Καθώς συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το tvxs.gr συνομίλησε με ακαδημαϊκούς και συγγραφείς για τη σημασία της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. Στο ερώτημα «Πόσο άλλαξε η Αμερική -και ίσως όλος ο πλανήτης- μετά την 11η Σεπτεμβρίου;» το οποίο έθεσε η Κρυσταλία Πατούλη, απαντά σήμερα ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών Παν/μιου Πειραιώς, Παναγιώτης Ήφαιστος.

Ads

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΠΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001

Τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού και της τρομοκρατίας
 

Το κείμενο που ακολουθεί θα χωριστεί σε δύο μέρη. Στο πρώτο θα γίνουν μερικές γενικές αναφορές και εκτιμήσεις όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα που αναλύουμε λόγω επετείου της επίθεσης κατά των αμερικανικών πόλεων τον Σεπτέμβριο 2011, μαζί και κάποιες σύντομες αναφορές σχετικά με τα φαινόμενα των διεθνικών δρώντων, της τρομοκρατίας και της επέμβασης-άσκησης βίας στην διεθνή πολιτική. Στο δεύτερο μέρος θα προχωρήσουμε σε μερικές εκτιμήσεις για σταθερές και υπό διαμόρφωση τάσεις όπως κινούμαστε στον 21 αιώνα. Βασικά, θα συγκριθούν και σχολιαστούν αξιόπιστες θεωρήσεις για την πορεία του συστήματος από τους Mearheimer, Κονδύλη για να ενσωματωθούν σε μια συνολικότερη εκτίμηση για την πορεία του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Η θέση και ο ρόλος των ΗΠΑ, ήταν και συνεχίζει να είναι πρωταγωνιστικός.

Ads

Ταυτόχρονα, στις υποσημειώσεις και για όσους ενδιαφέρονται για μεγαλύτερη εμβάθυνση θα γίνουν τόσο βιβλιογραφικές αναφορές όσο και ακόμη πιο εξειδικευμένα σχόλια για την σχέση δικαίου, τάξης, δικαιοσύνης και διεθνούς πολιτικής.

Ο αναγνώστης που θα ήθελε να παρακάμψει τις γνωσιοθεωρητικές και ιστορικές αναφορές μου, μπορεί να πάει κατευθείαν στην τελευταία ενότητα όπου δίνω τα συμπεράσματα, με τίτλο «Ηνωμένες Πολιτείες – Μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα: Κρατοκεντρικό ή εθνοκρατοκεντρικό;»
 

  1. Σταθερές παράμετροι της διεθνούς πολιτικής πριν και μετά το 1990 και το 2001

 
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 ο κόσμος εμβρόντητος πληροφορήθηκε ότι αεροσκάφη καταπίπτουν στο κέντρο αμερικανικών πόλεων και ότι χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν. Μια δεκαετία μετά ο απολογισμός των προεκτάσεων θα απαιτούσε χιλιάδες σελίδες. Όσον με αφορά, ερμηνεύοντας συνδυαστικά τον ηγεμονισμό και την τρομοκρατία ως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος δεν θα άλλαζα ούτε μια λέξη από ότι έγραψα αμέσως μετά στο βιβλίο μου Ο πόλεμος και τα αίτιά του (Εκδόσεις Ποιότητα 2002). Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να εξετάσω και ένα αριθμό παρεμφερών ζητημάτων της μεταψυχροπολεμικής εποχής, καθότι αυτά είναι που προσδιορίζουν τις τάσεις. Το επεξεργάστηκα σε μια πιο ώριμη μορφή, κυρίως στην τελευταία μονογραφία, το Κοσμοθεωρία των Εθνών (Εκδόσεις Ποιότητα 2009)
Κανείς, στηριγμένος στο αξιόπιστο κεκτημένο της θουκυδίδειας παράδοσης στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής, δεν βλέπει το κάθε ένα καθημερινό γεγονός ως μια κοσμογονική εξέλιξη. Τα τρομοκρατικά κτυπήματα πριν και μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία αλλά το λογικό αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης δράσης διεθνικών δρώντων οι οποίοι εν μέρει ή εν όλω διαφεύγουν τους κυριαρχικούς ελέγχους του καθενός κράτους ξεχωριστά ή των ελέγχων των διεθνών θεσμών που τα κράτη αυτά ιδρύουν για να ρυθμίσουν τις διακρατικές σχέσεις.

Απλά διατυπωμένο, η τρομοκρατία είναι φαινόμενο το οποίο οφείλεται τόσο στα ελλείμματα κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης στο εσωτερικό των κρατών όσο και στα ελλείμματα της διακυβερνητικής συνεργασίας στις διακρατικές σχέσεις. Η τεχνολογία συντείνει στην όξυνση αυτών των φαινομένων. Οι εναλλαγές εχθρών και φίλων στην διεθνή πολιτική, επίσης, για να εκπληρωθούν οι σκοποί των κρατών, ιδιαίτερα των ηγεμονικών, οδηγεί σε περαιτέρω όξυνση. Συναφώς, να θυμίσω ως παραδείγματα ότι ο Μπιν Λάντεν χρησιμοποιείτο από τους Αμερικανούς κατά της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν και σήμερα στελέχη της Αλ Κάιντα είναι σύμμαχοι των αντί-Κανταφικών δυνάμεων στην Λιβύη. Κανείς τις τελευταίες δεκαετίες μπορεί να καταγράψει εκατοντάδες αντίστοιχα και ανάλογα φαινόμενα και συμπεριφορές.
Η ορθολογιστική ερμηνεία της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής δεν είναι εφικτή αν κανείς, προγραμματικά και αφετηριακά, δεν κατανοεί ότι σε ένα διεθνές σύστημα ανεξαρτήτων κρατών, νομικά και πολιτικά, οι κυβερνήσεις δεν δέχονται καμιά εξουσία υπεράνω τους, και ότι επίσης, οι πόροι, ο πληθυσμός και η ισχύς είναι άνισα και άνισα αναπτυσσόμενα μεγέθη. Σε ένα τέτοιο κόσμο τίποτα δεν είναι ευθύγραμμο, όλα είναι αστάθμητα, όλα είναι απρόβλεπτα ρευστά και τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο.

Το αντίθετο υποστηρίζουν, ασφαλώς, όλα τα εσχατολογικά ιδεολογικά δόγματα του μοντερνισμού, τα οποία αν και μορφικά πανομοιότυπα τα περιεχόμενά τους διαφέρουν. Διαφέρει επίσης ο έσχατος ιδεατός τόπος όπου όλα θα είναι αδιατάραχτα ειρηνικά, σταθερά και προβλέψιμα (αταξική κοινωνία, αλληλεξαρτώμενοι ωφελιμιστές, κερδοσκόποι που μεγιστοποιούν την παραγωγή και την ανάπτυξη, κτλ).

Εν τούτοις, σε αντίθεση με τις υποσχέσεις ή τις προβλέψεις των συμβατικών ιδεολογιών, στην διεθνή πολιτική ανέκαθεν και διαχρονικά όλα περιστρέφονται μέσα σε μια αστάθμητα κινούμενη δυναμική δίνη. Είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο που πολλά υπεραπλουστευτικά παγκοσμιόπληκτα θεωρήματα και ιδεολογήματα που ακούονταν και γράφονταν την δεκαετία του 1990, έπρεπε, κανονικά, να προκαλούν γέλωτες: Δήθεν, μετά το 1990 κινούμασταν πάνω σε μια αδιατάραχτη διεθνή τροχιά όπου α) οι μεγάλες δυνάμεις θα ήσαν αλτρουιστικές και αγαθοεργές ενώ μεταξύ τους θα συνεννοούνταν καθημερινά και απρόσκοπτα, β) ο πόλεμος τελείωσε και τα εθνοκράτη καθίστανται περιττά και αναλώσιμα, γ) ο κόσμος θα ενωθεί υπό το φως της πύκνωσης των μη κυβερνητικών οργανώσεων, δ) η ειρηνική επίλυση των διαφορών θα ήταν πλέον μια απλή υπόθεση χορών, τραγουδιών, κουμπαριών και άλλων αισθητικών σχέσεων, σχέσεις που δήθεν παραμερίζουν τα εθνικά συμφέροντα και προάγουν κάποιου είδους μυστηριώδη διακρατικό αλτρουισμό ανθρώπων χωρίς πάθη, εγωισμούς, συμφέροντα, άπληστες ορέξεις για ισχύ, δόξα και φήμη.

Κυρίως, για κάποιο μυστήριο λόγο πολλοί δεν έβλεπαν ότι όχι μόνο οι μεγάλες ηγεμονικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν αλλά και ότι πολλές άλλες έρχονται εντάσσοντας την διεθνή πολιτική σε ένα πολύ πιο σύνθετο πολυπολικό διεθνές σύστημα πολλών μεγάλων δυνάμεων (και κατά πολλούς αξιόπιστους διεθνολόγους πολύ πιο ασταθές και ρευστό). Αυτά τα θεωρήματα και τα ιδεολογήματα, βέβαια, αν και οι κράχτες τους συνεχίζουν να κατέχουν επιστημονικές μεταμφιέσεις, κανένα «τέλος της ιστορίας δεν έφεραν» παρά μόνο έβλαψαν όσους τα πίστεψαν.
Πάντοτε, οι λανθασμένες εκτιμήσεις της διεθνούς πολιτικής αναπόδραστα βλάπτουν την ασφάλεια των κρατών, οδηγούν σε μεγαλύτερη διεθνή αστάθεια και πολέμους και αντιστρέφουν τάσεις επανόδου σε συνθήκες ενός πιο ορθολογιστικού και σταθερού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.
Η ασφάλεια στις πολυμερείς και διμερείς σχέσεις, όπως τελικά όλοι διαπιστώνουν, είναι συνάρτηση των ρευστών ισορροπιών ισχύος και συμφερόντων, όπως στροβιλίζονται μέσα στην προαναφερθείσα διεθνή δίνη. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο καθείς που προβλέπει το «τέλος της ιστορίας» και την επικράτηση του αλτρουισμού, μπορεί να πάει στην Λιβύη να σταθεί στα πεδία όπου ο κανιβαλισμός και η βαρβαρότητα εκδηλώνονται καθημερινά ως αποτέλεσμα κατάρρευση του κοινωνικού και πολιτικού ιστού ή στην Λεβαντίνη όπου Τουρκία και Ισραήλ αντιπαραθέτουν πανίσχυρους στρατούς.
Θέση που υιοθετείται εδώ προγραμματικά, λοιπόν, είναι ότι η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής για να έχει αξία και για να μην προκαλεί πολιτικό ανορθολογισμό στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις, απαιτείται να βλέπει κρυστάλλινα τις διαχρονικά σταθερές παραμέτρους των τριών επιπέδων ανάλυσης των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, α) του ανθρώπου, β) του κράτους και γ) του διεθνούς συστήματος[1].

Για να το θέσουμε συνοπτικά, αφού δεχθούμε a priori ότι  η ανθρώπινη φύση είναι διαχρονικά αναλλοίωτη και ότι χαρακτηρίζεται από βαθειά ετερότητα[2], τα δύο βασικά ερωτήματα είναι, α) για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη, το κατά πόσο η πολιτική ένταξη του ανθρώπου στον πολιτικά πολιτισμένο βίο μιας Πολιτείας τον καθιστά «Πολιτικό ζώο» και β) για να θυμηθούμε τον Θουκυδίδη, το κατά πόσο και πότε στις σχέσεις μεταξύ των κρατών υπάρχουν προϋποθέσεις σταθερής και ειρηνικής διεθνούς τάξης.

Εν τέλει, τα προβλήματα στον κόσμο, συνήθιζε να λέει και να γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης, θα είχαν επιλυθεί αν είχε απαντηθεί το μέχρι σήμερα αναπάντητο –σε σταθερή τουλάχιστον βάση– ερώτημα: «Τι συγκροτεί και συγκρατεί τα κράτη και τον κόσμο;»[3]. Τι είναι δηλαδή αυτό που μας ενώνει στο εσωτερικό κάθε κράτους επιτρέποντας έναν ειρηνικό και σταθερό πολιτικό βίο και ποιες είναι οι προϋποθέσεις ενός σταθερού διεθνούς συστήματος, αν μπορεί κάτι τέτοιο να θεωρηθεί ότι μπορεί να είναι εφικτό.
 
Κάθε θεώρηση της διεθνούς πολιτικής απαιτείται να ξεκινά από την διαχρονικά καταμαρτυρούμενη αλήθεια ότι το διεθνές σύστημα είναι πολύ λιγότερο ευθύγραμμο απ’ ότι συχνά υπονοεί η ουτοπική και αφελής σκέψη. Εάν σταθούμε σε αυτό που εννοούμε «σύγχρονο κόσμο» –τον κόσμο μετά τον 16ο αιώνα όταν σταδιακά συγκροτήθηκαν δεκάδες κράτη αρχής γενομένης στην Ευρώπη, γεγονός που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών τον μεσοπόλεμο και τον ΟΗΕ το 1945–, από καιρό εισήλθε σε μια ιδιόμορφη σταθερή εθνοκρατοκεντρική τροχιά.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων σταδιακά το εθνοκράτος, κατέστη ο άξονας της πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπων και η διακρατική ισοτιμία η ειρηνική επίλυση των διαφορών το ζητούμενο μιας σταθερής διακρατικής τάξης. Βασικά, το διεθνές δίκαιο όπως αναδύθηκε από τον 16ο αιώνα και μετά, αποτελεί παράγωγο της πρακτικής του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων που κατά βάση αποτελούσε την βασική παράμετρο μιας σταθερής διακρατικής τάξης. Αυτό το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα είναι μεν μορφικά σταθερό –ανεξάρτητα κράτη προικισμένα με κρατική κυριαρχία αναγνωρισμένη στους διεθνείς θεσμούς– πλην στο εσωτερικό αυτού του (διακρατικού) συστήματος συντελούνται διαρκώς «ανακατανομές περιεχομένου και οριοθετήσεων»: Σύνορα αλλάζουν, μεγάλα κράτη διασπώνται και από τα κομμάτια του δημιουργούνται πολλά άλλα κράτη, ενώ διαρκώς και για ποικίλους λόγους η ισχύς κάποιων κρατών αυξάνεται και άλλων μειώνεται.

Επιπλέον, σωστά και μη νομικίστικα νοούμενο το διεθνές δίκαιο αναφέρεται στις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της διεθνούς τάξης που προέκυψε μέσα από την σύγχρονη ιστορική διαδρομή με την δημιουργία και την ανάπτυξη των συγχρόνων ανεξαρτήτων κρατών.

Η διεθνής τάξη και η διεθνής νομιμότητα όπως αυτή συγκροτείται μέσα από τις συμφωνίες των ανεξαρτήτων κρατών, δεν προεξοφλεί ότι οι σχέσεις είναι πάντοτε ειρηνικές. Όσον αφορά την κατοχύρωση της κρατικής κυριαρχίας και τον προσδιορισμό του πως συντελούνται «διεθνείς αλλαγές» του ισχύοντος κυριαρχικού status quo ή του πώς αντιμετωπίζονται καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης» στο εσωτερικό ασταθών κρατών, είναι ζητήματα για τα οποία πόρρω απέχουμε από το να έχουμε σταθεροποιήσει γενικώς αποδεκτά και εφαρμόσιμά κριτήρια, αρχές, κανόνες και αδιατάρακτους τρόπους εφαρμογής αυτών των κανόνων.

Ακόμη, σωστά και μη νομικά νοούμενο το διεθνές δίκαιο, απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ αρχών (γενικές και ασαφείς δηλώσεις προθέσεων πχ «διακρατική ισοτιμία» ή «μη επέμβαση») και κανόνων που εφαρμόζονται καθολικά και αδιακρίτως. Ακόμη πιο σημαντικό, σε αντίθεση με την ενδοκρατική τάξη όπου υπάρχουν τόσο εδραιωμένες ηθικοκανονιστικές δομές όσο και τρόποι πολιτικών αλλαγών, στην διεθνή τάξη η εφαρμογή των συμφωνιών και των συμπεφωνημένων κανόνων βρίσκεται υπό την αίρεση των ρευστών πολιτικών προϋποθέσεων της διεθνούς πολιτικής.
 
Σωστή αντίληψη του παρόντος και του επερχόμενου μέλλοντος απαιτεί κατανόηση του γεγονότος ότι το σύστημα κρατών είναι ένας πολύπλοκος ζωντανός οργανισμός: Οι διακριτές κοινωνίες ακόμη και όταν είναι κυρίαρχες διαρκώς αγωνίζονται για την επιβίωσή τους ή την διεύρυνση της ισχύος τους, σφυρηλατούν την εσωτερική τους ενότητα και αγωνίζονται για την συλλογική τους ανεξαρτησία-ελευθερία στον ανταγωνιστικό και συχνά εχθρικό διεθνή χώρο.

Μερικές κοινωνίες που δεν είναι κυρίαρχες, επίσης, αξιώνουν απόσχιση από το κράτος στο οποίο ανήκουν. Αυτές οι αξιώσεις κυριαρχίας-ανεξαρτησίας σταδιακά εξαντλούνται στο βαθμό που ελάχιστες «μεγάλες κοινωνίες» δεν έχουν κατακτήσει την ανεξαρτησία τους. Ο όρος «μεγάλες κοινωνίες», ασφαλώς, είναι σχετικός, επειδή τα κριτήρια δεν τα προσδιορίζει η νομική ή πολιτική ανάλυση αλλά η ίδια η ιστορία. Υπό συνθήκες αναρχίας και άνισης ανάπτυξης κανείς δεν αποκλείει ανακατανομές συνόρων ή διασπάσεις κρατών που εξασθενούν και παραπαίουν.

Το 1990 όταν κατάρρευσε η ΕΣΣΔ και η 11 Σεπτεμβρίου 2001 όταν τρομοκράτες κτύπησαν τα αμερικανικά αστικά κέντρα, δεν ήταν παρά «μικρές στιγμές» μιας τροχιάς του κόσμου με γνωστές, κατά άλλα, ιδιότητες. Μόνο αιθεροβάμονες σε κάθε τέτοια συμβολική στιγμή βλέπουν «ενωμένους πλανήτες», το «τέλος της ιστορίας» και «συγκρούσεις πολιτισμών» ως και να μην υπάρχουν ανεξάρτητα και κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένα κράτη.

Μια τέτοια ελάχιστα συμβατική θεώρηση της διεθνούς πολιτικής απαιτεί τεκμηρίωση για την οποία το παρόν σύντομο κείμενο δεν επαρκεί. Για αυτό, πέραν κάποιων περιπτωσιολογικών αναφορών, είναι καλό πιο κάτω να επιμείνουμε, έστω και στοιχειωδώς, σε παραπομπές σε καλή βιβλιογραφία που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη σε όποιο θέλει να διερευνήσει αυτές τις πτυχές περαιτέρω.

Ένα κορυφαίο κείμενο που κυκλοφόρησε ήδη στα ελληνικά και που είναι ενδεχομένως το σημαντικότερο στην διεθνή βιβλιογραφία καθότι περιγράφει εμπεριστατωμένα το κυριότερο πρόβλημα της διεθνής πολιτικής, δηλαδή τους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, είναι του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα), βλ. παρουσίαση στην διεύθυνση https://www.ifestosedu.gr/54MearheimerCritique.htm. Μαζί με το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Από τον 20 στον 21 Αιώνα (Εκδόσεις Θεμέλιο), προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της τροχιάς του κόσμου πριν και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, κυρίως όμως τις ανελέητες προϋποθέσεις του 21 αιώνα μέσα από δύο προβολές τάσεων: Πρώτον, την συνεχιζόμενη ηγεμονική διαπάλη και δεύτερον, την μεταμοντέρνα ανθρωπολογική αποσύνθεση των κρατών και τον πολιτικό ανορθολογισμό που αυτό φέρνει. Το παρόν κείμενο θα καταλήξει περιγράφοντας μερικές θέσεις τους και σχολιάζοντάς τες.
 

  1. Διαδρομή του κόσμου πριν και μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2011

 
Αν η 11η Σεπτεμβρίου μπορεί να θεωρηθεί ως μια καμπή μιας μεταβατικής ιστορικής φάσης, της μεταψυχροπολεμικής, απαιτείται να ειδωθεί υπό το πρίσμα της ιστορικής διαδρομής, των σταθερών της ιστορίας και των μεταβλητών που σημάδεψαν το ιστορικό γίγνεσθαι. Μιας και διαχρονικά το πάγιο δίλημμα των ανθρώπων ήταν μια κατά κόσμο ενότητα ή ένα σύστημα πολλών εθνοκρατών, απαιτείται πρωτίστως να κατανοηθεί το γεγονός ότι μετά το κλασικό σύστημα Πόλεων και για μια μακρά περίοδο είχαμε τις Αυτοκρατορικές φάσεις οι οποίες αν και διαφορετικής υφής η κάθε μια, διακρίνονται από την έννοια «αυτοκρατορία» όπως είναι κατανοητή σήμερα[4].
Οι Αυτοκρατορίες μέχρι βασικά και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν λιγότερο ή περισσότερο ηγεμονικά πολυεθνικά συστήματα με ιδιαίτερη σε κάθε περίπτωση ανάπτυξη διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ της τοπικής και της κεντρικής πολιτικής. Ακόμη και στις χειρότερες δεσποτικές στιγμές, η πολιτική και οργανωτική δομή των αυτοκρατοριών ήταν πολύ διαφορετική απ’ ότι, για παράδειγμα, οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες των δύο τελευταίων αιώνων[5]. Αυτή η παρατήρηση δεν συνηγορεί πως θα ήταν ενδεχομένως εφικτό να επανέλθουμε σε μια πρό-νεοτερική φάση αυτοκρατορικής δομής ανάλογων και αντίστοιχων φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Αυτό θα γίνει πιο κατανοητό στην τελευταία συμπερασματική ενότητα που ακολουθεί.

Κατά κάποιον τρόπο παρακάμπτοντας αναρίθμητα γεγονότα της ιστορικής διαδρομής, αναφέρουμε ότι μετά την πτώση της ανθρωποκεντρικής Βυζαντινής Οικουμένης, η οποία εν πολλοίς κορύφωσε τον κοσμοσυστημικό πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων, και μετά την σχεδόν, ιστορικά μιλώντας, σχεδόν «ταυτόχρονη» μετάβαση από την Θεοκρατική  Μεσαιωνική Θεοκρατία στην εποχή των κυρίαρχων κρατών, ο κόσμος εισήλθε σε μια νέα ιστορική τροχιά, αφετηρία της οποίας ήταν ο 16ος αιώνας. Βασικά, μετά την σχεδόν ταυτόχρονη πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης και της αποδυνάμωσης της Ρωμαιοκαθολικής εξουσίας που συμβολίζεται με την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648, η επόμενη μεγάλη ανακατανομή ισχύος και ρόλων ήλθε το 1945 (τέλος Παγκόσμιων Πολέμων και ανάδυση υπερδυνάμεων) και το 1990 (πτώση του Τείχους του Βερολίνου και ανακατανομές ισχύος λόγω πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης και αποδέσμευση του υπόλοιπου κόσμου από την ηγεμονομαχία του 20ου αιώνα). Μια σύντομη ματιά θα μπορούσε να φωτίσει την πολυτάραχη μετά-Βυζαντινή εποχή: 

α) Αρχικά, τον 16ο αιώνα είχαμε ηγεμονικές δυναστείες που μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση προσπαθούσαν να «συγκροτήσουν και συγκρατήσουν» τους δουλοπάροικους σε κράτη.

β) Το κρατικά νοούμενο έθνος του μοντερνισμού συγκροτήθηκε μέσα από γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις και παγκόσμιους πολέμους. Σημειώνουμε εδώ την προσπάθεια αντιστροφής της σχέσης έθνους και κράτους που σε αντίθεση με την κλασική περιγραφή (δέστε για παράδειγμα την συγκλονιστική περιγραφή του Ρήγα Βελεστινλή) επιχείρησε να συγκροτήσει μια εθνική ανθρωπολογία με κανονιστικό-διατακτικό τρόπο που οριοθετούσαν «κρατικοί θεσμοί» και «συμβόλαια». Η βίαιη εξομοίωση για την επίτευξη κοινωνικής συνοχής επί αιώνες ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στον μοντερνιστικό κόσμο. Έτσι, σημειώνουμε, γεννήθηκε και η έννοια της «έμμεσης αντιπροσώπευσης» που βαπτίστηκε ως έμμεση «δημοκρατία».

γ) Αποικιοκρατική κατάληψη σχεδόν όλου του πλανήτη από τις ηγεμονικές δυνάμεις της Ευρώπης, καταδυνάστευση επί αιώνες μακραίωνων εθνών, αποικιοκρατική καταλήστευση των κοινωνιών όλου του πλανήτη και δημιουργία αναρίθμητων αναταράξεων μικρών και μεγάλων εθνών των οποίων η φυσιολογική πολιτική, πολιτισμική και ανθρωπολογική ανάπτυξη περιπλέχθηκε αφάνταστα μέχρι και σήμερα.
Το κυριότερο πρόβλημα πολέμου κατά τον Θουκυδίδη αλλά και κατά κάθε σοβαρό διεθνολόγο, εξάλλου, η άνιση ανάπτυξη, μέσα από την αποικιοκρατία όχι μόνο απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις αλλά επιπλέον έθεσε σε τροχιά άνισης μεγέθυνσης τα κράτη και τις περιφέρειες. Σήμερα, μόνο θαύμα μπορεί να ανατρέψει την γιγαντιαία άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών.

δ) Τα μεγάλα και καταστατικά γεγονότα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που προκάλεσαν την πτώση  των «Παγκόσμιων Ληστών» προκάλεσαν μεν γένεση δύο περίπου εκατοντάδων ανεξαρτήτων κρατών μελών του ΟΗΕ συγκροτώντας τον εθνοκρατοκεντρικό κόσμο της ύστερης εποχής, πλην τα αίτια πολέμου που κληρονόμησε στην μετά-αποικιακή εποχή είναι αναρίθμητα.

Πέραν των τεχνικών και αφύσικων κατατμήσεων στο πλαίσιο του διαίρει και βασίλευε των αποικιακών δυνάμεων και την γιγαντιαίων διαστάσεων ενδημική άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, οι διαφορετικού περιεχομένου πλην μορφολογικά πανομοιότυπες μοντερνιστικές ηγεμονικές δυνάμεις της Ανατολής και της Δύσης, κατόρθωσαν διαμέσου του Ψυχρού Πολέμου που διήρκεσε ένα περίπου αιώνα, να δημιουργήσουν ένα τεχνικό άξονα συγκρούσεων που επιβράδυνε τις δυναμικές εξελίξεις που λογικά θα προκαλούσε η μετά-αποικιακή εποχή.

Ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από τα συμφέροντα των υπερδυνάμεων προκαλώντας εσωτερικές και διακρατικές συγκρούσεις, επιβραδύνοντας την πολιτειακή ανάπτυξη των νέων κρατών και παρεμποδίζοντας περιφερειακές συσπειρώσεις και συσφίξεις σχέσεων. Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ αν κάτι σημαντικό συνέβηκε ήταν η σταδιακή αποδέσμευση των εθνών από τον αποικιακό και μετά-αποικιακό ψυχροπολεμικό ζυγό.

Οι «εντυπωσιακές» επεμβάσεις της δεκαετίας του 1990 που εκτέλεσαν οι ΗΠΑ και που συμπαρέσυραν «πρόθυμους» και «απρόθυμους» συμμάχους της, ήταν εφήμερες σπασμωδικές εξάρσεις της επικυρίαρχης δύναμης. Γεγονότα όπως η έξαρση της τρομοκρατίας το 2001 ήταν μια ακόμη ένδειξη των ατελειών του διακρατικού συστήματος και των ελλειμμάτων διεθνούς διακυβέρνησης.

Η θέση που υιοθετείται εδώ, είναι ότι η παρεμβατική τροχιά των ΗΠΑ που άρχισε ήδη να τυγχάνει επεξεργασίας από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 από αμερικανούς πανεπιστημιακούς και μετέπειτα ανώτατους λειτουργούς κορυφώθηκε το 2003 όταν εισέβαλε στο Ιράκ. Το 2001 τα τρομοκρατικά κτυπήματα διευκόλυναν αυτή την στρατηγική που όπως πολλοί προειδοποίησαν οδήγησε σε στρατηγική υπερεξάπλωση και ταχύτερη του αναμενόμενου κάθοδο των ΗΠΑ στην ιεραρχία ισχύος. Οι ΗΠΑ παραμένουν και θα παραμείνουν για πολύ πανίσχυρο κράτος πλανητικής εμβέλειας. Τα στρατηγικά της περιθώρια, όμως, θα συρρικνώνονται ολοένα και περισσότερο όσο και άλλες μεγάλες δυνάμεις ανέρχονται στα σκαλοπάτια της διεθνούς ιεραρχίας ισχύος.

Με λίγη προσοχή οι σταδιακές εξελίξεις που μεταλλάσσουν τόσο τις ιεραρχίες ισχύος όσο και την θέση των ΗΠΑ είναι λίγο πολύ ορατά σε όλους. Για παράδειγμα, i) οι καθημερινές εξεγέρσεις του «μέσου ανθρώπου» σε Δύση και Ανατολή και Βορρά και Νότο που αλλάζουν την εξίσωση εντολέα-εντολοδόχου αλλά και τις καθιερωμένες καθεστωτικές αντιλήψεις, ii) ανάδυση των αρχαίων εθνών και η ανάδειξή τους σε μεγάλες πλέον δυνάμεις με ισχύ και αυτοπεποίθηση, iii) ο επαναπροσδιορισμός του ενεργειακού χάρτη, iv) η ρευστότητα στο πεδίο της παραγωγής, της τεχνολογίας και των αγορών, v) η ρευστότητα και η αμφιταλάντευση στο πεδίο της διεθνούς οργάνωσης μεταξύ μιας ανέφικτης ηγεμονικής τροχιάς (των ΗΠΑ) και ενός ΟΗΕ που αντιμετωπίζει εγγενείς αντιφάσεις και αντιθέσεις και vi) η διαδικτυακή επανάσταση που αναιρεί την διαίρεση κοινωνίας και εξουσίας επίπλαστων δεσποτικών καθεστώτων (στα οποία συμπεριλαμβάνω, τηρουμένων των αναλογιών, και την έμμεση αντιπροσώπευση). Φαινόμενα όπως αυτά και πολλά άλλα συγκροτούν μια αφετηρία σταδιακών πλην σημαντικών εξελίξεων που προδιαγράφουν τις τάσεις του 21ου αιώνα.

Κάθε επαναπροσδιορισμός των ισορροπιών και συμφερόντων διακρατικά και ευρύτερα, βέβαια, ποτέ δεν δημιουργεί μια ανθόσπαρτη τροχιά διεθνών εξελίξεων. Ο γρίφος της διεθνούς πολιτικής συμπεριλαμβάνει i) πολλές πλέον μεγάλες δυνάμεις και ii) μεγάλα ιστορικά έθνη που επί αιώνες βρίσκονταν σε καταστολή και των οποίων η παρουσία στην διεθνή πολιτική θα είναι κάτι περισσότερο από ισχυρή και διαμορφωτική. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω πιο κάτω.

ε) Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, συμπληρωματικά σημειώνεται ότι ήδη από τον 17ο και 18ο αιώνα είχαμε μεγάλα ηγεμονικά κράτη που εισήλθαν και συνεχίζουν να βρίσκονται σε μια πορεία ενός ανελέητου ανταγωνισμού για τον έλεγχο του παγκόσμιου που συνεχίστηκε μέχρι και σήμερα. Οι αναφορές που ακολουθούν για τον Mearheimer και Κονδύλη θα φωτίσουν άπλετα αυτή την πτυχή.
 
Το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, κατά συνέπεια, για τις προϋποθέσεις του 21ο αιώνα όσον αφορά τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων, και πιο συγκεκριμένα των ΗΠΑ, είναι κατά πόσο η προαναφερθείσα σταδιακή επάνοδος των αρχαίων εθνών στην ιεραρχία της διακρατικής ισχύος θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες αντί-ηγεμονικές συσπειρώσεις ή κατά πόσο, αντίθετα, θα διαιωνιστεί η ίδια ανελέητη ηγεμονική διαμάχη των τελευταίων τριών αιώνων. Στην τελευταία ενότητα θα καταγραφούν τάσεις και οι δυνητικές ή διαγραφόμενες προϋποθέσεις σταθερότητας ή αστάθειας ενός εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.
 

  1. Τρομοκρατία και ηγεμονισμός και η κορύφωσή τους το 2011. Διεθνείς θεσμοί και επεμβάσεις

 
Πριν λοιπόν καταγράψουμε τις τάσεις του παρόντος όπως προβάλλονται στον επερχόμενο αιώνα, υπογραμμίζεται η εκτίμηση ότι η διεθνής πολιτική υπό το πρίσμα του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος όπως διαμορφώθηκε την ύστερη εποχή (τους δύο τελευταίους αιώνες) δεν θα είναι πολύ διαφορετική. Οι ιδιότητες θα είναι οι ίδιες πλην μπορούμε να φωτίσουμε κριτήρια και παράγοντες που οξύνουν κάποιες τάσεις και αποδυναμώνουν κάποιες άλλες.

Η πτώση των δίδυμων πύργων στις ΗΠΑ από τρομοκρατικά κτυπήματα τον Σεπτέμβριο 2001 και η αντίδραση των ΗΠΑ που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, είναι μια ακόμη ένδειξη μιας προαναγγελθείσης αμερικανικής πορείας ήδη στην φάση παρακμής της Σοβιετικής Ένωσης. Πιο ρητά αν όχι πανηγυρικά διακηρύχθηκε επίσημα αρχές της δεκαετίας του 1990 ως μια επερχόμενη «Νέα (αμερικανικών προδιαγραφών) Διεθνής Τάξη». Δέκα χρόνια μετά το τρομοκρατικό κτύπημα με τον ένα ή άλλο τρόπο βοήθησε αφάνταστα αυτή την στρατηγική των ΗΠΑ για διεύρυνση των δραστηριοτήτων που αποσκοπούσαν στην επέκταση των σφαιρών επιρροής της και της εν γένει στρατηγικής εποπτείας της αποχωρούσης υπερδύναμης, βασικά στην κεντρική Ευρώπη και στον Καύκασο.

 Για να το κάνουμε πιο κατανοητό αυτό, επισημαίνουμε ότι η πραγματική αφετηρία είναι α) η ανάδειξη του νεοφιλελεύθερου λόγου στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1970 και 1980 που συνοδευόταν από αναρίθμητα κριτικά ιδεολογήματα τα οποία καλλιεργούσαν το πεδίο της στρατηγικής «μαλακής ισχύος» β) όχι μόνο η προαναφερθείσα επίσημη αναγγελία της «Νέας Τάξης» αλλά πολλές άλλες δηλώσεις και πράξεις που προδιέγραφαν μια αμερικανική υπερπόντια υπέρ-εξάπλωση με δεδηλωμένο σκοπό την κάλυψη των κενών ισχύος της πτώσης της ΕΣΣΔ και γ) τα «επεμβατικά προεόρτια» του Προέδρου Κλίντον την δεκαετία του 1990 ο οποίος με τον δικό του χαρισματικό τρόπο ήταν ο πιο αποτελεσματικός επεμβατιστής της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Ο υιός Πρόεδρος Μπους μετά την 11 Σεπτεμβρίου ακολούθησε την ίδια στρατηγική πορεία που υποβοηθήθηκε στον μέγιστο δυνατό βαθμό, επαναλαμβάνουμε, από τα τρομοκρατικά κτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Πολύ περισσότερο υποβοηθήθηκε αυτή η ηγεμονική στρατηγική, θα τόνιζα, στον βαθμό που λιγότερο ισχυρά κράτη λειτουργώντας ως υπόστρωμα της στρατηγικής μαλακής ισχύος των ΗΠΑ ροκάνιζαν τα θεμέλια του εθνοκράτους τους κηρύττοντας δήθεν επερχόμενους παγκόσμιους παραδείσους όπου πρωταγωνιστούν δήθεν αγαθοεργές μεγάλες δυνάμεις, όπου τα εθνοκράτη είναι δήθεν αναλώσιμα και όπου οι νέοι πολιτικοί πρωταγωνιστές θα ήταν διεθνικοί ακτιβιστές κάθε είδους που θα αναδείκνυαν, δήθεν, μια νέα κοσμοπολίτικη τάξη πραγμάτων χωρίς συγκρούσεις, διενέξεις και ανταγωνισμούς.

Διεθνικοί ακτιβιστές που διαφεύγουν τους ελέγχους των πολιτειών, βέβαια, δεν είναι μόνο η Green Peace ή οι «Γιατροί του κόσμου». Είναι επίσης λαθρέμποροι, σωματέμποροι, τρομοκράτες και εξίσου βλαβεροί ακτιβιστές στον χρηματοοικονομικό χώρο όπως ο Σόρος (οι οποίοι μαζί με «κρατικούς» δρώντες που δραστηριοποιούνται στα σκοτεινά μαύρα κουτιά της στρατηγικής των ηγεμονικών δυνάμεων μπορούν για ιδιοτελείς λόγους να προκαλέσουν οικονομικοπολιτικές κρίσεις όπως αυτές που διανύουμε τώρα). Αυτό τον ανορθολογικό κόσμο που στερούταν και της παραμικρής πολιτικής θεμελίωσης, είναι που φιλοδόξησαν οι ΗΠΑ να καταστήσουν υποχείριο της στρατηγικής μαλακής ισχύος.

Έτσι, τις δύο τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε να τρέφονται και να αλληλοτροφοδοτούνται με ένα άναρχο και ανορθολογικό τρόπο, i) κλασικές ηγεμονικές πολιτικές διαχείρισης της κατανομής ισχύος προς όφελός τους, ii) ανεξαρτητοποιημένοι τεχνοκράτες, iii) διεθνικοί οικονομικοί δρώντες (αλλά και «οικονομικοί δολοφόνοι», iv) τρομοκράτες απροσμέτρητης ποικιλομορφίας και v) ασταθή κρατικά συστήματα της μετά-αποικιακής εποχής που ενθαρρύνθηκαν να παλινδρομούν μεταξύ όλων αυτών αντί να αφεθούν ή και να βοηθηθούν να σταθεροποιήσουν την εσωτερική πολιτική τους ανθρωπολογία. 

 
Προέκταση των πιο πάνω είναι και τα διλήμματα και τα προβλήματα των διεθνών θεσμών μετά το 1990 που περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της «επέμβασης». Βασικά, το κύριο δίλημμα για το διεθνές σύστημα μετά το 1990 παρέμενε και παραμένει το ίδιο όπως ήταν το 1945 όταν ιδρύθηκε ο ΟΗΕ.
Το «διεθνές πρόβλημα» για το «τι συγκροτεί και συγκρατεί τα κράτη και τον κόσμο» μετά την πτώση των Αποικιών και μετά τον τερματισμό της επίπλαστης και τεχνητής ηγεμονομαχίας του Ψυχρού Πολέμου, μπορεί να εξεταστεί γύρω από δύο ή τρία ερωτήματα. Πρώτον, της επέμβασης στην διεθνή πολιτική και του ρόλου των διεθνών θεσμών. Δεύτερον, των μέσων μαζικής καταστροφής και του ελέγχου των «ανορθολογικών μη κρατικών δρώντων». Τρίτον, των σχέσεων μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων. Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να τα δούμε συνδυαστικά και μεμονωμένα. Για περισσότερα, βέβαια, απαιτείται κανείς να ανατρέξει στην καλή βιβλιογραφία.
 
Η προαναφερθείσα Νέα Τάξη που προανάγγειλαν οι ΗΠΑ
αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν όντως μια σημαίνουσα διακήρυξη. Πιο συγκεκριμένα, η επικυρίαρχη τότε δύναμη εφήμερα και άπληστα προανάγγειλε την θέλησή της να επιβάλει μια ηγεμονική παγκόσμια δομή όπου επί μακρόν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της και σε πελατειακή βάση αυτών των κατά περίπτωση συμμάχων της.

Τον τρόπο οι ΗΠΑ τον έδειξαν αμέσως: Ήταν οι ηγεμονικά μεθοδευμένες και προπαγανδιστικά ωραιοποιημένες επεμβάσεις σε μια κυριολεκτικά πολιτικά αυθαίρετη και επικοινωνιακά εξεζητημένα μεθοδευμένη προσέγγιση. Ο ρόλος των αμερικανών πανεπιστημιακών και των κατά κράτος συνειδητών ή ανεπίγνωστων παρακολουθημάτων τους ήταν και συνεχίζει να είναι καίριος. Ο ρόλος των διεθνικών ινστιτούτων πολιτικής, εξάλλου, είναι ακόμη μεγαλύτερος αν όχι κορυφαίος[6].

Το ζήτημα δεν ήταν η ειρήνη –όπως κήρυτταν οι κατά τον οξυδερκή Κονδύλη «αφελείς σφογγοκωλάριοι του αμερικανισμού που εξυπηρετούσαν τους εφήμερους ιδιοτελείς ηγεμόνες (τους αμερικανούς)»[7] –, αλλά ο έλεγχος των αμερικανών πάνω σε μεγαλύτερο μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου όπου και όπως μπορούσαν.
Χαρακτηριστικά, όταν την δεκαετία του 1990 ρώτησαν αμερικανίδα υφυπουργό εξωτερικών μέχρι που θα φτάσουν στον Καύκασο, απάντησε «μέχρι εκεί που θα φτάσουν τα όπλα μας». Ήδη, την ίδια περίοδο (όπως και προγενέστερα την δεκαετία του 1980 οι ίδιοι περίπου αναλυτές) νεοφιλελεύθεροι αμερικανοί στοχαστές γύρω από τους οποίους περιστρέφονται «κοσμοπολίτες» κριτικοί κονστρουκτιβιστές, προπαγάνδιζαν την «ηγεμονική σταθερότητα», ενώ κάποιοι από αυτούς εξέταζαν τον «next challenger”. Δηλαδή, τις τάσεις στους δείκτες ισχύος των άλλων αναδυόμενων δυνάμεων και τον εντοπισμό εκείνης ή εκείνων των δυνάμεων που θα τους σταματούσαν στην ανά τον κόσμο επέκταση της ισχύος τους και της επιρροής τους[8].
 
Στο ερώτημα «ποιος ο ρόλος των ΗΠΑ» τότε και τώρα, η καλή ανάλυση διεθνών σχέσεων με περιγραφικό και αξιολογικά ελεύθερο τρόπο πάντα το απαντά ψύχραιμα και ορθολογιστικά: i) Η δεσπόζουσα επικυριαρχία ήταν εφήμερη, ii) οι εξόφθαλμα ιδιοτελείς επεμβατικές δραστηριότητες κανένα μόνιμο νομικό κεκτημένο δεν δημιουργούσαν παρά μόνο αντέστρεφαν το νόημα και την αποστολή των διεθνών θεσμών και της συλλογικής ασφάλειας, iii) τα πολιτικά κίνητρα είναι κλασικά και ηγεμονικά άπληστα) και iv) οι αμερικανοί γνώριζαν πολύ καλά ότι κάποια στιγμή θα εξισορροπηθούν από άλλες δυνάμεις πλην προσπαθούσαν «να αρπάξουν ότι μπορέσουν» και  v) η αμερικανική υπέρ-εξάπλωση και σχετική παρακμή στην ιεραρχία ισχύος δεδομένη.  

 
Βέβαια, το γιατί κατά καιρούς τόσοι πολλοί άνθρωποι παραμυθιάζονται και μετατρέπονται σε υποχείρια των σκοπών κάθε συγκυριακού ηγεμόνα, είναι ένα μεγάλο ζήτημα για το οποίο δεν θα επεκταθούμε εδώ. Σίγουρα, μια παράμετρος είναι το έλλειμμα γνώσης για την διεθνή πολιτική λόγω εξισωτικών και εξομοιωτικών ιδεολογημάτων που άνθισαν και φούντωσαν τους τελευταίους αιώνες, ιδιαίτερα τον 20ο αιώνα. Επάνοδος στην «ομαλότητα» σημαίνει η φορά κίνησης σταδιακά να προσανατολιστεί προς κατευθύνσεις άμεσης δημοκρατίας, δηλαδή ολοένα και περισσότερο οι εντολείς πολίτες των κρατών να καθίστανται εντολοδόχοι των θεσμών διακυβέρνησης, οπότε θα μαθαίνουν περισσότερα, θα αξιώνουν περισσότερα και σταδιακά θα καθίστανται εντολείς των εντολοδόχων εξουσιών.
 
Η προπαγανδιστική μεταμφίεση του ηγεμονικού πλιάτσικου που διαπιστώνουμε μετά το 1990 και του οποίου το τρομοκρατικό γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έδωσε μια αφορμή για να οξυνθεί και για να αναπτυχθεί, ξεφούσκωσε το 2003 όταν οι ΗΠΑ απροκάλυπτα πλέον παρέκαμψαν τον ΟΗΕ και εισέβαλαν στο Ιράκ.
Ηγεμονικό πλιάτσικο, βέβαια, όποτε και όταν ανοίγουν παράθυρα ευκαιρίας, και κυρίως όποτε και όταν συγκλίνουν τα συμφέροντα κάποιων δυνάμεων, ποτέ δεν θα παύσει. Εξ ου και η ανάγκη για τα λιγότερο ισχυρά εθνοκράτη να καιροφυλαχτούν εμποδίζοντας την διάβρωσή τους και την μετατροπή τους σε πιόνια της εκάστοτε ηγεμονικής σκακιέρας. Όσα εθνοκράτη είναι απρόσεκτα με το να μαγεύονται από τις διεθνιστικές Σειρήνες της εκάστοτε επικυρίαρχης δύναμης και με το να καθιστούν την Πολιτεία τους ευάλωτη και αναλώσιμη, πάντοτε θα παθαίνουν ότι τους αξίζει.

Το κεντρικό ζήτημα που πρέπει να τίθεται πάντοτε, λοιπόν, είναι i) η αντιστάθμιση των άπληστων ορέξεων της εκάστοτε επικυρίαρχης ηγεμονικής δύναμης ή ενός συνδυασμού δυνάμεων, ii) η σώφρων πλοήγηση στην θαλασσοπορία της διεθνούς πολιτικής, iii) η σωστή εκτίμηση του ρόλου των διεθνών θεσμών και iv) η σωστή διαχείριση της λεπτής σχέσης μεταξύ εθνικής ανεξαρτησίας και διεθνών δεσμεύσεων.

Βέβαια, διαχειριζόμενοι τις διεθνείς δεσμεύσεις στο πλαίσιο της εκάστοτε διεθνούς νομιμότητας δεν είναι μια απλή και εύκολη υπόθεση. Εξ ου η σημασία σήμερα, της καλής θεωρίας διεθνών σχέσεων για ένα κράτος. Παρά τις καταχρήσεις των διεθνών θεσμών όταν καθίστανται εξαρτημένες μεταβλητές της εκάστοτε δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης, κανείς θα πρέπει να γνωρίζει τα όρια, τους περιορισμούς, τις δυνατότητες και τις πολιτικές όψεις της διεθνούς θεσμικής οργάνωσης. Πρωτίστως, κανείς απαιτείται να γνωρίζει τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου, στις οποίες κάλλιστα ένα εθνοκράτος μπορεί να προσκολλάται.
Στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ όπως και στον προγενέστερο της Κοινωνίας των Εθνών στον Μεσοπόλεμο, τρεις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου είναι θέσφατα και συνήθως ευνοούν τον λιγότερο ισχυρό: Η διακρατική ισοτιμία, η μη επέμβαση και η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία.

Οι υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου συγκροτούν την μια όψη, την διεθνολογική, της εθνικής ανεξαρτησίας που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την θεμελιακή κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή όλων των εθνοκρατών[9]. Μετά από αυτές τις υψηλές παραδοχές, η ερμηνεία τους σε συγκεκριμένες περιστάσεις και η εξειδίκευσή εντάσσεται σε μια πολιτική λογική που επηρεάζεται από τις πολλές γκρίζες ζώνες νομικών, ηθικών, ιδεολογικών και κοσμοθεωρητικών αιτιολογήσεων που συνθέτουν την διεθνή πολιτική. Ας δούμε λοιπόν μερικές πτυχές για το πώς ένα κράτος ισορροπεί πάνω στα λεπτά πολιτικά σύνορα μεταξύ αρχών διεθνούς δικαίου, δεσμεύσεων, δικαιωμάτων και πολιτικών πτυχών των διεθνών σχέσεων.
 
Πρώτον, το 1945 όπως και το 1990, καθώς επίσης και σήμερα, το ερώτημα για τους διεθνείς θεσμούς ήταν και συνεχίζει να είναι το ίδιο: Είναι μόνο θεσμοί τάξης και όχι κάποιου είδους διεθνιστικοί θεσμοί με αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες να αποφασίζουν επί ζητημάτων «δικαιοσύνης» στο εσωτερικό αυτής της (διεθνούς) τάξης. Στην δικαιοσύνη ως έννοια της διεθνούς πολιτικής πολλοί την «κακοποιούν» για να εξυπηρετήσουν εφήμερα ιδιοτελή συμφέροντα. Πριν και μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι Αμερικανοί έδιναν ερμηνείες που σαφώς και ξεκάθαρα ροκάνιζαν την εθνική ανεξαρτησία ως ενσάρκωση των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου και ως κοινό κοσμοθεωρητικό θέσφατο. Όσον αφορά το δίκαιο, την δικαιοσύνη και την ηθική πέραν του κράτους, τρεις διακριτές καταστάσεις είναι νοητές.

Α) Προϋποθέσεις ύπαρξης κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένης δικαιοσύνης υπάρχουν μόνο στο εσωτερικό μιας βιώσιμης και εύτακτης πολιτείας. Έτσι, μια εδραία πολιτική ανθρωπολογία νομιμοποιεί ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης όπως ανά πάσα στιγμή ενσαρκώνεται στα Συντάγματα και στους νόμους κάθε βιώσιμου κράτους. Όπως προαναφέραμε, αυτά και με πολύ ρητό τρόπο προϋποθέτουν οι Καταστατικοί Χάρτες των διεθνών θεσμών με το να προβλέπουν την μη επέμβαση ως θεμελιώδη αρχή (άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, όπου και καταγράφονται οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου).

Β) Δικαιοσύνη μεταξύ των κρατών, κάτι που είναι ανέφικτο να προσδιοριστεί, καθότι θα πρέπει να βρεθεί τρόπος για να αποφασίζουμε τι είναι δίκαιο για μεγάλα ζητήματα, για παράδειγμα απαντήσεις για το που είναι δίκαιο να βρίσκονται τα σύνορα μεταξύ των κρατών με όρους πέραν αυτού που αναφέρεται στις διεθνείς Συνθήκες. Πλην γνωρίζουμε, ότι τα σύνορα χαράσσονται μετά από κάθε πόλεμο και ορίζουν την διεθνή τάξη όχι την διεθνή διακρατική δικαιοσύνη, το που δηλαδή θα έπρεπε να βρίσκονται τα σύνορα σύμφωνα με την μια ή την άλλη άποψη των εμπλεκομένων. Τώρα, όταν τα κράτη δεν τηρούν την εξίσου σημαντική αρχή του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ για την ειρηνική επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο της διεθνής νομιμότητας που ορίζει αυτή η τάξη, είτε «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη. Αν δεν ισχύει αυτό τότε ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος προσαρμόζεται» (Θουκυδίδης Ε89). Για να το πούμε διαφορετικά, όταν δεν τηρείται η ειρηνική επίλυση των διαφορών, είτε με ισορροπία δυνάμεων που διασφαλίζει το status quo είτε λόγω αδυναμίας αλλάζει εις βάρος σου. Αυτό συμβαίνει ακριβώς αυτή την στιγμή στο Αιγαίο και στην Κύπρο και αυτό ίσως συμβεί σύντομα και στην Θράκη, και ίσως όχι μόνο. Το ίδιο ισχύει βέβαια και σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη.
            Γ) Παγκόσμια δικαιοσύνη σε πλανητικό επίπεδο. Μια τέτοια κατάσταση, παρά το γεγονός ότι μυστηριωδώς πολλοί την κηρύττουν, –κάτι που αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο αναπάντητο μυστήριο της ιστορίας, επειδή η απάντηση κρύβεται βαθειά στην τρωτή, ευάλωτη και απύθμενα βαθιά ανθρώπινη ετερότητα– δεν είναι εφικτή. Για να υπάρξει μια παγκόσμια δικαιοσύνη απαιτείται μια παγκόσμια κοινωνία, μια δηλαδή παγκόσμια πολιτική ανθρωπολογία και ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης. Κάτι τέτοιο, όπως ιστορικά καταμαρτυρείται, μόνο γενοκτονικά μπορεί να επιβληθεί. Αφήνουμε λοιπόν πολλούς να ζουν με τα απατηλά όνειρά τους ή τις υποκριτικές ηγεμονικές εκλογικεύσεις (που χρήσιμο είναι να αντιλαμβανόμαστε έγκαιρα) και συνεχίζουμε με προσγειωμένες εκτιμήσεις για την υπαρκτή διεθνή πολιτική.

Επειδή, ακριβώς, επικαλούμενη την τρομοκρατία και στοχεύοντας συγκεκριμένα κράτη, η εφήμερα επικυρίαρχη αμερικανική ηγεμονική δύναμη με μαεστρία θόλωσε τα νερά μεταξύ ενδοκρατικής, διακρατικής και παγκόσμιας δικαιοσύνης, με κλασικό κατά τα άλλα τρόπο, κατόρθωσε να προκαλέσει τετελεσμένα σε μερικές περιφέρειες, με τελευταίο επεισόδιο την Λιβύη, τις γιγαντιαίες τραγικές διαστάσεις της οποίας σύντομα θα αντιληφτούν όλοι.

Η επικοινωνιακή ισχύς των ΗΠΑ, η επιτυχής στρατηγική μαλακής ισχύος μέσω των ακαδημαϊκών δήθεν αναλύσεων που συνηγορούσαν με τους σκοπούς της και η δεσπόζουσα πολιτική της επιρροή, έπεισαν πολλούς ότι μπορεί με ευκολία και χωρίς συνέπειες να εκτελούνται ανακατανομές συνόρων και συμφερόντων μεταξύ και στο εσωτερικό των κρατών. Κανείς δεν μπορεί παρά να αναζητήσει στο διαδίκτυο τους εναγκαλισμούς του Καντάφι με όλους τους δυτικούς ηγέτες λίγο πριν την εξέγερση και ανατροπή του, καθώς επίσης και τους συμμάχους των αμερικανών πρώην τρομοκράτες στο Αφγανιστάν, για να καταλάβει ότι θέση του Παναγιώτη Κονδύλη που θα παραθέσουμε στην τελευταία ενότητα για τον ρόλο της ισχύος και της αυτοσυντήρησης είναι ανελέητα αληθής. Το ζήτημα είναι πως την κατανοούμε με λογικούς και πολιτικούς όρους.  

 
Μεγάλο πρόβλημα είναι κυρίως όσοι, κυρίως στο πεδίο των διανοουμένων, από τους ευθύγραμμους διεθνισμούς και κοσμοπολιτισμούς περιπίπτουν στην παραδοχή ότι κάποιου είδους ηγεμονική διεύθυνση της διεθνούς πολιτικής θα επιφέρει μια λιγότερο μεν δίκαιο διεθνή τάξη πλην ενδεχομένως πιο σταθερή. Λιγότερη δικαιοσύνη και περισσότερη τάξη ή το αντίστροφο και πως επιτυγχάνεται;

Εδώ ακριβώς, μας χρειάζονται διϋποκειμενικά και καταμαρτυρούμενα επαληθευμένες εκτιμήσεις χωρίς τις οποίες κινούμαστε σε θολό ορίζοντα. Συναφώς, ο πρώσος καγκελάριος Μπίσμαρκ έκανε μια τέτοια εκτίμηση όταν πιεζόμενος από τους Ρώσους να δεχθεί την συγκρότηση ενός πιο αποτελεσματικού κονσέρτου των τότε μεγάλων δυνάμεων, αντίτεινε ότι πρόβλημα έχουμε όχι όταν συνηγορούν οι ηγεμονικές δυνάμεις αλλά όταν διαφωνούν και συγκρούονται. Επιβεβαιώθηκε ανελέητα: Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, πάγωμα της Συλλογικής Ασφάλειας του ΟΗΕ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και η ρευστή κατάσταση που επικρατεί λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.    
 

  1. Ηνωμένες Πολιτείες – Μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα: Κρατοκεντρικό ή εθνοκρατοκεντρικό;

 

Όπως ήδη υπαινίχθηκα πως δύο κείμενα του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) και του Παναγιώτη Κονδύλη, από τον 20 στον 21 αιώνα (Θεμέλιο 2000) βρίσκονται στην αιχμή των αξιόπιστων συζητήσεων για την πορεία του διεθνούς συστήματος και αποτελούν πηγή αξιόπιστης ανάλυσης. Προσφέρουν επιχειρήματα και εκτιμήσεις οι οποίες πέραν εφήμερων γνωμών, δοξασιών και ιδεολογικών προκαταλήψεων περιγράφουν σταθερές τάσεις της διεθνούς πολιτικής όπως προβάλλονται στο ορατό μέλλον. Καταλήγοντας θα συνοψίσω και συγκρίνω μερικές μου θέσεις που διατυπώνουν μια ελαφρώς διαφοροποιημένη εκτίμηση για τις προϋποθέσεις του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Εάν σταθούμε στον Mearheimer, η ορθή εκτίμηση που κάνει δεν είναι πως οι ΗΠΑ θα πάψουν να είναι μια μεγάλη δύναμη. Πλην η σχετική της θέση στην  κατανομή ισχύος αλλάζει, τόσο λόγω ανάδυσης και νέων μεγάλων δυνάμεων με τρόπο που συγκροτείται ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα όσο και εκ του γεγονότος ότι η αμερικανική υπερεξάπλωσή των τελευταίων δεκαετιών ροκανίζει την πρωταρχική της θέση στην διεθνή ιεραρχία ισχύος. Οι καταληκτικές του παράγραφοι είναι σχεδόν αφοριστικές για τον μυωπικό τρόπο που οι αμερικανοί έβλεπαν την διεθνή πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες και τα λάθη στα οποία περιέπεσαν.

Για ένα ακόμη λόγο, στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να ανατραπεί ο ιστορικός κανόνας ότι ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα μπορέσει να υπάρξει ένας και μόνος παγκόσμιος επικυρίαρχος ηγεμόνας (όπως πειστικά θεμελιώνει ο John Mearsheimer διερευνώντας τις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων από τον Ναπολέοντα μέχρι σήμερα). Η δεσπόζουσα θέση των ΗΠΑ την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία ήταν αναπόδραστα εφήμερη.

Διόλου τυχαία διεθνολόγοι όπως οι Waltz, Walt και Mearheimer που ανήκουν στην Θουκυδίδεια παράδοση –παράδοση η οποία εμποτίζει την σκέψη με σύνεση, αυτοσυγκράτηση, σωφροσύνη και στάσεις που συντείνουν σε ισορροπία και σταθερότητα–, προειδοποιούσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι η άπληστη επεμβατική της δραστηριότητα μοιραία θα οδηγούσε σε υπέρ-εξάπλωση, το κύριο δηλαδή αίτιο που η ιστορία διδάσκει ότι οδηγεί στην παρακμή και τελικά στην πτώση των μεγάλων δυνάμεων.

Στο μέλλον, σύμφωνα με την ανάλυση του John Mearsheimer και με δεδομένα τόσο την ύπαρξη πολλών μεγάλων δυνάμεων όσο και την επανάληψη των ίδιων «τραγικών» συμπεριφορών όπως και στο παρελθόν, προδιαγράφεται η ίδια συγκρουσιακή τροχιά στο πεδίο των ανταγωνισμών των μεγάλων ηγεμονικών δυνάμεων. Οι μεγάλες δυνάμεις, «φοβούμενες» ότι κινδυνεύει η επιβίωσή τους (εξ και το «τραγικό») αν μια εξ αυτών καταστεί πλανητικά κυρίαρχη, θα συνεχίσουν τον ανελέητο ανταγωνισμό με σκοπό τον έλεγχο της κατανομής με τέτοιο τρόπο που δεν θέτει σε κίνδυνο την επιβίωσή τους. Υπό αυτό το πρίσμα, όλες οι λογικά συναγόμενες συμπεριφορές του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος των τελευταίων αιώνων, ισχύουν και σήμερα. Συμφωνούμε.

Σε αυτό τον ανελέητο και ασταμάτητο ανταγωνισμό πολλά διεθνή φαινόμενα που συντελούνται γύρω μας ερμηνεύονται «εύκολα». Η κάθε ανερχόμενη ή παρακμάζουσα ηγεμονική δύναμη επιχειρεί να συντηρεί μια κατανομή ισχύος και μια θέση στις ιεραρχίες ισχύος επιδιδόμενη  σε ένα αγώνα διαμόρφωσης ευνοϊκών προϋποθέσεων τοπικά, περιφερειακά και παγκόσμια. Υπό αυτό το πρίσμα, οι στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων είναι λίγο πολύ γνωστές και σχεδόν μορφικά πανομοιότυπες. Γενικά, διατηρούν επιθετικές δυνάμεις μεγάλης (πλανητικής) εμβέλειας και συχνά παρεμβαίνουν εκτός της περιφέρειάς τους, σε αυτό που στην στρατηγική ανάλυση ονομάζεται υπερπόντια εξισορρόπηση.

Μεταξύ άλλων, σημαίνει μεθοδεύσεις που ισχυροποιούν θέση και ρόλο που διασφαλίζει για τους εαυτούς τους όσο το δυνατό μεγαλύτερο έλεγχο του παγκόσμιου πλούτου (πλουτοπαραγωγικοί πόροι, αγορές, οικονομική πρωτοκαθεδρία, στρατηγική παρουσία που τα εκπληρώνει). Στην βιβλιογραφία και στο αριστουργηματικό έργο του Mearsheimer οι όροι αυτοί που περιγράφουν αυτή την ανελέητη ηγεμονική διαπάλη είναι, μεταξύ άλλων, οι εξής:

  • «μεταφορά βαρών» (προσπάθεια ανάληψης αναχαίτισης από τρίτον όχι κατ’ ανάγκη «σύμμαχο», ενώ η ηγεμονική δύναμη παραμένει θεατής),
  • «εξισορρόπηση» (δέσμευση αναχαίτισης επιτιθέμενου αντιπάλου  κατόπιν διακρατικής συμμαχίας και εμπράκτων μέτρων και δεσμεύσεων),
  • «εκβιασμός» (απειλή χρήσης βίας, μπλόφα ή μέτρα για κόστος κατά μικρών και αδυνάμων),
  • «πρόκληση πολέμου για κατατριβή τρίτων» (εξασθένιση «εχθρών» και/ή «φίλων» με πρόκληση μακροχρόνιων συρράξεων και πολέμων),
  • διάφορες άλλες μέθοδοι «κατατριβής τρίτων» (μέριμνα ούτως ώστε εμπλοκή κάποιου αντιπάλου σε πόλεμο θα οδηγήσει σε μακροχρόνια κατατριβή και αποδυνάμωση),
  • «αποτροπή περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων» (με υπερπόντια εξισορρόπηση με επεμβάσεις εκτός της δικής της περιφέρειας),
  • «μεγιστοποίηση του ελεγχόμενου πλούτου και των αναπτυξιακών πόρων» (έμμεσος ή άμεσος έλεγχος των πόρων και στήριξη με κάθε θυσία της οικονομικής βάσης της στρατιωτικής της δύναμης, για παράδειγμα με έλεγχο ενεργειακών πόρων),
  • «παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους» (με συμφωνίες ή συμμαχίες ή με άμεσες επεμβάσεις),
  • ανάπτυξη στρατηγικών «μαλακής ισχύς» (διείσδυση για αποδυνάμωση του φρονήματος άλλων κοινωνιών και της πίστης τους στην κυριαρχία),
  • «προσωρινή παραχώρηση ισχύος σε αυριανούς εχθρούς» (για να ρυθμιστεί η κατανομή ισχύος, πχ βοήθεια ΕΣΣΔ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο …).

Αυτές και άλλες συναφείς ηγεμονικές στρατηγικές συμπεριφορές οι οποίες τεκμηριώνεται ότι καταμαρτυρούνται ιστορικά, διαπιστώνεται ότι διέπουν την σημερινή στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων και υποστηρίζεται ότι, όπως προβάλλονται οι τάσεις θα συνεχίζουν να αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά της στρατηγικής τους.
Θα τόνιζα ότι παρά την μεγάλη επιστημονική προσπάθεια του Mearsheimer και άλλων αναλυτών να τις τεκμηριώσουν επιστημονικά, όπως και πολλά άλλα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής, συχνά υποδηλώνονται διϋποκειμενικά με πασιφανή τρόπο στην καθημερινότητα της διεθνούς πολιτικής. Το Wikileaks και άλλες διαρροές βοηθούν ακόμη περισσότερο να φωτιστούν. Εν ολίγοις, ακόμη και για τον μη ειδικό, η τεχνολογία και το διαδίκτυο προσφέρουν σήμερα στον κάθε παρατηρητικό πολίτη την δυνατότητα να τις επιβεβαιώνει καθημερινά.
 
Ερχόμαστε τώρα στον ακόμη βαθύτερο αλλά και πιο απαισιόδοξο Παναγιώτη Κονδύλη. Ο Κονδύλης, κάνοντας τις ίδιες περίπου εκτιμήσεις για τις προβολές των αναπόδραστων συγκρουσιακών τάσεων στον 21ο αιώνα, τις εμπλουτίζει με την βαθύτατη, μοναδική και ανεπανάληπτη γνώση που είχει όσον αφορά τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτικοστοχαστικές τάσεις της μοντερνιστικής εποχής. Διαβάζοντας μόνο και μόνο το απέραντης χρησιμότητας και μοναδικής ακρίβειας έργο του Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Από την μοντέρνα στην μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία (Θεμέλιο 1991)[10] κανείς έχει μια (συγκλονιστικά γλαφυρή) πλήρη ερμηνεία και περιγραφή της μετάβασης από τον μοντέρνο κόσμο στον μεταμοντέρνο της μαζικής παραγωγής και της μαζικής  κατανάλωσης.

Συνοψίζοντας μια μεγάλη θεώρηση των κρατών και του κόσμου και με κίνδυνο να την υπεραπλουστεύσω, υπογραμμίζω μερικά μόνο σημεία. Μια προγραμματική θέση του Κονδύλη που κυριολεκτικά καθηλώνει και προβληματίζει γιατί την βλέπουμε να επιβεβαιώνεται καθημερινά εις πείσμα προσδοκιών και ευσεβών πόθων, είναι η εξής: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους» (Κονδύλης Ισχύς και απόφαση 1991, σ. 213).

Αφού τονίσω για ακόμη μια φορά ότι η επιστημολογία του Κονδύλη είναι αυστηρά περιγραφική και αξιολογικά ουδέτερη, αναφέρω δύο αφετηρίες του που κάλλιστα απολήγουν στην θέση που μόλις παρέθεσα.

Πρώτον, είναι η δριμύτατη κριτική στην φιλοσοφική σκέψη, ιδιαίτερα των Νέων Χρόνων μετά τον 15ο αιώνα. Η πολιτική σκέψη, υποστηρίζει, είναι συνειδητά ή ανεπίγνωστα και εγγενώς στρατευμένη στις ενδοκρατικές και διακρατικές αξιώσεις ισχύος.

Δεύτερον, στην παλινωδία των ανθρώπων μεταξύ σφικτής πολιτικής οργάνωσης (που συνήθως στηρίζεται σε πλατωνικά στοιχεία κατατείνοντας προς την εσχατολογία) και μιας πιο χαλαρής πολιτικής οργάνωσης, η πολιτειακή και θεσμική συγκρότηση πάσχει. Από την μια πλευρά επιβάλλει «φύλακες» που αποδεικνύονται «λύκοι που φυλάνε τα πρόβατα» ή αντίστοιχα οριοθετεί και φυλακίζει την κρατική δομή μέσα σε ανθρωπολογικά στενόχωρες υλιστικές δομές οι οποίες είτε προκαλούν ασφυξία είτε έκρηξη (πχ την ΟΝΕ αλλά και κάθε αυστηρά υλιστικά δομημένο κράτος που παραγνωρίζει τον πνευματικό κόσμο των πολιτών του). Από την άλλη πλευρά, η χαλάρωση (για παράδειγμα, αυτορρύθμιση των σχέσεων των ανθρώπων μέσα από το εμπόριο και τη αλληλεξάρτηση) οδηγεί σε φυγόκεντρες τάσεις, απόλυτη κυριαρχία της ιδιοτέλειας και πολιτική αποδιοργάνωση που συμμαζεύεται άρον-άρον από αυτόκλητους ιδιοτελείς «φύλακες», δηλαδή, τις ηγεμονικές δυνάμεις, οι οποίες και τις προκάλεσαν. Οι ΗΠΑ, τονίζει στην εισαγωγή του Από τον 20 στον 21 αιώνα ενώ ενθαρρύνουν την αποδυνάμωση των εθνοκρατικών δομών διαμέσουν κριτικών αναλυτών, «όταν χαράζουν την στρατηγική τους για τον 21 αιώνα, δεν ερωτούν προηγουμένως τον Χάμπερμανς ή τον Ρωλς». Πολλοί από εμάς στα λιγότερο ισχυρά κράτη, εν τούτοις, τους «ερωτούμε».

Τώρα, συνεχίζοντας την ανέφικτη προσπάθεια να περιγράφω αντιπροσωπευτικά μερικές εκτιμήσεις του Κονδύλη συναφείς με το επίμαχο ζήτημα που συζητάμε εδώ, συμπληρώνω λέγοντας ότι ο ελληνογερμανός στοχαστής μελετώντας τις μοντερνιστικές τάσεις –όλες οι μοντερνιστικές ιδεολογίες, φιλελευθερισμός, μαρξισμός, φασισμός και οι αποχρώσεις τους, υποστηρίζει πειστικά, αν και διαφορετικού περιεχομένου, είναι μορφικά πανομοιότυπες– συμπεραίνει ότι ως αποτέλεσμα της μακραίωνης προσπάθειας των υλιστικών ιδεολογιών να εκτοπίσουν από την δημόσια σφαίρα τον πνευματικό κόσμο των ανθρώπων –αλλά και για εγγενείς λόγους εκ της ελεύσεως της μαζικοπαραγωγής και μαζικοκατανάλωσης–,  ισχυρές τάσεις εξωθούν προς ένα κόσμο χωρίς νόημα, χωρίς ουσίες και ιδεολογίες και χωρίς πνευματική υπόσταση.

Είναι ο μεταμοντέρνος κόσμος, ή καλύτερα η τραγική ανθρωπολογική εκμηδένιση λόγω των μακραίωνων προσπαθειών του μοντερνισμού να εκδιώξει τα πνευματικά από την δημόσια σφαίρα συγκροτώντας τα κράτη με υλιστικούς μόνο όρους (και στις διεθνιστικές εκδοχές του μοντενρνισμού να εφαρμοστεί αυτό και πλανητικά).

Χωρίς καλά-καλά να γνωρίζουμε τι ο ίδιος ο Κονδύλης πίστευε ως άτομο, τα ανελέητα συμπεράσματά του για την ανθρωπολογική εκμηδένιση των πολιτών των κρατών στην μαζικοπαραγωγική και μαζικοκαταναλωτική εποχή είναι πολύ μεγάλης σημασίας για την κατανόηση της πορείας των κρατών και του κόσμου. Χαρακτηριστικά, ο Κονδύλης, περιγράφει με ακρίβεια που εκπλήττει τις προεκτάσεις στην πράξη λόγω μεταμοντέρνας ανθρωπολογικής εκμηδένισης σε τομείς όπως η αστική πολεοδομία, η μουσική ισοπέδωση, η παρά φύση σεξουαλική εξίσωση, η κινηματογραφική συμμόρφωση με τις μαζικοκαταναλωτικές ανάγκες, η μορφωτική-εκπαιδευτική ισοπέδωση, οι παρωπίδες της στερούμενης πνευματικού υπόβαθρου τεχνικής γνώσης κα συνολικά η λειτουργίστικη και οικονομικίστικη ερμηνεία των πολιτικών σχέσεων που κατατείνουν στην ανθρωπολογική εξίσωση, εξομοίωση και ισοπέδωση.

Χαρακτηριστικά, αναφέρει, ενθαρρύνεται η εναλλαξιμότητα των πάντων με τα πάντα (ακόμη και στα σεξουαλικά ζητήματα όπου διαπομπεύεται ο γάμος και εκθειάζεται η χαλάρωση των παραδοσιακών ηθών), τονίζεται η λειτουργία εις βάρος της κλασικά νοούμενης αισθητικής ομορφιάς, ενθαρρύνεται η εγωπάθεια, ο φιλοτομαρισμός και η φιλαυτία, το αστικό κουτί-διαμέρισμα εκτοπίζει την πατροπαράδοτη κατοικία, εγκαταλείπεται η κλασική διαυγής συμμετρία και η φυσική απλότητα, εξυμνείται το διονυσιακό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, καλλιεργείται ο μιμητικός εκλεκτεκιστικός ιστορισμός για να αποκτήσει υπόβαθρο αξιών και νοημάτων ο εύτακτα ρυθμισμένος καταναλωτικός και παραγωγικός κόσμος, καταπολεμείται η προϊστορία των προσώπων και οι οικογενειακές παραδόσεις, και γενικά αναπτύσσονται τάσεις που κατατείνουν στην επικράτηση του μορφολογικού στοιχείο που κατακερματίζει και χωροποιεί ανάλογα την ζωή εντός των κρατών και διεθνώς.

Αυτές οι διόλου συμβατικές περιγραφές του Κονδύλη που αντλούν από την τεράστια, μοναδική και ανεπανάληπτη γνώση του μοντέρνου και μεταμοντέρνου κόσμου, καταλήγει στην εκτίμηση ότι τελικά η γενίκευση των μεταμοντέρνων τάσεων αποδυναμώνουν τους παράγοντες που «συγκροτούν και συγκρατούν τα κράτη και τον κόσμο». Προκαλούν διολίσθηση σε ένα μεταμοντέρνο κόσμο πάλης, σε ένα «πρωτόγονο στάδιο στοιχειακής υπαρξιακής αντιπαράθεσης».

Υπογραμμίζει, χαρακτηριστικά σε αντίθεση με τα θεωρήματα περί τέλους της ιστορίας και έλευσης κάποιου είδους αλτρουιστικής δήθεν παγκοσμιοποίησης. Παραθέτω εδώ ένα εκτενές απόσπασμα από το Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού: «Η αποσύνθεση των πολιτικών ιδεολογιών του 19ου και 20ου αιώνα δεν θα συνεπιφέρει το τέλος των αγώνων ισχύος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, έθνη και κράτη – αυτό δεν θα γινόταν ούτε και στην άκρως απίθανη περίπτωση όπου θα σταματούσαν οι πόλεμοι στην διακρατική τους μορφή» … Εξαφάνιση των ιδεολογιών δεν θα εξαφανίσει τις συγκρούσεις. Ακόμη και επικράτηση μιας κοσμοθεωρίας θα οδηγεί σε διαφορετικές ερμηνείες από διαφορετικές ομάδες. Έτσι διεξάγονταν οι κοινωνικοί αγώνες της societa civilis. … «Είναι δυνατές οι συγκρούσεις σε καθαρά υπαρξιακή βάση χωρίς κανένα ιδεολογικό ψιμύθιο, κι αυτές ίσως να ήσαν ακόμη πιο τραχειές και αμείλικτες απ’ όσες έχουν ιδεολογικά κίνητρα. Το «τέλος των ιδεολογιών» θα είχε τότε ως συνέπεια όχι το «τέλος της ιστορίας» προς την κατεύθυνση ενός ακτινοβόλου μεταιστορικού μέλλοντος, αλλά την επιστροφή της ιστορίας στο πρωτόγονο στάδιο της στοιχειακής υπαρξιακής αντιπαράθεσης». Τα περί τέλους της ιστορίας οφείλονται στο γεγονός ότι «οι νοητικές κατηγορίες προσανατολίζονται, στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, προς τον χώρο και όχι προς τον χρόνο. … επιστροφή στην προσδοκία του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα πως το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο «Εδώ φυσικά τίθεται ένα ερώτημα γιατί να πετύχει ο μάνατζερ εκείνο που δεν κατόρθωσε ο αστός» (Από το Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού ό.π.).

 
Πριν καταγράψω την δική μου εκτίμηση επισημαίνω τις κύριες διαφορές και συγκλίσεις του Mearheimer με τον Κονδύλη. Αμφότεροι απορρίπτουν ως αβάσιμες τις μοντερνιστικές συζητήσεις για τις προοπτικές σταθερότητας και ειρήνης εάν επικρατήσει το ένα ή άλλο είδος εσωτερικό καθεστώς. Ο μεν Mearheimer όμως με περιγραφικά αποστασιοποιημένο τρόπο δεν συζητά καν την ανθρωπολογία στο εσωτερικό του κράτους και στέκεται –όπως και ο μεγάλος δάσκαλός του Kenneth Waltz, βλ. πιο πάνω– στο κράτος ως είδος πολιτικής οργάνωσης που λειτουργεί αυστηρά με όρους αυτοσυντήρησης (εξ ου και εδώ συγκλίνει με την προαναφερθείσα θεώρηση του Κονδύλη για τον ρόλο της ισχύος σε μια ατέρμονη εναλλαγή φίλων και εχθρών ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους – για τους μη εξοικειωμένους με το έργο του Κονδύλη αναφέρω απλά ότι ο «εχθρός» και η «έχθρα» και η «φιλία» ή οι «φίλοι» εδώ δεν αναφέρονται με την συμβατική έννοια αλλά σε αναφορά με την αντιπαράθεση θέσεων και αξιώσεων για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα και ο κόσμος σε συνάρτηση με τα συμφέροντα και την αυτοσυντήρηση του καθενός).

Η ειδοποιός διαφορά όσον αφορά τον Κονδύλη είναι ότι υπεισέρχεται με μεγάλη επιστημονική δεξιότητα μέσα στο ανθρωπολογικό ναρκοπέδιο που πολλούς ανατινάζει αλλά όχι τον ίδιο. Κυρίως, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι υλιστικές νοηματοδοτήσεις της ζωής και η αφαίρεση του πνεύματος από την δημόσια σφαίρα –κύρια χαρακτηριστική τάση της μετά-Βυζαντινής εποχής– οδηγεί σε ανθρωπολογικό ροκάνισμα και σε υπονόμευση του πολιτικού ορθολογισμού ο οποίος, με τον ένα ή άλλο τρόπο, είναι το ζητούμενο όλων: Στην κλασική εποχή ο πολιτικός ορθολογισμός διαμορφωνόταν μέσα από τον «ορθό λόγο» και την «σύμμειξη και μέθεξη» πνευματικών και αισθητών μέσα στην δημοκρατική σφαίρα του Δήμου. Στην μοντερνιστική εποχή όπως κυρίως διαμορφώθηκε από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα ο «ορθολογισμός» είναι πρωτίστως εξωπολιτικός. Κάποιοι συμβατικά θεωρούμενοι μεγάλοι φιλόσοφοι της νεοτερικότητας όρισαν τι είναι «ορθολογισμός στην πολιτική» και μέσω του ενός ή άλλου ιδεολογικού δόγματος (κομμουνιστικού, φιλελεύθερου, φασιστικού και πολλών άλλων αποχρώσεων) επιχειρούν να επινοήσουν «μεταβατικούς θεσμούς» που θα διαμορφώσουν μια ορθολογιστική υλιστική ανθρωπολογία που «θα συγκρατεί τα κράτη και τον κόσμο».

Μιλάμε για την εγγενώς εσχατολογική ιδεολογική πολιτική σκέψη εκείνης της (υλιστικής-μοντερνιστικής και μεταμοντέρνας) εκδοχής της νεοτερικότητας που εδώ και αιώνες επιχειρεί να κτίσει ένα υλικό κόσμο απαλλαγμένο από τον απέραντο πνευματικό κόσμο των ατόμων και των κοινωνιών – κατά τον Κονδύλη, αυτό το «ενοχλητικά ταραχοποιό πνεύμα» που οι ιδεολογίες επιχειρούν να εκτοπίσουν έξω από την δημόσια σφαίρα.
 
Γράφοντας και συνοψίζοντας τα πιο πάνω είμαι σίγουρος πολύ ενοχλητικά πράγματα για την συμβατική πολιτική σκέψη. Πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν η παρασιτική πολιτική σκέψη είναι πολύ διαδεδομένη καθότι εκατομμύρια σημερινοί ομιλούντες υλιστικά έχουν εκτραφεί την εποχή της ιδεολογικής διαμάχης εξυπηρετώντας μονόχνοτα και μονοσήμαντα την μια από τις δύο, άντε τρεις, εκατέρωθεν εσχατολογικές ιδεολογίες. Οι συχνές δονκιχωτικές επιθέσεις κατά του Κονδύλη, ερμηνεύονται πολύ εύκολα στην βάση «ανθρώπινων αδυναμιών» αλλά και γιατί θίγει μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα, κοντά δύο δεκαετίες μετά τον πρόωρο θάνατό του.
Είναι ο ιδεολογικός κόσμος που βλέπουμε γύρω μας να καταρρέει και που όλα αυτά τα εκατομμύρια κατέχοντας ακόμη ακαδημαϊκές έδρες και έχοντας ισχυρές θέσεις ως «δημόσιοι διανοούμενοι» στα μέσα ενημέρωσης, αμήχανα αντί να παύσουν να μιλούν (και κυριολεκτικά να πάνε σπίτι τους!) παραμιλούν θρέφοντας ακόμη περισσότερο τον πολιτικό ανορθολογισμό και την πνευματική σύγχυση. Οι πολιτικές ηγεσίες, εξάλλου, έχοντας από καιρό εν πολλοίς μετατραπεί σε θλιβερούς τεχνοκράτες της μαζικοπαραγωγής και της μαζικοκατανάλωσης, τα έχουν κυριολεκτικά χαμένα και αυτό αφενός δεν κρύβεται και αφετέρου είναι περιττό να τύχει «επιστημονικής τεκμηρίωσης» μιας και καταμαρτυρείται καθημερινά.

 
Τώρα, μετά τα σχόλια και τις εκτιμήσεις σε αναφορά με τον Mearheimer και Κονδύλη, θα διατυπώσω εξίσου συνοπτικά μερικές δικές μου εκτιμήσεις στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π., οι οποίες μάλλον τις συμπληρώνουν παρά τις αντικρούουν.

Κατά πρώτον, κανείς είναι όχι μόνο αιθεροβάμων αλλά και τυφλός αν δεν κοιτάξει γύρω του και διαπιστώσει ότι σε αντίθεση με τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογικά δόγματα των τριών τελευταίων αιώνων που εκατομμύρια κήρυτταν και που μερικοί ακόμη λόγω κεκτημένης ταχύτητας παραμιλώντας κηρύττουν, δεν έχουμε ένα ανθρωπολογικά και πολιτικά ενοποιημένο πλανήτη.

Οι ιδεολογίες όλων των αποχρώσεων εκούσες άκουσες γονατίζουν μπροστά στο οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός ότι τους τελευταίους αιώνες παρά την πεισματική προσπάθεια να εκτοπιστεί το πνεύμα από την δημόσια σφαίρα, τα υποκείμενα έθνη αυτοθεσμίστηκαν ανθρωπολογικά σε μη ρατσιστική βάση και συγκρότησαν εθνικές-πολιτικές ανθρωπολογίες που αναζητούν σήμερα τον ρόλο του εντολέα στις πολιτικές εξελίξεις. Οι πολιτικοί στοχαστές και τα πολιτικά ελίτ της έμμεσης αντιπροσώπευσης πανταχόθεν στέκονται πλέον απελπισμένα και απεγνωσμένα μπροστά σε αυτό το καθημερινά καταμαρτυρούμενο κοινωνικοπολιτικό γεγονός.
Βέβαια, ας μην προστρέχουμε. Χρειάστηκαν αιώνες για να κτιστεί ένας επίπλαστος κόσμος. Δεν θα μεταλλαχθεί από την μια μέρα στην άλλη. Πλην, η ταχύτητα των πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων ετών εκπλήττει και τον πιο επιφυλακτικό.

Τα μέλη των κοινωνιών ζητούν θεσμούς που αντανακλούν τις ανθρωπολογικές τους προϋποθέσεις και επίπλαστοι θεσμοί όπως το υπερκράτος-εποικοδόμημα της πρώην ΕΣΣΔ ή η ΟΝΕ εξαφανίστηκαν ή σύντομα εξαφανίζονται για να προσαρμόσουν την πολιτική στις ανθρωπολογικές δομές. Δεν χρειαζόμαστε την δακτυλοδείχνουσα Αφροδίτη του περιοδικού Φόκους ή τις ρητές πολιτικές δηλώσεις της Καγκελλαρίου Μέρκελ για να καταλάβουμε ότι η υποκείμενη ανθρωπολογία της ΕΕ είναι μηδενική και ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απαιτείται να εξορθολογιστεί αναλόγως και αντιστοίχως. Ούτε βέβαια χρειαζόμαστε περισπούδαστες αναλύσεις για να γνωρίζουμε ότι στην θέση του μεγαλόσχημου σοβιετικού εγχειρήματος σήμερα υπάρχουν τόσα έθνοκράτη όσες και οι υποκείμενες εθνικές ανθρωπολογίες. Αυτά είναι πράγματα που ο «απλός άνθρωπος» με λίγη προσπάθεια (και πολιτικοστοχαστική αποτοξίνωση) το ξέρει πολύ καλά και όποτε θελήσει να κοιτάξει το βλέπει. 

Κατά δεύτερον, πέραν της θεώρησης του Mearheimer, –του οποίου την ανάλυση του κρατοκεντρικού συστήματος συγκρατούμε ως εν πολλοίς ορθότατη και μοναδικής χρησιμότητας για όσους θέλουν να πλοηγήσουν το εθνοκρατικό τους καράβι διαμέσου της διεθνούς πολιτικής χωρίς πολλές ζημιές– κανείς θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το γεγονός ότι τα κράτη του 21ου αιώνα δεν θα είναι «υλιστικά κουτιά» όπως όλη η μοντερνιστική παράδοση εκλαμβάνει ως δεδομένο.

Είναι πλέον εθνοκράτη με την έννοια μιας εύρωστης πολιτικής ανθρωπολογίας που αναλύεται μέσα από τις στάχτες των υλιστικών θεωριών που εξαφανίζονται ως ασήμαντες και ως ιστορικά ατυχήματα. Οι θεωρίες αυτές, αναφέρω εκτενώς στο προαναφερθέν κείμενό μου, είναι «ιστορικό ατύχημα». Η επικυριαρχία των μετά-Μεσσαιωνικών ηγεμόνων στην Ευρώπη και στην συνέχεια μέσω της αποικιοκρατίας παγκόσμια, αποσκοπούσαν στο να παράγουν ταχύρρυθμα μια εξ ανάγκης υλιστική πολιτική ανθρωπολογία μιας και οι δουλοπάροικοι δεν ήταν εύκολο να μετατραπούν από την μια μέρα στην άλλη σε «πολίτες» κλασικά νοούμενους ως εντολείς των εντολοδόχων κατόχων της διακυβέρνησης.

Έτσι εφευρέθηκαν οι ιδεολογικές εσχατολογίες, τα «συμβόλαια», οι δογματικές πολιτικές εκλογικεύσεις, τα «μεταβατικά σοβιέτ» και η μεταβατική «έμμεση αντιπροσώπευση» που βαπτίστηκε έμμεση «δημοκρατία». Μιας και αναμενόμενα οι δυσκολίες ταχύρυθμης μετατροπής των δουλοπαροίκων σε «πολίτες» δεν πετύχαιναν, εκτελέστηκαν εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες, μαζικές δολοφονίες για ιδεολογικούς λόγους και είχαμε ιδεολογικές ηγεμονομαχίες που κόστισαν την ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.

Τόσο λοιπόν ως εκ της –εις πείσμα των ιδεολογιών– ενδυνάμωσης των εθνικών πολιτικών ανθρωπολογιών κάτω από τα μοντερνιστικά εποικοδομήματα όσο και ως εκ του γεγονότος ότι αναδύθηκαν αρχαία και μακραίωνα σμιλευμένα έθνη, η συζήτηση για τα εσωτερικά καθεστώτα είναι μεν παρωχημένη αλλά όχι και η συζήτηση για την εσωτερική πολιτική και ανθρωπολογική ωριμότητα κάθε κοινωνικής οντότητας. Αν μη τι άλλο, μπροστά μας, δισεκατομμύρια άνθρωποι που ανήκουν σε μικρά και μεγάλα έθνη αναζητούν ρόλο πέραν των συμβατικών ιδεολογικών δογμάτων του μοντερνισμού που κυριάρχησαν τον 19ο και 20ο αιώνα. Η βαθύτατη προέκταση αυτής της εκτίμησης, αν είναι σωστή, οδηγεί και στην κύρια απόχρωση δικής μου διαφοροποίησης με τον Κονδύλη.

Κατά τρίτον, κατ’ εμένα, το μεγαλύτερο στοχαστικό μυστήριο με τον Κονδύλη είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν εξέτασε την Βυζαντινή Οικουμένη η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της μοντερνιστικής πολιτικοπνευματικής κοσμοθεώρησης. Ενώ ο ανθρωπολογικά εκμηδενισμένος άνθρωπος σε πολλά κράτη της Δύσης όπως ο Κονδύλης τον περιγράφει είναι διϋποκειμενικά μια αληθής κατάσταση που ο καθείς διαπιστώνει στην καθημερινότητά του, δεν είναι τόσο σίγουρο ότι κυριάρχησε ως ανθρωπολογική παράμετρος στις κοινωνίες της Δύσης (εάν και όπου επικράτησε, βέβαια, οι απρόσεκτοι θα υποστούν τις συνέπειες της ανθρωπολογικής και κατά συνέπεια ανθρωπολογικής αυτό-υπονόμευσής τους).

Ακόμη πιο σημαντικό σίγουρα η τάση αυτή δεν κυριάρχησε σε χώρες και περιφέρειες όπου ζουν δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή των εθνών τα οποία όπως ήδη υπαινιχθήκαμε είτε είχαν εμπλακεί από εφήμερες πολιτικές ηγεσίες σε ιδεολογικές διαμάχες είτε μόλις τώρα βρίσκουν την εθνική τους αυτοπεποίθηση μετά το σύντομο διάλειμμα της μετά-αποικιακής ιδεολογικής ηγεμονομαχίας του 20ου αιώνα. Μιλάμε για την Ρωσία, την Κίνα, τη Ινδία, αλλά και αρκετές άλλες σήμερα μεσαίες και ενδεχομένως αύριο ισχυρές χώρες όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Βραζιλία.

Οι ιστορικές ανθρωπολογίες αυτών των εθνών ανασυγκροτούνται και κάθε άλλο παρά υλιστικές είναι. Με πολύ μεγάλη ένταση, εξάλλου, αναζητούνται πολιτικές δομές προσαρμοσμένες στην κατά περίπτωση ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας. Αυτά τα δισεκατομμύρια δεν εμπίπτουν, για να το πούμε διαφορετικά, στις κατά τα άλλα αληθείς όσον αφορά την Δύση μεταμοντέρνες ανθρωπολογικές περιγραφές του Κονδύλη. Η προέκταση αυτής της σκέψης, όπως θα δούμε, είναι ότι βαθιές και κοσμοθεωρητικά μεστές ανθρωπολογίες είναι ακόμη πιο ευαίσθητες για την αυτοσυντήρησή τους. 
 
Η αυτοσυντήρηση ως θεμελιώδης ανθρωπολογική παράμετρος αποκτά βαθύτερες ιδιότητες σε ένα ανθρωπολογικά μεστό κοινωνικό σύνολο που δεν μάχεται μόνο για την υλική ύπαρξή του αλλά για πολλά ακόμη βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα που συγκροτούν την ατομική και συλλογική πνευματική υπόσταση και την ατομική και συλλογική ανθρωπολογική ετερότητα. Ένα τέτοιο κοινωνικό σύνολο συγκρινόμενο με ένα σύνολο του οποίου η ανθρωπολογική υπόσταση είναι υλιστικά φορμαρισμένη, ακόμη και εξαίρετοι και προσεκτικοί αναλυτές όπως oι Mearheimer και Waltz, επιλέγουν να μην το συμπεριλάβουν ως παράμετρο των αναλύσεών τους. Ταυτόχρονα, κάνουν σαφές ότι δεν φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν τα κράτη και την εξωτερική τους πολιτική συμπεριλαμβάνοντας τους πολιτισμούς και τις ανθρωπολογίες κάθε κράτους και κάθε περιοχής. Σωστή κα επιστημονικά τίμια αυτή η στάση, πλην επί τάπητος τίθενται οι βαθμίδες ευαισθησίας σε ζητήματα επιβίωσης και αυτοσυντήρησης ανάλογα και αντίστοιχα με το επίπεδο της ανθρωπολογικής, πνευματικής και πολιτικής ωρίμανσης μιας κοινωνίας.

Πιο συγκεκριμένα, δεν αμφισβητούμε στο παραμικρό την σοφία της θέσης ότι σε ένα ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό κόσμο κυρίαρχων κρατών, και γι’ αυτό αναπόδραστα άναρχο, η ισχύς και η αυτοσυντήρηση είναι δύο κύρια και προσδιοριστικά αίτια της συμπεριφοράς των κρατών. Συμπληρώνουμε μόνο λέγοντας ότι η ειδοποιός διαφορά ενδέχεται να βρίσκεται στις προϋποθέσεις ισχυρότερων αντί-ηγεμονικών αντανακλαστικών μιας πνευματικά και πολιτικά μεστής κρατικής ανθρωπολογίας.
Η κατά τα άλλα θεμελιώδης ανθρωπολογική παράμετρος της επιβίωσης αυτοσυντήρησης εκδηλώνεται διαφορετικά, υποστηρίζεται, αν συγκριθεί η στάση ενός ανθρωπολογικά εκμηδενισμένου φιλοτομαριστή –κάτι τέτοιο υποδηλώνουν οι πολύ χρήσιμες θεωρήσεις του Κονδύλη όταν σπρώχνοντας τις υλιστικές νοηματοδοτήσεις της ζωής ίσαμε τις λογικές απολήξεις τους καταλήγουν στον Μαρκήσιο ντε Σάντ και στον Λα Μεττριέ, τους συνεπείς, όπως τους ονομάζει, μηδενιστές– με τις αντίστοιχες στάσεις ενός πνευματικά μεστού πολίτη όταν υπερασπίζεται όχι μόνο την επιβίωσή του αλλά και ότι άλλο προσδιορίζει την πολιτική ωριμότητα των κοινωνικών οντοτήτων μακραίωνης διαδρομής, μεστών κοσμοθεωρητικών θεσφάτων, εδραίων πνευματικών θεμελίων και υπαρξιακής συνειδητοποίησης και κατανόησης του εαυτού τους και του ανθρωπολογικού συνόλου μέσα στο οποίο ο πολίτης είναι ιστορικά ενταγμένος και ολοκληρωμένος.

Εν τέλει, αναφερόμαστε όχι σε επίπλαστα εθνικιστικά ιδεολογήματα που χαρακτηρίζουν τον κρατικό εθνικισμό της νεοτερικότητας αλλά σε ανθρωπολογικές ιδιότητες που βρίσκονται βαθειά μέσα στον υπαρξιακό πυρήνα μιας κοινωνικής οντότητας και των μακραίωνα σμιλευμένων ανθρωπολογικών της προϋποθέσεων. Διαβάζοντας τον Ρήγα Βελεστινλή, κανείς το κατανοεί εύκολα.
 

  1. Θαλασσοπορώντας με τον Καβάφη

Συμπερασματικά, συγκρατούμε το αξιόπιστο κεκτημένο της Θουκυδίδειας ανάλυσης για τον ρόλο της ισχύος, της κατανομής ισχύος, της σχέσης ισχυρού-αδυνάμου και των προϋποθέσεων σταθερότητας στην διεθνή πολιτική.

Η αυτοσυντήρηση νοούμενη όχι μόνο υλιστικά αλλά και πνευματικά, είναι αναμφίβολα θεμελιώδης ανθρωπολογική παράμετρος που εκδηλώνεται ακατάπαυστα διαμορφώνοντας την συμπεριφορά. Αν και χάριν συντομεύσεως πολλά παραλείψαμε εδώ, για να είμαστε πιο ακριβείς, το ζήτημα της επίγειας αυτοσυντήρησης αποτελεί και κύριο ζήτημα όλων των θρησκειών όταν διαμέσου δογματικών απαντήσεων επιχειρούν να επεξεργαστούν, μεταξύ άλλων, ζητήματα που αφορούν την ζωή και τον θάνατο, την σχέση επιγείων και επουρανίων και την σχέση ψυχής και σώματος.

Το επίγειο ανθρώπινο ον, εν τούτοις, και παρά το γεγονός όπως συχνά σωστά τονίζεται, η θρησκευτική προβληματική συνιστά κύρια διαμορφωτική ανθρωπολογική παράμετρο, είναι μια απείρως πιο σύνθετη οντότητα, διαχρονικά όχι κατά κανόνα και πάντοτε θρησκευόμενη. Σε τελευταία ανάλυση, είναι συμβατό με την προσέγγισή μας εδώ να συμπεριλάβουμε την θρησκεία ως σημαντική παράμετρο του ανθρωπολογικά μεστού πολίτη που συγκροτεί μια ανθρωπολογικά βαθιά θεμελιωμένη κοινωνία», της οποίας «τα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης είναι οξυμμένα και “ετοιμοπόλεμα” να αντιδράσουν κατά όποιου απειλεί μια πολλαπλά νοούμενη επιβίωση.
 
Τώρα, αποστασιοποιούμενοι απολύτως από κάθε εσχατολογική θεώρηση του ανθρώπου, του κράτους και του κόσμου, και αφού εκφράσουμε την εκτίμηση ότι κάποιου είδους Βυζαντινή Οικουμένη ή Θεοκρατία δύσκολα θα ξανά-υπάρξει, στεκόμαστε στις ιδιότητες του εθνοκρατοκεντρικού κόσμου όπως κινείται στο κατώφλι του 21 αιώνα.
Ο άνθρωπος ως άτομο και ως κοινωνική οντότητα ταξιδεύει χωρίς ποτέ να φτάνει σε μια Ιθάκη. Την απάντηση για τα πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα του ταξιδιού τα έδωσε μέσα από τον φιλοσοφημένο ποιητικό του λόγο ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς φιλοσόφους της ιστορίας που κατόρθωσε να συνδέσει βαθειά ανθρώπινα νοήματα και να ορίσει με τρόπο που επιτρέπουν αναρίθμητες και σύνθετες εφαρμογές. Ο Καβάφης, λοιπόν, έδεσε την ιστορία, την ανθρωπολογία, την πολιτική και το ταξίδι τους προς ένα άφθαστο κόσμο. Έτσι είναι ο άνθρωπος και όποιος κάτι άλλο θέλει, τουλάχιστον για τους πολύ πιστούς, υπάρχει μόνο υποθετικά και σε τόπους χλοερούς και επουράνιους.

Με αυτούς τους πολύ στέρεους Καβάφειους όρους και ενσωματώνοντας στην προβληματική αυτή το καλό διεθνολογικό κεκτημένο για την αφετηρία, την πορεία και την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος, υποστηρίζουμε ότι το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα θαλασσοπορεί.

Η θαλασσοπορία συνεπάγεται τρικυμίες, θυμωμένους Ποσειδώνες, πολλές μα πάρα πολλές Σειρήνες, ιδιαίτερα τις εσχατολογικές ιδεολογικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες Σειρήνες, Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και κάθε άλλου είδους εμπόδια. Υπάρχουν βέβαια και νηνεμίες, ιδιαίτερα όταν ένα εθνοκράτος σωστά και ορθολογιστικά κινούμενο φροντίζει την εθνική του ασφάλεια ως προϋπόθεση διαιώνισής του και έχοντας ως θέσφατο την εθνική του ανεξαρτησία που την θεωρεί το πολυτιμότερο αγαθό στο παρόν και στο μέλλον.

Μια τέτοια θεώρηση σημαίνει πολλά τα οποία δεν θα επαναλάβω εδώ, πλην μόνο ότι θαλασσοπορώντας προς μια ενδεχομένως ανύπαρκτη Ιθάκη ενέχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό που κουβαλούμε μέσα στην ψυχή μας και μέσα στο μυαλό μας ως άτομα και ως κοινωνικές οντότητες και για το οποίο είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε υπαρξιακά και με κάθε μέσο εάν απειλειθεί.

 
Συνοψίζοντας λοιπόν με τον συντομότερο δυνατό τρόπο, τις προϋποθέσεις της θαλασσοπορίας του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος που εξ αντικειμένου συγκροτείται από ανεξάρτητα εθνοκράτη, σημειώνουμε ότι, προγραμματικά και επειδή απουσιάζει μια διεθνής ρυθμιστική εξουσία, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας και της αυτοσυντήρησης. Όλα τα υπόλοιπα είναι ενδιάμεσα και εξαρτημένες μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένων και των διεθνών θεσμών. Αν ένα εθνοκράτος δεν συνεκτιμήσει αυτή την αδήριτη διαχρονική πραγματικότητα «παθαίνει ότι του αξίζει».

Η σταθερότητά και οι ειρηνικές προϋποθέσεις του ευρύτερου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος –και έτσι κινείται στον 21ο αιώνα– δεν μπορεί να είναι δεδομένες και αδιατάραχτες. Ούτε καν μπορούν να προβλεφτούν εκτός και αν μπορούμε να προβλέψουμε όπως ο Νοστράδαμος την άνιση ανάπτυξη στα πεδία της πληθυσμιακής μεγένθυνσης, της τεχνολογίας, των πλουτοπαραγωγικών πόρων, των πνευματικών τάσεων και άλλων αστάθμητων κριτηρίων και παραγόντων.

Τάσεις βέβαια μπορούν να καταγράφονται αλλά μέχρι εκεί που γίνεται και σε σταθερά εδραία βάση, δηλαδή με καταμαρτυρούμενα κριτήρια όπως η αυτοσυντήρηση και οι επιθετικές τάσεις που γεννά μια για παράδειγμα κατάκτηση δεσπόζουσας ηγεμονικής θέσης. Η πλέον σημαντική διαμορφωτική παράμετρος, όμως, από την οποία εξαρτάται η ειρήνη, η σταθερότητα και η ασφάλεια των κρατών του διεθνούς συστήματος, είναι το πόσο δυνατά είναι στο εσωτερικό του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος τα αντί-ηγεμονικά αντανακλαστικά. Κοντολογίς πόσα ποια και ποιων ιδιοτήτων είναι τα κράτη που συμπεριφέρονται αντί-ηγεμονικά.

Ήδη υποστηρίξαμε ότι πιο εδραίες εθνοκρατικές ανθρωπολογίες πνευματικά μεστές αναπτύσσουν μεγαλύτερα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης και κατά συνέπεια ισχυρότερα αντί-ηγεμονικές συμπεριφορές κατά όποιου τις απειλεί. Δεν αποκλείουμε, επίσης, να αναπτύσσουν και επιθετικές στάσεις και ήδη αναφερθήκαμε πιο πάνω στις ηγεμονικές δυνάμεις του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος και το γεγονός ότι ένα κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ανάπτυξη επιθετικών στρατιωτικών και διπλωματικών ικανοτήτων. Πλην όμως, ενόσω η Υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή της Εθνικής Ανεξαρτησίας εμπεδώνεται ως θέσφατο ενδοκρατικά και διακρατικά τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να εντείνονται και να βαθαίνουν τα αντί-ηγεμονικά αντανακλαστικά ακόμη και μεγάλων δυνάμεων με ισχυρές και μακραίωνες ανθρωπολογίες που βαθαίνουν ολοένα και περισσότερο.

Ασφαλώς, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, αν θυμηθούμε ότι αυτό ακριβώς ήταν το κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα των κλασικών Πόλεων και μάλιστα πολύ πιο ώριμο και αναπτυγμένο, τόσο ανθρωπολογικά όσο και ως προς το θέσφατο της εθνικής ανεξαρτησίας (το οποίο τότε όριζαν ως «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» και που ήταν η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της ενδοκρατικής δημοκρατικής συγκρότησης).

Επισημαίνουμε λοιπόν ότι το κλασικό σύστημα των πόλεων με πολύ εντονότερο τρόπο συγκρινόμενο με το κρατοκεντρικό των τελευταίων αιώνων της μοντερνιστικής περιόδου εμπεριείχε όλες τις κρατοκεντρικές ιδιότητες του συγχρόνου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Η κύρια διαφορά σήμερα είναι οι μεγαλύτερη κλίμακα της ισχύος στο επίπεδο των ηγεμονικών δυνάμεων και τα αστάθμητα κριτήρια που εισάγονται λόγω ορμητικής εισόδου στην διεθνή πολιτική μεγάλων και ιστορικών εθνών. Πόσο θα λειτουργούν αντί-ηγεμονικά και πως αυτό θα επηρεαστεί από τις βαθύτατα πνευματικά διαμορφωμένες πολιτικές τους ανθρωπολογίες;

Συναφώς με τις τελευταίες παρατηρήσεις, δύο ακόμη επισημάνσεις: Πρώτον, η μόνη άξια λόγου επεξεργασία μετάβασης από αυτό εθνοκρατοκεντρικό σύστημα σε κάτι άλλο, πχ ένα κοσμοσύστημα περιφερειακά ή παγκόσμια με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά πχ της Βυζαντινής Οικουμένης, γίνεται από τον Γιώργο Κοντογιώργη. Και ο εκλεκτός συνάδελφος, εν τούτοις, θα δεχόταν, εκτιμώ, ότι η πρωτοποριακή ανάλυσή του αφορά το μέλλον, ενώ πολλές παράμετροι είναι άγνωστοι. Κυρίως, η διαλεκτική σχέση i) κοινωνικής ετερότητας, ii) πολιτικής ωρίμανσης στο επίπεδο των κοινωνικών οντοτήτων του υπόλοιπου πλανήτη πέραν της δικής μας περιφέρειας και iii) κοσμοσυστημικών πολιτικοπνευματικών δομών που θα επιτρέπουν (σε περιφερειακό; παγκόσμιο; επίπεδο) μια κομοσυστημική πολιτική συγκρότηση. Δεύτερον, μέχρι να υπάρξει μια τέτοια κοσμοσυστημική δομή ή εάν ποτέ δεν υπάρξει, η θαλασσοπορία του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, ούτως ή άλλως, θα είναι συνάρτηση α) της ισορροπίας δυνάμεων, β) της προσκόλλησης ολοένα και περισσότερων εθνοκρατών στην αντί-ηγεμονική κοσμοθεωρητική αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας και γ) της ολοένα βαθύτερης πνευματικής ενδυνάμωσης των αντανακλαστικών αυτοσυντήρησης που θα δυναμώνουν ακόμη περισσότερο από ότι μέχρι σήμερα τις αντί-ηγεμονικές στάσεις και συμπεριφορές. Εδραίες Πολιτείες, λοιπόν, Εθνική Ανεξαρτησία, ισορροπία δυνάμεων και αντί-ηγεμονικές στάσεις και συμπεριφορές. Γι’ αυτό ο Θουκυδίδης όχι μόνο είναι επίκαιρος αλλά θα καθίσταται ολοένα και πιο επίκαιρος.

 
Τέλος, όσον αφορά τις ΗΠΑ, τα συμπεράσματα από την προηγηθείσα ανάλυση είναι τα εξής: ) Αναμφίβολα θα συνεχίσει να είναι μια μεγάλη και ηγεμονική δύναμη. i) Η άφρων υπερεξάπλωσή της μετά το 1990 που ενθαρρύνθηκε από το τρομοκρατικό κτύπημα του 2011 οδηγεί ακάθεκτα στην μείωση της σχετικής της ισχύος. ii) Όπως και άλλες ηγεμονικές δυνάμεις και όπως επαληθεύτηκε πρόσφατα στην Λιβύη, θα συνεχίσει να επιχειρεί επεμβάσεις που θα αυξάνουν το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου που κατέχει. iii) Σύντομα θα γίνει ακόμη πιο αντιληπτό από τους αμερικανούς ότι ένας κόσμος πολλών και μεγάλων εθνών απαιτεί πολύ πιο προσεκτική και πιο εξεζητημένη διπλωματία απ’ ότι επέδειξαν στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στην Κύπρο και πρόσφατα στην Λιβύη. iv) Η τεχνολογία και το διαδίκτυο δημιουργούν ένα πολύ δύσβατο διεθνές πεδίο για κάθε φιλόδοξο ηγεμόνα και το ερώτημα είναι κατά πόσο όταν αυτό κατανοηθεί πλήρως στις ΗΠΑ θα ακολουθήσουν μια πιο ρεαλιστική και επιφυλακτική στάση, ενδεχομένως και μια αντί-ηγεμονική στάση.      
 


[1] Η ελληνική βιβλιογραφία διεθνών σχέσεων έχει πλέον εμπλουτιστεί με τα καλύτερα επιστημονικά έργα των διεθνών σχέσεων και ο πληροφορημένος πολίτης έχει πληθώρα κειμένων να ενδιατρίψει, εάν ενδιαφέρεται. Πρόσφατα, κυκλοφόρησαν δύο εμβληματικά έργα-σταθμός στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Το ανεπανάληπτο έργο του Kenneth Waltz, Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος (Εκδόσεις Ποιότητα 2011) (βλ. παρουσίαση και άλλα συναφή στο https://www.ifestosedu.gr/54waltzduo.htm) και το Hans Morgenthau, Επιστήμη και πολιτική της Ισχύος (Τουρίκη 2010). Για μια εκτενή ανάλυση των κυριότερων έργων διεθνών σχέσεων που μεταφράστηκαν στα Ελληνικά και μερικά ελλήνων συγγραφέων όπως του Παναγιώτη Κονδύλη βλ. https://www.ifestosedu.gr/82GoodBooks.htm.   

[2] Η ανθρώπινη φύση χαρακτηρίζεται από βαθειά ετερότητα για κάθε ένα άτομο. Η σχέση πνευματικών και υλικών, τα ψυχικές και πνευματικές δομές και ο τρόπος που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ποτέ δεν ήταν δεδομένα. Οι άνθρωποι ως ατομικότητες και ως συλλογικές οντότητες συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτή την βαθύτατη ετερότητα, η οποία είναι διαφορετική και ανόμοια με κάθε άλλη. Η συμπεριφορά επιπλέον, μπορεί να είναι αστάθμητη και απρόβλεπτη ανάλογα με τις πολιτικές περιστάσεις, τις προϋποθέσεις ατομικής και συλλογικής ασφάλειας, την οικονομική ευημερία και τον τρόπο που αυτά σχετίζονται με τους άλλους. Ο μόνος γνωστός τρόπος σταθεροποίησης μιας πολιτισμένης πολιτικής συμπεριφοράς ανεξαρτήτως ετερότητας του καθενός είναι η συμμετοχή σε μια Πολιτεία στο εσωτερικό της οποίας σταθεροποιούνται κανονιστικές δομές διακυβέρνησης ηθικά επικυρωμένες υπό τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις. Αυτό, όπως θα δούμε δεν ισχύει στην διεθνή πολιτική και έτσι θα είναι τα πράγματα μέχρι να υπάρξει μια παγκόσμια κοινωνία, ένα ενδεχόμενο εξ αντικειμένου ανέφικτο. Είναι ανέφικτο, καθότι πέντε χιλιάδες ιστορικής διαδρομής καταμαρτυρούν την ακριβώς αντίθετη τάση, τον πολιτειακό δηλαδή κατακερματισμό του πλανήτη σύμφωνα με την κοινωνική του ανομοιομορφία που καθίσταται ολοένα και πιο έντονη.   

[3] Στα ανεπανάληπτα κείμενα του Κονδύλη συγκροτήθηκε πολύτιμη ανάλυση και για τα τρία επίπεδα ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής. Αυτό το ερώτημα το έθετε συχνά στα κείμενά του. Για όποιον θέλει να διαβάσει ένα εξαιρετικό κείμενο για τον επερχόμενο 21 αιώνα σίγουρα το βιβλίο του Κονδύλη Από τον 20 στον 21 αιώνα (Θεμέλιο 2000) εκτιμώ ότι είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία διεθνών σχέσεων. Βλ. παρουσίαση αυτού και άλλων έργων του Κονδύλη στην σελίδα https://www.ifestosedu.gr/44Kondylis.htm

[4] Την διαδρομή και συγκρότηση του διεθνούς συστήματος την έχω εξετάσει στο τελευταίο μου βιβλίο Κοσμοθεωρία των Εθνών, Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του Κόσμου (Εκδόσεις Ποιότητα 2009), βλ. παρουσίαση και περιεχόμενα στην διεύθυνση https://www.ifestosedu.gr/104ΕθνικήΚοσμοθεωρία.htm.  

[5] Για το πλέον γνωστό βιβλίο ιστορίας διεθνών σχέσεων που διαπραγματεύεται αυτά τα ζητήματα αριστουργηματικά βλ. Adam Watson, Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας (Ποιότητα 2003).

[6] Συνοψίζεται στην έννοια της «στρατηγικής μαλακής ισχύος» και την λογική θέση ότι ξοδεύοντας ένα μικρό ποσό μπορεί μια μεγάλη δύναμη να εκπληρώσει τους σκοπούς της με το να κερδίζει τα μυαλά των πολιτικών ελίτ και της κοινής γνώμης χωρίς να καταφύγει σε δισεκατομμύρια που στοιχίζει μια στρατιωτική επέμβαση και κατοχή. Πέραν αναλυτών όπως ο Joseph Nye που έδωσε μια «ακαδημαϊκή ερμηνεία» (και διόλου τυχαία στην συνέχεια υπηρέτησε ως υφυπουργός εξωτερικών, κανείς μπορεί να διαβάσει το εξαίρετο δοκίμιο του Jonathan Mowat και τις πολλές παραπομπές του στο θέμα αυτό. Κανείς το αναζητεί στο διαδίκτυο και βρίσκεται αναρτημένο στην διεύθυνση https://www.ifestosedu.gr/47SoftPower.htm. Για το πως ήδη από το 1945 οι υπηρεσίες των ΗΠΑ μεθόδευσαν μια γενικευμένη στράτευση των αμερικανών επιστημόνων στην αμερικανική στρατηγική, βλ. το πολυσυζητημένο βιβλίο Christopher Simpson, Science of Coercion: Communication Research and Psychological Warfare, 1945-1960 Publisher: Oxford University Press, USA; 1ST edition 1996). 

[7] Στο Από τον 20 στον 21 αιώνα, ο.π. Στην εισαγωγή του ίδιου βιβλίου και με σαρωτική καθαρότητα ο Κονδύλης έγραψε: «(για όσους από τον τα αριστερά παραληρήματα πέρασαν ευθέως στον νεοφιλελευθερισμό καταλήγοντας έτσι, αντί να καταγγέλλουν τον ιμπεριαλισμό να κεραυνοβολούν «κάθε εθνικισμό» και ενστερνιζόμενοι τον οικουμενισμό μέσω της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων») «Δεν αναρωτιούνται ούτε ποιος θα τα ερμηνεύσει δεσμευτικά κάθε φορά τι σημαίνουν αυτά τα «δικαιώματα» στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ούτε αν και πόσο δικαιολογείται ο «εθνικισμός» όποτε ένας μικρός θέλει να αντισταθεί στις αδηφάγες διαθέσεις ενός μεγάλου. Με τον τρόπο αυτό, ενώ ηθικολογούν αδιάκοπα, στην πραγματικότητα συμπαρατάσσονται με το δίκαιο του ισχυρότερου. Αλλά αν ο ηττημένος αποδεχόμενος όψιμα την ιδεολογία του νικητή γίνεται συχνά ο γελοιωδέστερος και γλοιωδέστερος φορέας της, δεν είναι βέβαια ο πρωταρχικός εμπνευστής και θεμελιωτής της. Η «αριστερά» έχοντας μετατραπεί σε ουραγό ή σφογγοκωλάριο του αμερικανισμού, δεν αντλεί πλέον από ό,τι ζωντανότερο είχε η μαρξιστική παράδοση, δηλαδή την ανελέητη απομυθοποίηση των φιλελεύθερων ιδεολογημάτων, αλλά τρέφεται από μια κοινωνική θεωρία που εν μέρει αντικατοπτρίζει και εν μέρει συγκαλύπτει εξιδανικευτικά τις πραγματικές σχέσεις ισχύος μέσα στην δυτική μαζική δημοκρατία».

[8] Αυτά έχουν αναλυθεί από τον υποφαινόμενο εκτενώς και με πλήθος τεκμηριωτικών αναφορών σε όλα τα  βιβλία του στην ελληνική γλώσσα μετά το 1990.

[9] Αυτό είναι και το βασικό επιχείρημα του Κοσμοθεωρία των Εθνών ό.π., όπως εξάλλου υποδηλώνει και ο τίτλος.

[10] Τα έργα του Κονδύλη είναι πολλά και όλα πολύτιμα για τη κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Σημειώνω για παράδειγμα συμπληρωματικά το κριτική της μεταφυσικής (Γνώση 1983) και το τελευταίο και «ημιτελές» βιβλίο πριν το θάνατό του Το πολιτικό και ο άνθρωπος (Θεμέλιο 2007). Προσθέτω και υπογραμμίζω ότι κανείς μόνο συμπεράσματα μπορεί να συνάγει από τον Κονδύλη καθότι ο ίδιος στα έργα του επιδεικνύει μια ακλόνητη προσκόλληση στην επιστημονική ουδετερότητα. Τα συμπεράσματα που κανείς συνάγει από το έργο του, εκτιμώ, είναι συνάρτηση του πόσο καλά τα μελέτησε και πόσο καλά τα κατάλαβε. Κυρίως, όμως, το πόσο αφαίρεσε προγραμματικά πριν τα μελετήσει φακούς ζήλειας, ιδεολογικής μονομέρειας και πνευματικής στρεβλότητας απόρροια ατομικών ανικανοτήτων και αποδυναμωτικών προκαταλήψεων.

Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς www.ifestosedu.gr