Η κ. Μακ Ντούγκαλ, εμπειρογνώμων του ΟΗΕ, καλεί την Ελλάδα «επειγόντως να αποσυρθεί από τη διαμάχη για το αν υπάρχει μακεδονική ή τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην προστασία των δικαιωμάτων αυτοπροσδιορισμού, ελευθερίας έκφρασης και ελευθερίας τού συνεταιρίζεσθαι για τα μέλη αυτών των κοινοτήτων». H ίδια αξιώνει από τη χώρα να ακολουθήσει «τα σύγχρονα κριτήρια» στο θέμα των μειονοτήτων.

Ads

Οι διεθνείς μηχανισμοί για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «δεν θα πρέπει να μετατρέπονται άμεσα ή έμμεσα σε ευκαιρία ή άλλοθι για ορισμένους, που συνειδητά επιχειρούν να τους εκμεταλλευτούν για την προώθηση των δικών τους σκοπιμοτήτων στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων…», ανέφερε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα.

«Για μας η έκθεση ήταν αναμενόμενη, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Το (Μακεδονικό) ζήτημα έλαβε διεθνή υποστήριξη και είναι ένα είδος ικανοποίησης, γιατί από την άλλη πλευρά (σ.σ. την Ελλάδα) υπήρχε άρνηση παραδοχής (σ.σ. της μακεδονικής μειονότητας)», δήλωσε από την πλευρά του περιχαρής ο Πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ.

Έκθεση του ΟΗΕ στηλιτεύει τη στάση των ελληνικών αρχών απέναντι στις μειονότητες(16/02/09)

Ads

Σκληρή κριτική απέναντι στις ελληνικές αρχές, για παραβίαση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, πρόκειται να ασκήσει ο ΟΗΕ, σε έκθεση που θα δημοσιευθεί το Μάρτιο. Αυτό προέβλεπε με βεβαιότητα πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας Vreme, που επικαλούνταν «πηγές της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα». Το tvxs ζήτησε την άποψη του καθηγητή Δημήτρη Χριστόπουλου για τα δικαιώματα των μειονοτήτων στη βόρεια Ελλάδα.

Την έκθεση εκπονεί η ειδική ερευνήτρια του ΟΗΕ για τα θέματα των μειονοτήτων, Γκέι Μακντούγκαλ. Όπως ανέφερε η εφημερίδα, «από τις διαβουλεύσεις που είχαν εκπρόσωποι της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα με εκπροσώπους αρκετών αρμόδιων διεθνών Οργανισμών, έλαβαν διαβεβαιώσεις ότι η Έκθεση της ειδικού για τις μειονότητες του ΟΗΕ, κας Μακντούγκαλ, θα αποτελεί ρεαλιστική περιγραφή αυτού που διαπίστωσε η ίδια κατά την επίσκεψή της στην Ελλάδα». Η Vreme υποστηρίζει ότι στην έκθεση «θα αναφέρεται σαφώς η παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση στη μακεδονική και τουρκική κοινότητα».

Σε επίσκεψή της στη Βόρεια Ελλάδα τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, η κα Μακντούγκαλ συναντήθηκε με μέλη της σλαβόφωνης και της τουρκόφωνης μειονότητας, καθώς επίσης και με εκπροσώπους των Ρομά. Πάντως, με το ζήτημα της παραβίασης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Ελλάδα δεν ασχολείται μόνον εκείνη. Η Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης επίσης καταπιάνεται με το θέμα, σε σχετική έκθεση που ετοιμάζει.

Με αφορμή την έκθεση Μακντούγκαλ, ανοίγεται ένα επίμαχο ζήτημα που απασχολεί, για χρόνια, την ελληνική πολιτική σκηνή και διπλωματία και προπαντός τους μειονοτικούς. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, εδώ και πάρα πολλά χρόνια αντιμετωπίζει αυτούς τους πληθυσμούς σαν να μην υπάρχουν, μη αναγνωρίζοντάς τους ως μειονότητα. Κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος για να υπάρξουν (!) στην Ελλάδα, είναι ως Έλληνες. Από την καταπάτηση αυτού του βασικού δικαιώματος, αυτό της αναγνώρισης, ξεκινάει το πρόβλημα και επεκτείνεται στο ότι δεν επιτρέπεται η επίσημη χρήση της γλώσσας τους, στη ρατσιστική αντιμετώπιση και γενικότερα στην προσπάθεια κατάπνιξης της ταυτότητας τους, καθώς και της αφομοίωσής τους.

Όπως επισημαίνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο tvxs ο Δημήτρης Χριστόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος της γραμματείας του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων και Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: «το θέμα των σλαβόφωνων Μακεδόνων σχετίζεται με την άρνηση της μειονοτικής ταυτότητας. Τους αρνούνται να εκφράσουν την συνείδησή τους». Συμπληρώνοντας, υπενθυμίζει ότι, παλαιότερα, ακόμα και η λεκτική έκφραση της μειονοτικής τους συνείδησης ήταν «ποινικώς κολάσιμη» και οδηγούσε σε διωγμούς. Πλέον, αυτό έχει πάψει να συμβαίνει, αλλά εξακολουθεί να είναι ποινικώς κολάσιμη η δημιουργία συλλόγων. «Όλα αυτά γίνονται στο πλαίσιο μιας σκληρής αφομοιωτικής λογικής και λογοκρισίας», καταλήγει.

Αναφερόμενος στην «“διπλωματία των επιστολών” μεταξύ των πρωθυπουργών σε Αθήνα και Σκόπια», το καλοκαίρι του 2008, ο Δ. Χριστόπουλος αναλύει:

«Στην πρώτη επιστολή, ο πρωθυπουργός της γείτονος ζητά για πρώτη φορά την “αναγνώριση της μακεδονικής μειονότητας” από την Ελλάδα συνοδευόμενη από μια σειρά δικαιώματα (τη “διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της” με έμφαση στην εισαγωγή της μητρικής γλώσσας στο σχολείο, χρήση της στην τοπική αυτοδιοίκηση κ.λ.π., επιστροφή των περιουσιών των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου που έγιναν πολίτες της ΠΓΔΜ και χορήγηση διπλής υπηκοότητας σε όποιους απ’ αυτούς το επιθυμούν). Μια βδομάδα αργότερα, στην απαντητική του επιστολή, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν αρκείται στο να υποστηρίξει πως σήμερα πλέον “δεν υπάρχει ‘μακεδονική’ μειονότητα στην Ελλάδα”. Ανατρέχει στο παρελθόν, λέγοντας πως τέτοια μειονότητα “ποτέ δεν υπήρξε” και “κάθε αντίθετος ισχυρισμός είναι απόλυτα αθεμελίωτος και πολιτικά υποκινούμενος, χωρίς σεβασμό στην ιστορική πραγματικότητα της περιοχής”».

«Σε ομιλία του, ο Βρετανός ιστορικός της πολιτικής θεωρίας, Quentin Skinner, είπε: “καμία έννοια που έχει την ιστορία της δεν έχει ορισμό, καμία έννοια που έχει ορισμό δεν έχει ιστορία”».

«Φαίνεται πως ο Έλληνας πρωθυπουργός ανήκει στους πιο κυνικούς αναγνώστες της προηγούμενης αποστροφής (ίσως πιο κυνικός από τον προκάτοχό του, Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος αρκετά χρόνια πριν εξομολογείται πως το θέμα των Σκοπίων το είδε από την πρώτη στιγμή στις πραγματικές του διαστάσεις. Αυτό που τον απασχόλησε από τη αρχή δεν ήταν το όνομα του κράτους αυτού. Το πρόβλημα για εκείνον ήταν να μη δημιουργηθεί ένα δεύτερο μειονοτικό ζήτημα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Αυτό ήταν το κλειδί της ελληνοσκοπιανής διαφοράς για τον ίδιο). Το μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα, επειδή έχει την ιστορία που έχει, δεν επιδέχεται ορισμούς. Και για να μην δημιουργούνται επιφυλάξεις και ανασφάλειες ως προς την ιστορία του μειονοτικού ζητήματος, κάπως πρέπει να εποικήσουμε το παρελθόν, να το ρετουσάρουμε – ας μου επιτραπεί η λέξη – με όσους ισχυρισμούς είναι αρκετοί για να κοιμόμαστε ήσυχοι σήμερα. Για τα υπόλοιπα, “μπορείτε να πάτε στο Δικαστήριο” κατά την προσφιλή διατύπωση της ελληνικής διοίκησης, όταν φέρεται σαν να αναγνωρίζει το χαμένο δίκαιο των συναλλασόμενων μαζί της, αλλά αρνείται να κάνει κάτι για να επανορθώσει την κατάσταση».

«Αν λοιπόν σήμερα όντως καθίσταται δυσχερές να εντοπιστούν άνθρωποι που δηλώνουν ότι ανήκουν σε μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα – ακόμη κι αν το νιώθουν – ο ισχυρισμός ότι τέτοια μειονότητα “ουδέποτε υπήρξε” από ένα διδάκτορα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας, έστω και πρωθυπουργό της Ελλάδας, είναι σοβαρό θέμα. Βέβαια, ο Κ. Καραμανλής κάθε άλλο παρά αδαής περί του θέματος είναι. Ο λόγος του φαίνεται πως κάτι διαπιστώνει – εν προκειμένω τη διαχρονική ανυπαρξία μακεδονικής μειονότητας – ενώ, κατ’ ουσίαν δε διαπιστώνει τίποτε. Απλώς, επιδιώκει να διευθετήσει, να κανονίσει κάτι. Ένα “πρέπει”, όπως ξέρουν οι νομικοί κυρίως, κρύβεται μέσα σε πραγματολογικές προτάσεις οι οποίες επιτελούν ένα εξόχως κανονιστικό ρόλο: “μακεδονική μειονότητα δεν (πρέπει να) υπάρχει, ούτε (θα μπορούσε να) έχει υπάρξει”. Και αν τα πράγματα δεν συμφωνούν με τις δεοντολογικές μας συνταγές, τότε κακώς για κείνα. Η συνταγή ενισχύεται με δραστικά μέτρα. Εφόσον μειονότητες δεν πρέπει να υπάρχουν, τότε τα κράτη οφείλουν να προβούν στα δέοντα προκειμένου η πραγματικότητα να συμμορφωθεί με τον κανόνα μέσω πολιτικών αφομοίωσης και διωγμών που υπέστησαν, η συγκεκριμένη αλλά και πολλές, μειονότητες στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα».