Ads

Εκστρατεία σπίλωσης του ονόματος του Πάπα Βενέδικτου XVI καταγγέλλει το Βατικανό μετά την αποκάλυψη των New York Times για συγκάλυψη εκ μέρους του υπόθεση κακοποίησης 200 ανήλικων από ιερέα.

Την ίδια ώρα, οι επίσκοποι της Γαλλίας δήλωσαν ότι αισθάνονται «ντροπή και λύπη για τις αποτρόπαιες πράξεις» παιδεραστίας στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και προσέφεραν την υποστήριξή τους στον Πάπα.

Σε μήνυμα που έδωσαν στη δημοσιότητα μετά από σύνοδο, ανέφεραν: «Αισθανόμαστε όλοι ντροπή και λύπη μπροστά στις αποτρόπαιες πράξεις που διαπράχθηκαν από ορισμένους ιερείς και μοναχούς. Αυτοί που διέπραξαν αυτές τις πράξεις παραμορφώνουν την Εκκλησία μας, πληγώνουν τις χριστιανικές κοινότητες και επεκτείνουν την καχυποψία σε όλα τα μέλη του κλήρου. Διαπιστώνουμε επίσης ότι αυτά τα απαράδεκτα γεγονότα χρησιμοποιούνται σε μια εκστρατεία για να γίνει επίθεση στο πρόσωπό σας και στην αποστολή σας στην υπηρεσία του εκκλησιαστικού σώματος. Υποφέρουμε όλοι απ’ αυτές τις αναξιοπρεπείς μεθόδους και (…) ανανεώνουμε την υποστήριξή μας» προσθέτουν.

Ads

Σήμερα, σε συνέντευξη που δόθηκε κοντά στο Βατικανό, θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ιερέων, επέκριναν τον πάπα Βενέδικτο για τον χειρισμό της υπόθεσης.

Ο Πάπας απέκρυψε σεξουαλική κακοποίηση 200 παιδιών με προβλήματα ακοής

Την αποκάλυψη ότι κορυφαίοι αξιωματούχοι του Βατικανού με επικεφαλής τον σημερινό Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’, κάλυπταν και αρνούνταν επί χρόνια να παραπέμψουν στη Δικαιοσύνη έναν ιερέα, ο οποίος είχε κακοποιήσει σεξουαλικά τουλάχιστον 200 κωφά παιδιά, έφερε στο φως η δίκη που ξεκίνησαν πέντε από τα θύματα του. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ των New York Τimes, επί σειρά ετών κύκλοι της καθολικής εκκλησίας είχαν προειδοποιήσει για τη δράση του ιερέα, ωστόσο η ανώτερη ιεραρχία απέφευγε σκόπιμα να τον παύσει, θεωρώντας «ύψιστη προτεραιότητα τους» την προστασία της Εκκλησίας από το σκάνδαλο κι όχι την προστασία των παιδιών από την Εκκλησία.

Η εσωτερική αλληλογραφία των καθολικών αξιωματούχων, έρχεται στο φως της δημοσιότητας σε μια εποχή που έχει ξεσπάσει ένας κυκλώνας κατηγοριών που αναφέρουν ότι ο σημερινός Πάπας, αν και γνώριζε όχι μόνο για αυτή αλλά και για πολυάριθμες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης στις οποίες εμπλέκονται ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας -ενόσω ήταν Αρχιεπίσκοπος στη Γερμανία – οι περιπτώσεις αυτές δεν γνωστοποιήθηκαν ουδέποτε στις πολιτειακές αρχές, προκειμένου να επιβληθούν πειθαρχικές ποινές. Στο μεταξύ, θύελλα αντιδράσεων έχει ξεσπάσει από τις αποκαλύψεις που θέλουν τον αδελφό του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, ιερέα επίσης, να εμπλέκεται σε κάποιες από αυτές. Η γερμανική Καθολική Εκκλησία διεξάγει μάλιστα έρευνα σχετικά με περισσότερες από 250 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από ιερείς, που έχουν διαπραχθεί από τη δεκαετία του ΄50.

Η τελευταία υπόθεση που έρχεται στο φως της δημοσιότητας, αφορά τις ΗΠΑ, και είναι μία από τις χιλιάδες υποθέσεις που έχουν φτάσει κατά καιρούς στο αρμόδιο γραφείο καταγγελιών του Βατικανού και έχουν επιμελώς αποκρυφτεί. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο πατέρας Lawrence Murphy, ο οποίος από το 1950 έως και το 1974 δίδασκε σε ένα αμερικανικό σχολείο για κωφά παιδιά και μέσα σε αυτό το διάστημα «κατάφερε» να κακοποιήσει περισσότερα από 200. Το 1996, έφτασαν στο αρμόδιο γραφείο του Βατικανού τουλάχιστον 2 καταγγελίες για τον Murphy. Ο επικεφαλής του γραφείου ωστόσο, Καρδινάλιος Ratzinger και μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, «έθαψε» τις αποκαλύψεις. Οχτώ μήνες μετά ο αμέσως κατώτερος του διέταξε την αρμόδια αρχιεπισκοπή να διεξάγει μια μυστική «εσωτερική δίκη» προκειμένου να διερευνηθούν οι καταγγελίες.

Η διαδικασία οδηγήθηκε σε πρόωρη διακοπή, όταν ο ιερέας – βιαστής των παιδιών έστειλε μια επιστολή στον Καρδινάλιο Ratzinger (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’), με την οποία διαμαρτύρονταν για την παραπομπή του σε δίκη, καθώς, όπως υποστήριξε, είχε ήδη μετανοήσει για τις πράξεις του και ήταν σε κακή κατάσταση η υγεία του, ενώ η υπόθεση του ήταν πέραν των δικαιοδοσιών της Εκκλησίας. «Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με αξιοπρέπεια και ζητώ την βοήθεια σας σε αυτό» έγραφε ο Murphy, σε μια επιστολή του στον Καρδινάλιο Ratzinger, που παρουσίασαν στο δικαστήριο οι δικηγόροι των 5 θυμάτων. Ανάμεσα στα ντοκουμέντα που παρουσιάστηκαν, ήταν επίσης και αλληλογραφία μεταξύ επισκόπων της Καθολικής Εκκλησίας και θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, οι ψυχιατρικές σημειώσεις ενός ειδικευμένου σε σεξουαλικές διαταραχές ψυχιάτρου, ο οποίος και είχε εξετάσει τον Πατέρα Murphy, καθώς και αποσπάσματα από τα πρακτικά μιας σύσκεψης στο Βατικανό για το θέμα.

Ο πατέρας Murphy όχι μόνο δεν παραπέμφθηκε ποτέ σε δίκη, παρά την πληθώρα στοιχείων εις βάρος του, όχι μόνο δεν καθαιρέθηκε, αλλά συνέχισε να δουλεύει σε παιδικά ιδρύματα, για 24 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του το 1998.

Εκπρόσωπος του Βατικανού, ερωτηθείς για την υπόθεση του πατέρα Murphy και για την επιμονή της Καθολικής Εκκλησίας να αποκρύπτει την υπόθεση, αρκέστηκε να δηλώσει ότι λόγω του ότι οι καταγγελίες έγιναν πολύ μετά από την τέλεση της αξιόποινης πράξης, η υπόθεση απλά δεν εξετάστηκε. «Δόθηκε, σαφώς, προτεραιότητα στην προστασία της Εκκλησίας», σχολιάζουν χαρακτηριστικά οι New York Times.

Ο Πάπας Βενέδικτος, ο οποίος υπήρξε μοχλός συγκάλυψης της συγκεκριμένης αλλά και άλλων παρόμοιων υποθέσεων επί χρόνια, σε πρόσφατη επιστολή του προς τους καθολικούς της Ιρλανδίας, υπογράμμισε την ανάγκη να συνεργαστεί η Εκκλησία με την αστική δικαιοσύνη σε περίπτωση ανάλογων καταγγελιών και ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά στην παιδική τους ηλικία από Ιρλανδούς ιερείς, δηλώνοντας ότι αισθάνεται «ντροπή και τύψεις».

Η εφημερίδα New York Times σε δημοσίευμά της αναφέρει ένα ακόμη περιστατικό παιδεραστίας και αποκαλύπτει τον ρόλο του καρδινάλιου Γιόζεφ Ράτσιγκερ, πριν εκλεγεί Πάπας,στην υπόθεση. Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα αναφέρεται ότι «ο καρδινάλιος Ράτσιγκερ, όταν ήταν αρχιεπίσκοπος του Μονάχου, το 1980, γνώριζε ότι ο κληρικός Πέτερ Χούλερμαν -ο οποίος είχε υποχρεωθεί σε ψυχιατρική αγωγή για να θεραπευθεί από την παιδεραστία- επέστρεψε στον ποιμαντικό του ρόλο σε ενορία, λίγες μέρες μετά την έναρξη της συγκεκριμένης αγωγής».

Το άρθρο της New York Times βασίζεται στη μαρτυρία δύο Γερμανών ιερωμένων, και αναφέρει «μια γραπτή έκθεση αποδεικνύει ότι, όχι μόνον ο μελλοντικός Πάπας οργάνωσε συνάντηση στις 15 Ιανουαρίου του 1980, κατά την οποία αποφασίσθηκε η μετάθεση του προβληματικού κληρικού, αλλά πληροφορήθηκε και την επιστροφή του πατέρα Χούλερμαν στα αρχικά του καθήκοντα». Επιπλέον τονίζεται ότι «δεν είναι σαφές πόσο σε βάθος ασχολήθηκε, ο καρδινάλιος Ράτσιγκερ, με τη συγκεκριμένη υπόθεση, αν και ο υψηλόβαθμος κληρικός Φρίντριχ Φαρ, ο οποίος παρακολούθησε στενά την περίπτωση, ήταν διαρκώς σε επαφή με τον μελλοντικό ποντίφικα».

Ο πατέρας Χούλερμαν φέρεται να παρενόχλησε σειρά ανηλίκων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, αλλά έως τώρα, η επίσημη θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είναι ότι η απόφαση με την οποία είχε επιτραπεί η επιστροφή του σε ενεργό ποιμαντικό ρόλο, είχε ληφθεί με αποκλειστική ευθύνη του στενότερου συνεργάτη τού Ράτσιγκερ, του «νούμερο δύο» στην επισκοπή του Μονάχου, Γκέρχαρντ Γκρούμπερ.

Σήμερα το πρωί, ακτιβιστές του αμερικανικού συνδέσμου Snap, που μάχεται κατά των κρουσμάτων παιδεραστίας μέσα στην Καθολική εκκλησία, πραγματοποίησαν καθιστική διαμαρτυρία στα σύνορα Ιταλίας – Βατικανού, κατακρίνοντας την στάση του Πάπα Βενέδικτου στην όλη υπόθεση.