Εγκύκλιο που υπέγραψε ο πρώην Υφυπουργός Οικονομικών Αντώνης Μπέζας στις 25 Ιανουαρίου του 2006, ανακαλεί το υπουργείο Οικονομικών. Με την εν λόγω εγκύκλιο δινόταν η δυνατότητα απαλλαγής από κάθε φορολογική υποχρέωση για εισοδήματα που εντοπίζονταν κατά το έλεγχο και τα οποία δεν είχαν δηλωθεί ποτέ στις φορολογικές αρχές.

Ads

Η υπόθεση ήρθε στο φως ύστερα από δημοσίευμα κυριακάτικης εφημερίδας. Στην ανακοίνωση του υπουργείο για ανάκληση της εγκυκλίου , τονίζεται ότι ο Υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου έχει ήδη ζητήσει να επανεξετασθούν όλες οι υποθέσεις, για τις οποίες έχει γίνει χρήση της συγκεκριμένης εγκυκλίου οδηγώντας στην χαριστική απαλλαγή φορολογικών υποχρεώσεων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.

«Το περιστατικό αυτό αποτελεί μία ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση του τρόπου με τον οποίο η προηγούμενη Κυβέρνηση επέλεξε να διαχειρίζεται το φορολογικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα. Και είναι ενδεικτική της ανάγκης για ριζική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος στην κατεύθυνση της διαφάνειας, της δικαιοσύνης, της αντικειμενικότητας και της ισότιμης μεταχείρισης των φορολογούμενων όπως αυτή που επιχειρεί σήμερα η Κυβέρνηση με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο», αναφέρεται στην ανακοίνωση.

Από την πλευρά του ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών Αντώνης Μπέζας αρνείται τις καταγγελίες περί ξεπλύματος μαύρου χρήματος που του προσάπτει το δημοσίευμα και τονίζει ότι η διάταξη που του αποδίδεται είναι η απλή εφαρμογή διάταξης νόμου που υπάρχει από το 1994 (άρθρο 4, ν.2238/1994), στο πλαίσιο διοικητικής απάντησης της αρμόδιας Διεύθυνσης Εισοδήματος του υπουργείου Οικονομικών, η οποία δεν έχει καμία σχέση με «ξέπλυμα χρήματος» και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για «κλείσιμο φορολογικών υποθέσεων”.

Ads

Όπως αναφέρει ο Α. Μπέζας, η διάταξη αυτή «αποκρύπτεται ότι παραπέμπει σε άλλες διατάξεις με βάση τις οποίες τα ποσά αυτά τυγχάνουν αυστηρότερης μεταχείρισης από το να φορολογηθούν, όπως το να καταλογίζονται στο σύνολό τους, να δημεύονται καθ’ ολοκληρίαν κλπ, ενώ οι παραβάτες τιμωρούνται με άλλες διατάξεις του ποινικού δικαίου».