Mετά την περσινή πετυχημένη εκκίνηση, αναβιώνει και πάλι φέτος στην πολιτιστική πρωτεύουσα του 2010, Κωνσταντινούπολυ, το ιστορικό έθιμο του Μπακλαχορανιού με τον ιδιόρρυθμο τοπικό του χαρακτήρα και τις επικές σκηνές μεγαλοπρεπούς και αχαλίνωτης φρενίτιδας της Αποκριάς.

Ads

Το χρωματιστό αυτό ρωμαίικο αποκριάτικο πανηγύρι, που γνώρισε τις δόξες του τον 19ο και αρχές 20ου αιώνα, γινόταν πριν την έναρξη της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε ψυχαγωγία από τα σημερινά καρναβάλια του Ρίο, της Βενετίας αλλά και της Ελλάδας. Μέρες χαράς και γλεντιού ήταν οι Απόκριες στην Πόλη που αποτυπώνονταν σε όλο τους το μέγεθος στο Μπακλαχοράνι των Ταταούλων.

Ήταν το μεγάλο ξεφάντωμα των λαϊκών τάξεων, όπου όλοι μασκαρεμένοι από κάθε γωνιά της πόλης συμμετείχαν σε μια παρέλαση που κατέληγε στο λόφο των Ταταούλων δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου με υπαίθριες δραστηριότητες αλλά και γλέντια που στήνονταν στα καπηλειά όπως Ararat, Πανόραμα, Ακροπόλ, της Δέσποινας, της Λεμονιάς ή του Μπόγου κ.α.

Το Μπακλαχοράνι θα λάβει χώρα στα Ταύταλα, σήμερα0 Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010 όπου θα ξεκινήσει με την αποκριάτικη παρέλαση από το ΕΡΘΟ στις 19:30 και ακολουθώντας τη διαδρομή μέσω της Bozkurt και Kurtulus Caddesi θα καταλήξει στο μεϊχανέ της Δέσποινας. Εκεί θα στήσουμε το μεγάλο μας γλέντι με μουσική από διάφορες κομπανίες και συγκροτήματα ελληνικής και τουρκικής μουσικής οι οποίοι θα παίξουν για μας, πολλούς μεζέδες και ποτό. (Είναι απαραίτητη η προσέλευση σας μασκαρεμένοι!!!)

Ads

To Μπακλαχοράνι
Του Αλέξανδρου Μασσαβέτα 



Τα έθιμα της πολίτικης ρωμιοσύνης είναι ιδιόμορφα και άγνωστα. Κανένα ίσως δεν είναι πιο περίεργο και πιο άγνωστο από το καρναβάλι των Ταταούλων: το Μπακλαχοράνι.

Με την Αποκριά να έχει ξεκινήσει, οι νέοι Ελλαδίτες που μένουμε στην Πόλη και οι νέοι της ρωμαίικης κοινότητας ετοιμάζουμε, για δεύτερη χρονιά, υπό την καθοδήγηση ενός νεαρού πολυπράγμονος πανεπιστημιακού, την αναβίωση του εθίμου.

Το Μπακλαχοράνι αποτελεί την Καθαρά Δευτέρα που οι Έλληνες της Πόλης γιόρταζαν στα Ταταύλα. Στον ρωμαίικο αυτό μαχαλά, απομονωμένο στον λόφο του ως τη δεκαετία του 1930, συνέρεαν απ’ όλη την Πόλη, για να ξεφαντώσουν γιορτάζοντας το τέλος της Αποκριάς. Η απότομη ανηφόρα των Ταταούλων, που έπρεπε να την ανεβούν οι αμαξάδες φέρνοντας τους επισκέπτες στην πλατεία του ’ι-Δημήτρη και το ξέφωτο, ενέπνευσε και το άσμα Καροτσέρη, τράβα, να πάμε στα Ταταύλα.

Για όποιον γνωρίζει την τουρκική, το όνομα «μπακλαχοράνι» είναι αποκαλυπτικό. «Μπακλά» σημαίνει «κουκιά» και «χοράν» είναι ο κυκλικός χορός. Όπως δηλώνει και το όνομα, οι Ταταυλιανοί συγκεντρώνονταν στο ξέφωτο του ’ι-Δημήτρη (που σήμερα καταλαμβάνεται από το τέρμα των λεωφορείων, τους πυλώνες του ηλεκτρικού και διάφορες κατασκευές), για να κάνουν πικ νικ με νηστίσιμα φαγητά και να χορέψουν. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο ελληνοτουρκικό γλωσσικό υβρίδιο. Η Ιορδανίδου κάνει στη «Λωξάντρα» κάποιες φευγαλέες αναφορές στο Μπακλαχοράνι: «Πάνω στην Τούμπα, αντίκρυ στον ’ι-Δημήτρη και στη Λέσχη, είναι τα δύο μεγάλα κέντρα, η Ακρόπολις και το Αραράτ. […] Δίπλα σ’ αυτά είναι και το νεκροταφείο του αι-Λεφτέρη. [Σωστό αρχαϊκό μνημόσυνο μπροστά στον αι-Λευτέρη είναι η Καθαρά Δευτέρα. Είναι το Μπακλαχοράνι, όπου μαζεύονται οι Έλληνες απ’ όλα τα μέρη της Πόλης. Η Ελενίτσα η τρελή σουλατσάρει στο Μπακλαχοράνι για να βρει γαμπρό. Κουνιούνται τα παιδιά στις κούνιες, γυρίζουνε τα ξύλινα τa αλογάκια στολισμένα με κορδέλες και σημαίες (και ανάμεσα, κλεφτά, δυο τρεις ελληνικές). Τα παλικάρια τα Ταταυλιανά χορεύουνε συρτούς πολίτικους, χορεύουνε ντερτιλίδικους χασάπικους. Και οι κοπέλες τραγουδούν: Έλα, βρε Χαραλάμπη, να σε παντρέψουμε».

Τρώνε, πίνουν, φλερτάρουν

Από τις αφηγήσεις των ελλήνων συγγραφέων μπορούμε να ανασυστήσουμε την ατμόσφαιρα και τα τεκταινόμενα στην περίφημη γιορτή βάσει της φήμης που η συνοικία είχε χτίσει, εκτοπίζοντας την εικόνα της ανέχειας και τραχύτητας. Η λέξη Ταταύλα κατέστη συνώνυμο του γλεντιού. Για τους θρησκόληπτους, η ψυχαγωγία θεωρούνταν καταστροφή. Ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης σχολιάζει: «Πρέπει κανείς να πάει σ’ αυτές τις γιορτές έστω και μία φορά, για να πάρει ένα μάθημα, αλλά να μην το επαναλάβει για κοινωνικούς και ηθικούς λόγους. Νέοι ή νεανίζοντες και ζωηροί μεσήλικες, φορώντας διάφορα κοστούμια και μάσκες, γιορτάζουν. Τρώνε, πίνουν, φλερτάρουν. Αλλά συχνά βλέπει κανείς ανθρώπους που προχωρούν παραπέρα. Επειδή όλοι είναι με μάσκες, τα γλέντια είναι μια σπάνια ευκαιρία για όσους θέλουν να κάνουν αταξίες χωρίς να αποκαλυφθούν.

H Ελένη Χαλκούση γράφει για το Μπακλαχοράνι: «Στην Πόλη, η Καθαρά Δευτέρα δεν ήταν ημέρα εξόδου. Ούτε γιορτής. Υπήρχε όμως ένα σημείο -ένα μελανό σημείο- όπου το ύπαιθρο έμπαινε στις θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις της Πόλης και που το αυτί μας έπαιρνε κλεφτά, στις χαμηλόφωνες κουβέντες των μεγάλων. Ήταν ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στα Ταταύλα. Μιλούσαν για τους γλεντζέδες της Πόλης, τους βιβέρ, ή και τα κουτσαβάκια, που ανηφόριζαν την Καθαρά Δευτέρα στα Ταταύλα, για να συνεχίσουν το γλέντι της τελευταίας Κυριακής στο περιβόητο Μπακλα-Χωράνι! Γινόταν ακόμη λόγος -κι αυτό κέντριζε τη φαντασία μας- για κάποιες γυναίκες -καλές αρχόντισσες τις ονόμαζαν, κατ’ ευφημισμόν- που ανέβαιναν τον ανήφορο των Ταταύλων έφιππες, ντυμένες προκλητικά, με κοντό βελούδινο παντελονάκι και μαστίγιο στο χέρι, για να γιορτάσουν αυτή τη μέρα της θρησκευτικής αργίας και της καθαριότητος των σπιτιών τους στις ξακουσμένες μπιραρίες. Ή, αν το επέτρεπε ο καιρός, στο ύπαιθρο! Αυτά ψιθυρίζονταν από στόμα σε στόμα. Οι γλεντζέδες της Πόλης -της ομογένειας, δηλαδή, της Πόλης, γιατί άλλος δεν έβαζε το πόδι του στα Ταταύλα- με τη λατέρνα μπροστά, ανέβαιναν πεζή τον ανήφορο από τον Γαλατά, για να συνεχίσουν το γλέντι της Κυριακής, να πιουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να γλεντήσουν ως εκεί που βαστούσε η ψυχή τους. Υπήρχε όμως και μια άλλη εκδήλωση, πατριωτικού πνεύματος, ακόμη και πάνω στο ξέσπασμα του αποκριάτικου ή του μεταποκριάτικου γλεντιού: ήταν αυτοί που είχαν ντυθεί φουστανελάδες, με κατάλευκες φουστανέλες, και χόρευαν ως αργά το βράδυ. […] Η περιοχή του γλεντιού άρχιζε από τον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου κι έφθανε ως τις τρεις μπιραρίες και το γήπεδο του Αγίου Ελευθερίου. Οι γηγενείς Ταταυλιανοί δεν έρχονταν ποτέ στην περιοχή αυτή του γλεντιού. Πολλές οικογένειες των Ταταύλων, που δεν ήθελαν να χάσουν το θέαμα των γλεντζέδων της Καθαράς Δευτέρας και το ακόμη σπανιότερο, των αμαζόνων της αμαρτίας, πήγαιναν από το πρωί σε συγγενικά σπίτια κι από κει, μέσα σe ένα περιβάλλον απόλυτα οικογενειακό, απολάμβαναν το θάμα της παρελάσεως».

Για την ξακουστή πομπή των Αμαζόνων, ο Ταταυλιανός Λέανδρος Μίχας αναφέρει: «Ανέβαιναν παρέες παρέες, με τη λατέρνα μπροστά, ντυμένες όμως κατά ένα ομοιόμορφο τρόπο, άλλες με τα πόδια και άλλες έφιππες σε νοικιασμένα άλογα. Μαύρη μεταξωτή κάλτσα με γόβα λουστρινένια. Ταγιεράκι βελούδινο, με κοντό παντελονάκι βελούδινο κι αυτό, σε διάφορους χρωματισμούς και χρυσοκεντημένα ανάλογα με το γούστο της κάθε μιανής ιέρειας της Αφροδίτης. Καπέλο σε ναυτικό τύπο και στο χέρι μαστίγιο. Έτσι ήταν όλες ντυμένες, και ανέβαιναν για να γλεντήσουν πότε μόνες και πότε με τους αγαπητικούς, χωρίς όμως παρατράγουδα και καβγάδες». Ο δε Μίχας προσθέτει, προλαμβάνοντας την τυχόν απορία του αναγνώστη: «Καμία θέση του Πατριαρχείου απέναντι στη γενική κινητοποίηση των ιεροδούλων που ανέβαιναν σε πραγματικό κομβόι στα Ταταύλα την Καθαρά Δευτέρα Καμία θέση αρνητική. Καμία ανάμειξη που θα μείωνε ασφαλώς το κύρος του Πατριαρχείου».

Η ανασύσταση του Μπακλαχορανίου

Η πρωτοβουλία για την ανασύσταση του Μπακλαχορανίου ανήκει στον νεαρό καθηγητή Λατινικών και Αρχαίων Ελληνικών Χάρη Θεοδωρέλη-Ρήγα. Ο απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης εγκαταστάθηκε στην Πόλη και διδάσκει Λατινικά στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Παράλληλα είναι συνιδρυτής του μουσικού σχήματος Ταταυλιανό Κέφι (Tatavla Keyfi). Το συγκρότημα παίζει ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια από την Πόλη, τη Σμύρνη και τον Πειραιά στα ελληνικά και τα τουρκικά.

Ο Χάρης Θεοδωρέλης-Ρήγας έθεσε ως στόχο την αναβίωση του Μπακλαχορανίου και ένωσε τις δυνάμεις του με τον τούρκο συγγραφέα Χουσεΐν Ιρμάκ. Πέρσι, περίπου 80 άτομα, Έλληνες, Τούρκοι και ξένοι πάροικοι, παρέλασαν μασκαρεμένα στην Ιστικλάλ, τη Μεγάλη Οδό του Πέραν, και κατέβηκαν στο Ταρλάμπασι ως την ταβέρνα «Ασίρ». Φέτος, στις 11 Φεβρουαρίου, το γλέντι θα μεταφερθεί στην ταυταυλιανή ταβέρνα της Δέσποινας. Μπορεί να μην έχουμε πλέον αμαζόνες να παρελάσουν, να μην υπάρχει ξέφωτο και να είμαστε λίγοι, αλλά σίγουρα θα διασκεδάσουμε και θα βρούμε ευκαιρία να περιγελάσουμε ό,τι και όποιον αντιπαθούμε.