσουν κι αυτοί στην προσπάθεια των μικρών παιδιών της γειτονιάς να συναντήσουν τις δημοτικές αρχές των Πατρών, με σκοπό να βρει λύση το πρόβλημά τους. Έτσι, οι δύο σκηνοθέτες μετατρέπονται σε τοπικούς Μάικλ Μουρ. Όπως ο ευτραφής, διοπτροφόρος ντοκιμαντερίστας τρέχει έξω από τις τράπεζες, τις πολυεθνικές και τα υπουργεία, προκειμένου να αναδείξει την αδιαφορία των Αρχών, με τον ίδιο τρόπο οι Έλληνες δημιουργοί παρακολουθούν τους μικρούς μας φίλους στους διαδρόμους της γραφειοκρατίας, σε μια τακτική που γίνεται φανερό ότι έχει σκηνοθετηθεί από τους ίδιους τους κινηματογραφιστές. Εδώ ξυπνούν και τα πρώτα ερωτηματικά για το τι μπορεί να είναι ντοκιμαντέρ. Πόσο δηλαδή δικαιούται να επέμβει στις εικόνες του πραγματικού αυτός που τις υπογράφει ως σκηνοθεσία;

Διότι, εάν ο Μάικλ Μουρ οργανώνει όλο αυτό το παιχνίδι με πρωταγωνιστή τον εαυτό του, έχει το δικαίωμα να ποντάρει στη συνάντηση με το αναπάντεχο, το οποίο γίνεται αμέσως και πραγματικό. Στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, υπάλληλοι, δημοτικές αρχές και κάθε άλλος υπεύθυνος που συναντάει τους μικρούς επαναστάτες, συμπεριφέρεται με το γλυκύτερο και ανεκτικότερο τρόπο, λες και υπηρετούν πολίτες βορειοευρωπαϊκής χώρας. Μπορεί βέβαια να ανήκει στις προθέσεις του ντοκιμαντέρ να δείξει ακριβώς την υποκρισία όλων αυτών μπροστά στο φακό της κάμερας, αλλά παραμένει ενεργή η απουσία του ξαφνιάσματος για το θεατή. Η απουσία αυτή προσυπογράφεται και από τη σταμπιλαρισμένη κάμερα, την παράδοξη για ντοκιμαντέρ σταθερότητά της, την επιμονή σε μέσα και κοντινά πλάνα, όλα αυτά αφύσικα για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος.

Ads

Άχαρη και στεγνή πολλές φορές η δουλειά του κριτικού, «οφείλει» να βρίσκει ψεγάδια και ατέλειες, ακόμη και σε περιπτώσεις παραγωγικού και ακτιβιστικού κινηματογράφου, όπως το φιλμ των Ανδρικοπούλου – Τσεπελίκα. Πέρα από αυτά όμως, οφείλει επίσης να αφήνει πίσω στην αίθουσα τις μικροψυχίες του και να αναγνωρίζει την πολλαπλή χρησιμότητα ανάλογων προσπαθειών και την αναγκαιότητα της συνάντησής τους με το κοινό.