Σαν σήμερα στις 29 Μαρτίου του 2005 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Παρότι έντονα επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό, απέκτησε μια καθαρά προσωπική φωνή, σε ένα κράμα οδύνης, παραλόγου και συμβολισμού.

Ads

Ο Σαχτούρης εντάσσεται στην οµάδα των ποιητών που κινούνται στο ρεύµα του πρώτου υπερρεαλισµού που γεννήθηκε στη Γαλλία και καρποφόρησε πριν από τον πόλεµο, µε εισηγητές στην Ελλάδα τον Ανδρέα Εµπειρίκο και το Νίκο Εγγονόπουλο.

«Το έχω τονίσει επανειλημμένα, ο υπερρεαλισμός έδρασε πάνω μου σαν καταλύτης. Με λευτέρωσε στην ποίηση και στη ζωή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι η ποίησή μου είναι υπερρεαλιστική. Η ποίησή μου είναι ιδιότυπα δραματική και λυρική» , δήλωνε ο ίδιος. (περιοδικό Τέταρτο, Μάρτιος 1987).

Αν και στην αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της γενιάς του ’30, οι κριτικοί δεν άργησαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του σημαντικού αυτού ποιητή. Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Aπό τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, έχει χαρακτηριστεί ως ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού. Παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.

Ο διαρκής στοχασμός του πάνω στην έννοια της οδύνης, ως βαθύτερη ουσία και μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, οδήγησε σε μια λιτή και ξεκάθαρη χαρτογράφηση του εσωτερικού πόνου του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτή η «εμμονή» στην οδύνη δεν μπορεί να ιδωθεί εκτός του ιστορικού πλαισίου στο οποίο έζησε, επηρεάστηκε και έγραψε ο ποιητής. Η αιµατηρή περίοδος του παγκοσµίου πολέµου και του εµφυλίου που ακολουθεί, καθώς και η εκτρωµατική κοινωνική και πολιτική ζωή, εκφράζονται στην ποίησή του µέσα από εικόνες που συνθέτουν ένα παράλογο σκηνικό, αγνοώντας κάθε συµβατική τάξη του κόσµου.

Στη ποίησή του αποτυπώνεται ένας κόσµος παράφρονας, παράλογος και εφιαλτικός, όπου οι ηθικές και πνευµατικές αξίες έχουν τορπιλιστεί και κυριαρχεί το χάος. Ωστόσο, όπως ο ίδιος είχε πει:

Ads

«Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών».


O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει: «Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.

Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ’ όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».