Το Υπουργείο Εκτάκτων Αναγκών ανακοίνωσε σήμερα ότι οι ομάδες πυρόσβεσης έχουν καταφέρει να περιορίσουν τις πυρκαγιές γύρω από τη Μόσχα και σε άλλες περιοχές της δυτικής Ρωσίας, όπως μεταδίδει το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press. Μάλιστα ο Ρώσος πρόεδρος ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ ανακοίνωσε την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε τρεις από τις επτά περιφέρειες που πλήττονται από τις δασικές πυρκαγιές, και ειδικότερα στις περιφέρειες Βορονέζ και Βλαντίμιρ και στη δημοκρατία Μάρι Ελ. Πάντως μια νέα εστία φωτιάς που εκδηλώθηκε γύρω από το ρωσικό πυρηνικό κέντρο του Σαρόβ (500 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας), έκανε τη διεύθυνσή του να ζητήσει να μην αποσυρθούν οι πυροσβέστες και οι στρατιώτες από την περιοχή.

Ads

Η νέα φωτιά προκλήθηκε από κεραυνό, που έπεσε πάνω σε ένα έλατο και ο διευθυντής του ρωσικού πυρηνικού κέντρου, Βαλεντίν Κοτσιούκοφ, ζήτησε αμέσως από τις αρχές να ανασταλεί η απόφασή τους για αποχώρηση των πυροσβεστών και των στρατιωτών από την περιοχή, που ολοκλήρωσαν την επιχείρησή τους εκεί και επρόκειτο να σταλούν σε άλλο σημείο με φωτιές. «Δυστυχώς, ο καιρός μας επιφύλαξε μια δυσάρεστη έκπληξη και έτσι πρέπει να ανασυνταχθούν όλοι οι πυροσβέστες, που θα πρέπει να ενισχυθούν μάλιστα με ‘βαριές’ στρατιωτικές δυνάμεις, για να αντιμετωπιστεί η νέα εστία φωτιάς» ανέφερε η ίδια πηγή.

Εκτός αυτής της εστίας, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου, η περιοχή στην οποία μαίνονται οι φωτιές έχει περιοριστεί περισσότερο από το ένα τέταρτο τις τελευταίες 24 ώρες. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες περιοχές της χώρας.

Επίσης, όλες οι φωτιές που έπληξαν τις περιοχές που είχαν μολυνθεί από το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ το 1986 σβήστηκαν έγκαιρα και τα επίπεδα της ραδιενεργού ακτινοβολίας βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα. Σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, εξακολουθούν να καίγονται τα έλη τύρφης σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από τον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ. Η κατάσταση, ωστόσο, “δεν είναι ανησυχητική”, ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εκτάκτων Καταστάσεων της Ουκρανίας. Η ζώνη ασφαλείας γύρω από τον σταθμό του Τσερνόμπιλ όπου σημειώθηκε η πυρηνική καταστροφή το 1986 είναι ακτίνας 30 χιλιομέτρων. Η ρωσική υπηρεσία επιτήρησης των δασών αποκάλυψε χθες Τετάρτη ότι οι πυρκαγιές έχουν κάψει 3.000 στρέμματα στην περιοχή Μπριάνσκ στη δυτική Ρωσία, στα σύνορα με την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, η οποία είχε μολυνθεί από την πυρηνική καταστροφή το 1986.

Ads

Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Ισάγιεφ του Κέντρου Οικολογίας και Παραγωγικότητας Δασών, ο κίνδυνος να διασπαρούν με τον καπνό ραδιενεργά σωματίδια από το έδαφος των μολυσμένων δασών είναι υπαρκτός. Την ίδια εκτίμηση έκαναν η Greenpeace και άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, διευκρινίζοντας όμως ότι οι δόσεις ραδιενέργειας θα ήταν πιθανότατα μικρές. Αντίθετα οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν υπερβολικούς αυτούς τους φόβους και τονίζουν ότι οι πραγματικοί κίνδυνοι για την υγεία είναι πολύ μικροί.

«Από τη συνολική ραδιενέργεια στην περιοχή, λιγότερο από το 1% θα καταστεί και πάλι ενεργή», δήλωσε ο Τζιμ Σμιθ, ειδικός στο θέμα του Τσερνόμπιλ και εμπειρογνώμονας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ στις Επιστήμες της Γης και του Περιβάλλοντος.

«Τα εργαστήρια συνεχίζουν να παρακολουθούν την κατάσταση στις περιοχές που είχαν μολυνθεί κατά την κασταστροφή του Τσερνόμπιλ. Θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν υπάρχει αύξηση της ραδιενέργειας (πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα)», δήλωσε ο Βλαντίμιρ Στεπάνοφ, επικεφαλής του κέντρου διαχείρισης κρίσεων στο υπουργείο Εκτάκτων Καταστάσεων.

Καταστράφηκε το ένα τέταρτο των σιτηρών

Το ένα τέταρτο της σοδειάς των σιτηρών στη Ρωσία έχει καταστρέψει η ξηρασία και όπως δήλωσε ο πρόεδρος της χώρας Ντμίτρι Μεντβέντεφ, «πολλοί αγρότες βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας». Σημειώνεται ότι η επίσημη εκτίμηση για την έκταση που έχει σπαρθεί φέτος με δημητριακά στη Ρωσία είναι 436 εκατομμύρια στρέμματα.

Υπενθυμίζεται ότι η πυρκαγιές σε συνδυασμό με την ξηρασία, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της σοδειάς, οδήγησαν τη Ρωσία να απαγορεύσει τις εξαγωγές δημητριακών από τις 15 Αυγούστου ως τις 31 Δεκεμβρίου, ωστόσο ο Μεντβέντεφ δήλωσε σήμερα ότι η απαγόρευση μπορεί να χαλαρώσει, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες.

Η απόφαση της Ρωσίας οδήγησε σε ένα κύμα κερδοσκοπίας στην αγορά των τροφίμων και των σιτηρών, ενώ ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, ως εξαγωγέας δημητριακών.

Υποχώρησε το τοξικό νέφος

Οι μετεωρολόγοι προειδοποιούν ότι το τοξικό νέφος, που εγκατέλειψε τη Μόσχα, υποχώρησε μόνο προσωρινά και εντός των ημερών η ρωσική πρωτεύουσα θα «τραβήξει» και πάλι καπνό από τις πυρκαγιές στα περίχωρα.

Όπως δήλωσε στο κρατικό πρακτορείο ΙΤΑΡ-ΤΑΣΣ ο διευθυντής του Υδρομετεωρολογικού Κέντρου Ρομάν Βίλφαντ, όσο καίνε στα περίχωρα της Μόσχας οι πυρκαγιές, ο κίνδυνος μόλυνσης του αέρα της πρωτεύουσας παραμένει υψηλός και η ποιότητα του εισπνεόμενου αέρα εξαρτάται μόνο από τον άνεμο.

Χτες ήταν η πρώτη ημέρα που ξημέρωσε για τους Μοσχοβίτες με καθαρό ουρανό και -κατά τον κ. Βίλφαντ- «το νέφος θα μπορούσε να επιστρέψει τις δύο επόμενες ημέρες, έστω και σε λιγότερο πυκνή μορφή», πολύ περισσότερο, που ο καύσωνας δεν βιάζεται να εγκαταλείψει τη ρωσική πρωτεύουσα και διατηρείται σταθερά σε θερμοκρασίες άνω των 30° C.

Διχασμένοι οι επιστήμονες για τον καύσωνα

Στο μεταξύ, διχασμένοι εμφανίζονται οι Ρώσοι επιστήμονες σχετικά με την προέλευση και τη φύση του πρωτοφανούς καύσωνα στη χώρα. Ο καύσωνας που με τα σημερινά μετεωρολογικά δεδομένα δεν θεωρείται φυσιολογικός, μπορεί να γίνει κανόνας προς το 2070, αν η ανθρωπότητα δεν καταβάλλει προσπάθειες να μειώσει τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με τον επικεφαλής του κλιματικού προγράμματος του Παγκόσμιου Ταμείου για την Άγρια Φύση (WWF) στη Ρωσία Αλεξέι Κακόριν.

«Η πιο μακρά περίοδος ακραίου καύσωνα είχε καταγραφεί στη Ρωσία το 1936 και είχε διάρκεια τριών εβδομάδων και έκτοτε ποτέ κάτι παρόμοιο δεν είχε διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα, όταν τώρα διανύουμε δύο μήνες στην κεντρική ζώνη της Ρωσίας με θερμοκρασίες ρεκόρ», δήλωσε ο κ. Κακόριν στο ραδιοσταθμό του ΟΗΕ, εκτιμώντας ότι είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια πότε και υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε ο αριθμός παρόμοιων «κυμάτων καύσωνα» να αυξηθεί σε συχνότητα.

«Βέβαια, μεγαλύτερης έντασης καύσωνες θα μπορούσαν να αρχίσουν να συμβαίνουν και πολύ νωρίτερα από το 2070 αν δεν βγάλουμε εγκαίρως τα συμπεράσματά μας, καθώς ήδη είναι μετρήσιμο το φαινόμενο της αύξησης διαφόρων επικίνδυνων μετεωρολογικών φαινομένων, όπως για παράδειγμα τα κύματα ψύχους ή καύσωνα. Αν σήμερα συμβαίνει στη Ρωσία ένα τέτοιο επικίνδυνο φαινόμενο την ημέρα, τότε σε 15 χρόνια ενδεχομένως να συμβαίνουν ήδη δύο ημερησίως», κατέληξε ο κ. Κακόριν.

Διαφορετικές είναι οι εκτιμήσεις του ακαδημαϊκού και συμβούλου του Ινστιτούτου παρακολούθησης των κλιματικών και οικολογικών συστημάτων της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών Μιχαήλ Καμπάνοφ, που εδρεύει στο Τομσκ της Σιβηρίας. Ο κ. Καμπάνοφ θεωρεί ότι οι επιστήμονες έχουν ακόμη να μελετήσουν εάν οι κλιματικές αλλαγές που συζητάμε έχουν μόνο μία κατεύθυνση (παγκόσμια υπερθέρμανση) ή πρόκειται απλώς για προσωρινές διακυμάνσεις, καθώς «υπερθέρμανση αυτή καθεαυτή τα τελευταία 30-40 χρόνια φυσικά και υπάρχει, όμως παρόμοιες αυξήσεις θερμοκρασίας υπήρχαν και στο παρελθόν, όμως ακολουθούσε ψύχρανση του κλίματος, δηλαδή παρόμοιες διακυμάνσεις του κλίματος της Γης υπήρχαν πάντοτε».

Το ερώτημα τώρα, κατά τον κ. Καμπάνοφ, είναι να εντοπίσουμε σε ποιο βαθμό ο ανθρωπογενής παράγοντας απορρύθμισε και άλλαξε αυτές τις διακυμάνσεις, πράγμα, για το οποίο διαλέγονται και διαφωνούν οι επιστήμονες.

Σύμφωνα με το Ρώσο ακαδημαϊκό, η ξηρασία δεν είναι η αρχή μιας επικείμενης καταστροφής, αλλά μόνο ένα ακραίο φαινόμενο, που συμβαίνει πολύ σπάνια και η πιθανότητα εμφάνισής του τα αμέσως επόμενα διαδοχικά χρόνια είναι πάρα πολύ μικρή.

«Για σαφείς προγνώσεις σήμερα δεν έχουμε τις απαραίτητες γνώσεις», εκτιμά ο κ. Καμπάνοφ, προσθέτοντας ότι ακόμη και το λιώσιμο των πάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιος δείκτης, καθώς «συνεχίζεται ήδη 10.000 χρόνια και οι ρυθμοί δεν είναι καταστροφικοί με εξαίρεση κάποιων τόπων, όπου αρχίζουν οι τεχνογενείς επιδράσεις και συμβαίνουν όλα πιο γρήγορα».

«Συνολικά, δεν βλέπω χαρακτηριστικά επερχόμενης πλανητικής καταστροφής», είπε ο κ. Καμπάνοφ στο ρωσικό πρακτορείο ΡΙΑ-Νόβοστι, γιατί «εν γένει κλιματική περίοδος θεωρούνται τα 30 χρόνια, ποιες αλλαγές δηλαδή θα γίνουν μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα και απ’ αυτήν την άποψη ουσιαστικές αποκλίσεις δεν υπάρχουν κι αυτή η ξηρασία μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμη και “ψιλοπράγματα“ σε σύγκριση με την 30ετία».

«Όλοι μιλούν για την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, η οποία προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όμως η ανταλλαγή μεταξύ ωκεανού και ατμόσφαιρας παράγει περισσότερο από το 80% αυτού του διοξειδίου και μόνο ένα μικρό μερίδιο προκύπτει από την οικονομική δραστηριότητα, γι’ αυτό και το βασικό είναι πώς θα λειτουργήσει η κεντρική θερμαντική μηχανή “ωκεανός-ατμόσφαιρα“, απ’ αυτό και θα εξαρτηθεί η τύχη των κλιματικών αλλαγών», κατέληξε ο Ρώσος επιστήμονας.