“Το παρελθόν έχει μέλλον” είναι μία φράση του Στέφαν Ούλριχ που συναντά κανείς πριν την εισαγωγή του σπουδαίου βιβλίου του “Οι πόλεμοι της μνήμης- Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία”. Με όχημα τη μνήμη και βασικό εργαλείο του τα ΜΜΕ προσφέρει μία οπτική της ιστορίας μακριά από τα τετριμμένα των σχολικών εγχειριδίων και των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Άλλωστε, η δημόσια ιστορία μπορεί να είναι σαφώς πιο ενδιαφέρουσα και γιατί όχι ακόμη και ψυχαγωγική κατά τον εύστοχο όρο του Νίκου Μπακουνάκη “histo- tainment”.

Ads

Ο δραστήριος ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ ζει σχεδόν 35 χρόνια στην Ελλάδα, τα τελευταία 26 ως Έλληνας πολίτης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξηγεί στο tvxs τι ακριβώς είναι η δημόσια ιστορία και τη σχέση της με τα ΜΜΕ, επισημαίνει την ιδιαίτερη αντιμετώπιση της ιστορίας στην Ελλάδα, σχολιάζει τις σύγχρονες ιστορικές εξελίξεις και παραδέχεται πως “Οι στιγμές της ιστορίας συχνά διαρκούν πολύ, βασανιστικά πολύ.”

Συνέντευξη στον Μιχάλη Γουδή (ομάδα tvxs Θεσσαλονίκης)

Η Δημόσια Ιστορία


Τόσο ο όρος “δημόσια ιστορία” όσο και ο αντίστοιχος ακαδημαϊκός κλάδος (public history) είναι ελάχιστα γνωστοί στην Ελλάδα σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο εξωτερικό. Μπορείτε να μας τους αποσαφηνίσετε λίγο;

Η Δημόσια Ιστορία, μετάφραση του Public History, είναι σχετικά νέα έννοια. Ακόμη πιο πρόσφατα έχει αναγνωριστεί ως, ενδεχομένως νόθο, παιδί της μητρικής επιστήμης, με προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα –κυρίως στα πανεπιστήμια των αγγλοσαξονικών χωρών- αν και συχνά αμφιλεγόμενα ως προς τα όρια, τους στόχους και τις σκοπιμότητες, τους φορείς και τη «χρησιμότητά» της.

Ads

Η Δημόσια Ιστορία δεν περιλαμβάνει το, εσωστρεφές από τη φύση του, ακαδημαϊκό κομμάτι της ιστορικής κουλτούρας –την έρευνα και τη διδασκαλία στα αμφιθέατρα- αλλά διεκδικεί περίπου όλα τα υπόλοιπα. Αποσκοπεί στην ιστορική αφύπνιση, την ενημέρωση και ενδεχομένως την επιμόρφωση του κοινού αυτού, του «ανειδίκευτου» συνολικού πληθυσμού, του «λαού» για τον οποίο τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων δε διαθέτουν αρκετά θρανία. Μαζί με τους κατά παράδοση ιστορικούς, στη Δημόσια Ιστορία συνεισφέρουν επίσης δημοσιογράφοι, υπεύθυνοι αρχείων και μουσείων, αλλά και σκηνοθέτες και ξεναγοί του διαρκώς επεκτεινόμενου ιστορικού τουρισμού. Ωστόσο, επιπροσθέτως, ανακατεύονται και ταχυδακτυλουργοί, τσαρλατάνοι ή αρνητές. Δηλαδή όχι μόνο ιστοριοδίφες, συγγενείς εξ αγχιστείας, ερασιτέχνες, εραστές, αλλά και βιαστές της ιστορίας.

Εν ολίγοις, Δημόσια Ιστορία είναι ό,τι τριγύρω μας φιλοδοξεί να αφηγείται κάτι για το παρελθόν – και σε μας τους παραλήπτες μένει να κρίνουμε την «ορθότητα» των αφηγήσεων… Σημαντικό φορέα της Δημόσιας Ιστορία αποτελούν και τα μνημεία που δεν έχουν πια το άλλοτε πανίερο ή και ιδεολογικά απαραβίαστο status μαυσωλείων έξω από τη ζώσα κοινωνία αλλά τείνουν να ενσωματώνονται σε αυτήν ως μεστά νοήματος σημεία επαφής με την παρελθούσα πραγματικότητα. Παράδειγμα για αυτό είναι το μνημείο Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, για το οποίο ο δημιουργός εξέφραζε την επιθυμία να γίνει ένας τόπος στον οποίο να πηγαίνει κανείς ευχαρίστως – και παιδιά!

Η δημόσια ιστορία συμβαδίζει με την καθημερινή επικαιρότητα όπως αυτή καταγράφεται από τα ΜΜΕ;

Συμβαδίζει, συχνά όμως σέρνεται πίσω τους. Όπως προανέφερα, η Δημόσια Ιστορία μας επιτρέπει να εξετάσουμε τη σχέση που η σύγχρονη κοινωνία διατηρεί με το παρελθόν, και η καθημερινή επικαιρότητα σκιαγραφεί με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη σχέση. Από παλιά ενημερώνω το αρχείο μου με αποκόμματα εφημερίδων και το εμπλουτίζω διαρκώς. Οι Πόλεμοι της Μνήμης βασίστηκαν σε μια τεράστια βάση δεδομένων που άντλησα από ένα συνεχή δημοσιογραφικό ορυμαγδό των ΜΜΕ όλων των εμπλεκόμενων χωρών. Η θέση που κατέχει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στον 20ο αιώνα είναι δεσπόζουσα, όχι μόνο εξαιτίας των όσων πρωτόγνωρων συνέβησαν κατά τη διάρκειά του, αλλά και όσων ακολούθησαν μετά τη λήξη του: ανατροπές και ρήξεις, θεμελιωτικοί μύθοι και νέες πραγματικότητες.

Ήδη η επιστημονική καταγραφή της ιστορίας οδηγεί πολλές φορές σε στρεβλώσεις και σε φανατικές θεωρήσεις των γεγονότων. Πόσο αξιόπιστα συμπεράσματα μπορεί να προσφέρει η δημόσια ιστορία;

Τα ΜΜΕ γνωρίζουμε πως επηρεάζουν, καθοδηγούν και ενίοτε ποδηγετούν την κοινή γνώμη, ενώ ταυτόχρονα ερωτοτροπούν μαζί της. Επομένως σίγουρα προσφέρουν ένα σαθρό έδαφος αλλά αυτή η συγκυριακή και αναπόφευκτα αποσπασματική φύση της πρώτης ύλης που προσφέρει η Τέταρτη Εξουσία έχει ως συνέπεια ότι συνεχώς επισημαίνουμε αναφορές σε στιγμιότυπα μιας ατέλειωτης διαδικασίας μεταβολών, ενδιάμεσους σταθμούς μιας διαμόρφωσης ή επαναδιαπραγμάτευσης νέων καταστάσεων. Μην ξεχνάμε πως το παρελθόν δεν παραμένει αμετάβλητο αλλά αλλάζει με βάση τις συνεχείς νέες εμπειρίες που μας εμπνέουν νέα ερωτήματα που θέτουμε, αναζητώντας νέες ερμηνείες.

Η ελληνική εκδοχή της Ιστορίας

Τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο η μελέτη της ιστορίας σταματά με μία επιφανειακή αναφορά στην εισβολή στην Κύπρο. Η περίοδος από τη Δικτατορία κι έπειτα αντιμετωπίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις ως πολιτική. Δεν είμαστε έτοιμοι ως λαός να εντάξουμε την περίοδο αυτή στη σύγχρονη ιστορία μας;

Δυστυχώς, η ένταξη γεγονότων της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στην εκπαιδευτική ύλη απαιτεί την παρέλευση δεκαετιών στην Ελλάδα. Για γεγονότα-τομές που έχουν χαραχτεί στις μνήμες μας, όπως η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η επταετία της Χούντας τα κεφάλαια στη σχολική ύλη έχουν ελάχιστες αναφορές, πολλές φορές με λάθη και ανακρίβειες. Έτσι, στο κεφάλαιο για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο σύγγραμμα Ιστορίας της Γ’ Λυκείου αναπαράγονται λάθη, ανακρίβειες και κενά που έχουν ξεπεραστεί από την έρευνα, όπως π.χ. ο διογκωμένος αριθμός των θυμάτων των Καλαβρύτων -σαν να μην έφτανε ο πραγματικός- που συντηρείται ως «θετικός»- «υπέρ ημών»- μύθος στην αρθρογραφία.

Χρειάστηκαν 40 χρόνια για να ενταχθεί η δεκαετία του 1940 στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα και στα επιστημονικά συνέδρια σε ελληνικό έδαφος. Αλλά ακόμα λείπουν οι εμπνευσμένες προτάσεις και η ανανέωση στην εκπαιδευτική ύλη. Ερωτηματολόγια που έχω μοιράσει κατά καιρούς σε φοιτητές αποδεικνύουν ένα είδος ιστορικού αναλφαβητισμού των νεότερων γενιών για γεγονότα-περιόδους της σύγχρονης ιστορίας που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί δραστικά με «έξυπνα» σχολικά βιβλία.

Μπορεί να υπάρξει αντικειμενικότητα στην προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων; Διότι η ιστορία στις περισσότερες περιπτώσεις γράφεται και διαβάζεται ανάλογα με τα συμφέροντα της εκάστοτε πλευράς.

Σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει μια κανονιστική θεώρηση της ιστορίας. Παρόλα αυτά ο ιστορικός οφείλει να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτό που ενδεχομένως «πραγματικά συνέβη». Και σε αυτό θα τον διευκολύνει, θεωρητικά, η ραγδαία εξέλιξη της ιστοριογραφίας: νέες πηγές, νέες μέθοδοι και ερμηνείες αλλά και σκοπιμότητες, θα καθιστούν δυνατές νέες προσεγγίσεις σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η επιστημονική σκαπάνη θα αποκαλύψει και άλλους «χώρους υγειονομικής ταφής» παραχωμένων σκελετών: δηλαδή την ταφή ασύμφορων πτυχών της πρόσφατης ιστορίας σε «ΧΥΤΑ», που ανερυθρίαστα πλασάρονται ως «ΧΥΤΥ», όπως το ζούμε άλλωστε στην κυριολεξία στο Γραμματικό και την Κερατέα!

Η Ιστορία που γράφεται τώρα…

Πώς ερμηνεύετε τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις ιστορικής σημασίας στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή;

Ο ιστορικός μελετώντας το παρελθόν δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποφύγει τη ματιά προς την ιλιγγιωδώς τρέχουσα επικαιρότητα. Αυτές οι εξελίξεις αποτελούν τη λογική συνοχή των πραγμάτων αφού η ιστορία μας έχει δείξει πως αργά ή γρήγορα ξεσπά η φωνή διαμαρτυρίας εκείνων των καταπνιγμένων φωνών που επιζητούν να εισακουστούν. Στην επιτάχυνση της διαδικασίας αυτή το παράδειγμα του «γείτονα» είναι καταλυτικό.

Αυτό το φαινόμενο του ντόμινο, όπως το λέμε τώρα, το έχουμε δει στη διάλυση της ρωμαϊκής, της οθωμανικής, της σοβιετικής αυτοκρατορίας, στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος, και τώρα στο ταρακούνημα των «δεδομένων» του αραβικού κόσμου.

Άλλωστε, οι απαράδεκτες εικόνες από το «κέντρο φιλοξενίας προσφύγων» στη Λαμπεντούζα μου ξανάφερναν στη μνήμη το σχέδιο της κυβέρνησης Καραμανλή, το 2009, να «αξιοποιηθεί» το άλλοτε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Παύλου Μελά ως στρατόπεδο «υποδοχής» οικονομικών μεταναστών! Ευτυχώς, μια τέτοια «αξιοποίηση» εμποδίστηκε χάρη στην ενιαία άρνηση των 14 δημάρχων της ευρύτερης περιφέρειας Θεσσαλονίκης, αλλά ακόμα εκκρεμεί μια αποκατάσταση του ερειπωμένου τόπου μνήμης που θα άρμοζε στην ιστορία και στα θύματα του άλλοτε κολαστηρίου …

Η Μνήμη

Είναι, κατά την άποψή σας, η μνήμη η κινητήρια δύναμη των ιστορικών εξελίξεων;

Η μνήμη τα τελευταία χρόνια έχει εισέλθει δυναμικά στο χώρο των ιστορικών σπουδών, ευτυχώς και στην Ελλάδα. Όπως έχει πει και ο αγαπητός συνάδελφος Αντώνης Λιάκος η Δημόσια Ιστορία έχει να κάνει με τα τραύματα, τις διαιρεμένες και τραυματισμένες μνήμες, με τη νοσταλγία, τη μελαγχολία, την ελπίδα ή την παραμυθία, είναι μια ιστορία στην οποία τα συναισθήματα και η έκφραση των συναισθημάτων έχουν κεντρικό ρόλο. Θα προσέθετα, πρέπει να περάσεις από το κατώφλι της μνήμης, για να φτάσεις στην παστάδα της Κλειούς.

Οι “Στιγμές” στην Ιστορία

Το μεγάλο έργο σας “Οι πόλεμοι της μνήμης- Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία” ρίχνει ματιές λίγο πολύ σε ολόκληρο τον κόσμο. Ποια θεωρείτε την πιο γοητευτική στιγμή στη σύγχρονη ιστορία, στην οποία εξειδικεύεστε;

Οι στιγμές της ιστορίας συχνά διαρκούν πολύ, βασανιστικά πολύ. Έτσι με βασάνιζε συχνά η σκέψη, τι θα έκανα, αν είχα γεννηθεί σε μια στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας νωρίτερα. Θα είχα άραγε περάσει τότε τις εξετάσεις, π.χ., στην κατεχόμενη Ελλάδα; Εκ των υστέρων, εκ του ασφαλούς, εύκολα τα μεγάλα λόγια της αυτοπεποίθησης…
Σε συλλογικό επίπεδο, για μένα η πιο συναρπαστική παρατεταμένη «στιγμή» στη σύγχρονη ιστορία υπήρξε το ίσως μεγαλύτερο μαζικό πείραμα όλων των εποχών, οι διεργασίες στη μεταπολεμική Γερμανία σχετικά με τη μνήμη του Πολέμου. Η γερμανική γλώσσα έπλασε μάλιστα τον περίπλοκο όρο Vergangenheitsbewältigung για να ορίσει το επίπονο έργο της αντιμετώπισης του βασανιστικού και συχνά βασανισμένου παρελθόντος. Για τους Γερμανούς η μνημόνευση του Άουσβιτς χρησιμοποιούνταν ως ηθική υποχρέωση ή ως ηθικό ρόπαλο σύμφωνα με την άκρως παρεξηγήσιμη φράση του Μάρτιν Βάλσερ, ενώ η συζήτηση για το Schlusstrich, δηλ. την τελεία και παύλα, που υποτίθεται ότι θα έθετε τέρμα στον επώδυνο λόγο για το παρελθόν, δεν έπαυσε ποτέ.

Οι νέες διαστάσεις που έφερε η γενιά του ’68 επιταχύνθηκαν από την πρώτη μεταπολεμική κεντροαριστερή κυβέρνηση (1969-83) και τη συμβολική έκφραση της βουβής γονυκλισίας του νέου καγκελάριου Βίλλυ Μπραντ μπροστά στο μνημείο του γκέτο της Βαρσοβίας. Νομίζω ότι ήταν από τις πιο γοητευτικές στιγμές (κυριολεκτικά), παρόλο που τότε οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι –πλειοψηφία Γερμανών, πλειοψηφία Πολωνών (Καθολικοί και Κομμουνιστές!), Εβραίοι– όλοι για διαφορετικούς λόγους αιφνιδιάστηκαν και ενοχλήθηκαν.

Προσωπικά έζησα μάλλον την πιο γοητευτική και συγκινητική ιστορική στιγμή όταν -στις 24.6.1987, μετά από πρότασή μου– ο Γερμανός πρόεδρος Βάιτσεκερ τίμησε τα θύματα της Κατοχής στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν κατέγραφα απλώς ιστορία, αλλά που συνέβαλα, βάζοντας κι εγώ ένα –όχι ασήμαντο- λιθαράκι.

*Η φωτογραφία είναι του Χάγκεν Φλάισερ από την ερευνητική εκδρομή που πραγματοποίησε πέρυσι με φοιτητές του για την 65η επέτειο της απελευθέρωσης του Μπούχενβαλντ.