Δεν είναι η μόνη περίπτωση υποβοηθούμενης αυτοκτονίας ή ευθανασίας που βγήκε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας. Στην Ιταλία, η υπόθεση της Ελουάνα Ενγκλάρο, μιας γυναίκας που βρίσκεται σε κώμα εδώ και 17 χρόνια, ύστερα από αυτοκινητιστικό δυστύχημα και θέλησε να υποβληθεί σε ευθανασία, κινητοποίησε όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας: Ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι επιδόθηκε σε αγώνα δρόμου στο ιταλικό κοινοβούλιο για να επιτύχει την έγκριση νομοθετικής ρύθμισης που εμποδίζει τη διακοπή της σίτισής της.

Ads

Δικαίωμα στο θάνατο

Το μανιφέστο υπέρ της ευθανασίας («Ο θάνατος μου μού ανήκει») που υπέγραψαν, το 1999, 100 Γάλλοι διανοούμενοι, οι οδηγίες για ευθανασία του αρμόδιου Ολλανδικού Κέντρου («κάνε μόνος σου ευθανασία, δεν σου χρειάζεται γιατρός»), οι οδηγίες για ευθανασία μέσω Ιντερνετ, καθώς και η αμφίθυμη στάση απέναντι στον Κεβορκιάν, που βοήθησε 130 ανθρώπους «να πεθάνουν με αξιοπρέπεια», αποδεικνύουν ότι τα όρια μεταξύ ηθικής, επιστήμης και ελευθερίας του ανθρώπου παραμένουν ασαφή και δυσδιάκριτα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό.

Πάντως, όταν κάποιος εξετάζει επίσημα το θέμα της ευθανασίας είναι απαραίτητο να ξεκαθαριστεί ότι δεν αναφέρεται στην κρατική ή τη γενετική ευθανασία και τις τραγικές εξοντώσεις ολόκληρων ομάδων, με βάση τον «διά χάριτος θάνατο» ή την «ανάξια να ζεις ζωή» («Lebensunwertes Leben» – όρος που είχε καθιερώσει ο Χίτλερ). Επίσης, δεν θίγονται ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής… ευθανασίας, όπως το ευθανασιακό διάβημα του «killing patients», λόγω ανεπάρκειας χώρων σε νοσοκομεία και άσυλα, ελλειμματικού προϋπολογισμού ή δημογραφικών χαρακτηριστικών των ασθενών.

Ads

Μάλιστα, εάν θελήσουμε να τυποποιήσουμε τον όρο, θα λέγαμε ότι, από νομικής άποψης, μία πρώτη περιγραφή του φαινομένου είναι η επιτάχυνση του θανάτου ενός ασθενούς, που είναι καταδικασμένος σε γρήγορο θάνατο, έτσι ώστε να μειώσουμε το διάστημα της αγωνίας και της ταλαιπωρίας μέχρι να επέλθει το μοιραίο. Ένας δεύτερος νομικός ορισμός της ευθανασίας είναι η επιτάχυνση ή και πρόκληση του θανάτου ασθενούς ή αναπήρου, ακόμη κι αν η νόσος του δεν καταλήγει σε θάνατο. Στην πρώτη περίπτωση, η ευθανασία γίνεται πάντοτε με τη βούληση του ασθενούς, η οποία έχει εκφραστεί ρητώς και επανειλημμένως, ενόσω ο ασθενής έχει σώας τας φρένας. Στη δεύτερη περίπτωση, γίνεται δεκτό από τη Νομική Επιστήμη ότι η ευθανασία μπορεί να γίνει με ή χωρίς τη θέληση του ασθενούς. Έτσι, καλύπτονται και περιπτώσεις ατόμων που έχουν μείνει «φυτά», οι οποίοι εξ ορισμού δεν μπορούν να εκφράσουν προσωπική βούληση για την κατάστασή τους.

Όταν προκύπτει ένα ζήτημα ευθανασίας, υπάρχουν τρεις τρόποι για την αντιμετώπισή του. Ο πρώτος είναι να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, βάσει της αντίληψης ότι ο γιατρός, η πολιτεία και οι συγγενείς έχουν υποχρέωση να παρατείνουν τη ζωή των ασθενών κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Ο δεύτερος τρόπος είναι η λεγόμενη «ενεργητική ευθανασία», δηλαδή, η βράχυνση της ζωής ενός ασθενούς που πάσχει από ανίατη και βασανιστική νόσο με θετικές πράξεις, όπως η χορήγηση ένεσης ή θανατηφόρας δόσης φαρμάκων. Η πρακτική αυτή ασκείται στην Ολλανδία και σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Τέλος, υπάρχει η επονομαζόμενη «παθητική ευθανασία», κατά την οποία δεν καταβάλλεται καμία ιδιαίτερη προσπάθεια για την παράταση της ζωής του ασθενούς και ο γιατρός προσπαθεί με όλα τα μέσα που διαθέτει να τον απαλλάξει απ’ τα συμπτώματα. Θεωρητικά, φιλοσοφικά, θεολογικά και νομικά, θα μπορούσαν να υποστηριχθούν ή να απορριφθούν και οι τρεις απόψεις.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οφείλουμε να διαχωρίζουμε τον όρο ευθανασία απ’ την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, κατά την οποία ένα πρόσωπο, εν γνώσει του και επί τούτου, παρέχει τα μέσα ή δρα με τέτοιον τρόπο, ώστε να βοηθήσει κάποιον να αυτοκτονήσει. Για παράδειγμα, ένας γιατρός γράφει μία συνταγή για κάποιο φάρμακο, με το οποίο ο ασθενής αποκτά τη δυνατότητα να αυτοκτονήσει, γνωρίζοντας την πρόθεσή του αυτή, αλλά και το γεγονός ότι μόνο με τη συνταγογράφησή του μπορεί ο ασθενής να προμηθευτεί το σχετικό φάρμακο.

Πρακτικές ευθανασίας

Για να καλυφθεί και στην Ελλάδα το νομοθετικό κενό σε ό,τι αφορά την ευθανασία, ίσως θα ήταν χρήσιμο να εξεταστούν τα παραδείγματα χωρών που εφαρμόζουν, ήδη, σχετικές διατάξεις. Στην Ευρώπη, η παθητική ευθανασία αναγνωρίζεται στη Δανία. Εκεί, ο γιατρός οφείλει να σέβεται τη θέληση του ασθενούς, εφόσον εκείνη έχει εκφραστεί με συγκεκριμένο τυπικό και συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως η τελική φάση θανάτου και η δήλωση βουλήσεως. Έτσι, η ευθανασία δεν γίνεται από οίκτο, αλλά αποτελεί νομική υποχρέωση του γιατρού, ο οποίος έχει υποχρέωση να χρησιμοποιήσει θεραπείες, οι οποίες θα απαλύνουν τον πόνο του αρρώστου, ακόμη και εάν του συντομεύσουν τη ζωή.

Στην Ολλανδία, η ευθανασία έχει γίνει πλήρως αποδεκτή, ήδη, από το 1993, όμως, η νομοθεσία είναι διατυπωμένη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τελικά να γίνονται δεκτές μόνο τα 2/3 των αιτήσεων που υποβάλλονται ετησίως. Οι προϋποθέσεις που έθεσε ο ολλανδικός Ποινικός Κώδικας είναι να υπάρχει ανίατη νόσος και αφόρητοι πόνοι, χωρίς τη δυνατότητα ελάφρυνσης. Η δήλωση της θέλησης του ασθενούς να πεθάνει πρέπει να είναι συνεχής και επίμονη, και να έχει εκφραστεί γραπτά, όσο εκείνος έχει σώας τας φρένας και αφού έχει ενημερωθεί πλήρως για την κατάστασή του από τον θεράποντα γιατρό.

Στη συνέχεια, ο γιατρός κρίνει εξ ιδίων, εάν θα προβεί ή όχι στην ευθανασία, ύστερα από συνεργασία με έναν τρίτο, ανεξάρτητο γιατρό, για να αποφευχθεί η συναισθηματική φόρτιση. Τέλος, ενημερώνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος κρίνει εάν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη στον γιατρό.

Παρόμοιες διατάξεις ισχύουν και σε ορισμένες από τις πολιτείες των ΗΠΑ, ενώ, στη Μ. Βρετανία, η «Εταιρεία Ευθανασίας» έχει ιδρυθεί, ήδη από το 1935, με σκοπό τη νομιμοποίηση της πρακτικής αυτής.

Τα ερωτήματα που εγείρει το «μετά ποιού θανάτου κατ’ αρετήν τελευτάν» είναι πολλά, και ταυτίζονται με τη στάση του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο – μία στάση που ταλαντεύεται ανάμεσα στην αποδοχή ή μη ενός αξιοπρεπούς τέλους και στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, υπό το βάρος ηθικών, θρησκευτικών, νομικών, ιατρικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων.

Για μία πιο ρεαλιστική, πάντως, αντιμετώπιση του ζητήματος, δεδομένου ότι η ευθανασία ασκείται, ήδη, από την Αρχαιότητα και σε αρκετά μεγάλο βαθμό, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται, ίσως, θα πρέπει να μας προβληματίζουν περισσότερο απ’ ό,τι οι κάθε είδους αφορισμοί.