Η τιμωρία δεν είναι πια της μόδας γιατί δημιουργεί διακρίσεις που για τη δημοκρατική νοοτροπία μας είναι απαράδεκτες. Προτιμούμε μια ανούσια συλλογική ενοχή αντί για μια ουσιαστική ατομική ευθύνη. Thomas Szasz
Τους ενόχους είναι προτιμότερο να τους διαλέγεις παρά να τους ψάχνεις. Marcel Pagnol

Ads

Δύο είναι τα βασικά σύνδρομα που χαρακτηρίζουν τις όψεις της μεταπολιτευτικής νεοελληνικής κοινωνίας. Το πρώτο είναι ένα τρίπολο ανομίας, διαφθοράς και ατιμωρησίας το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το παλαιό πολιτικό σύστημα να βρίσκεται σε μια τεράστια κρίση και κυρίως σε απόσταση από την ελληνική κοινωνία. Το δεύτερο σύνδρομο που χαρακτηρίζει, πέραν της μεταπολίτευσης, τη δομή της αποκαλουμένης μεταοθωμανικής δημοκρατίας της Ελλάδας, δηλαδή από τη στιγμή που η Ελλάδα συγκροτήθηκε ως ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, είναι η αποσύνδεση, ο διαχωρισμός μεταξύ συναισθήματος και σκέψης.
 
Όπως συμβαίνει στις προσωπικές κρίσεις, σε περιόδους κατά τις οποίες το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με μία  σημαντική αλλαγή ζωής συνήθως με αρνητικό πρόσημο, έτσι και σε περιόδους κοινωνικών κρίσεων, επιστρατεύονται ένα σύνολο μηχανισμών άμυνας και επισημαίνονται οι δυνατότητες και τα ελλείμματα. Στο πλαίσιο της ανθρωπολογικής-κοινωνιολογικής έρευνας έχει αναδειχθεί εδώ και αρκετά χρόνια το ζήτημα του διαχωρισμού των κοινωνιών σε κοινωνίες οι οποίες ρυθμίζονται από το αίσθημα της ντροπής και σε αυτές  που λειτουργούν με το αίσθημα της ενοχής. Ως επί το πλείστον, οι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες της Ανατολής εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία ενώ οι κοινωνίες της ευρύτερης Δύσης εμφανίζουν χαρακτηριστικά της δεύτερης κατηγορίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι στην κοινωνική πρακτική αυτό το θεωρητικό μοντέλο σχεδόν ποτέ δεν εμφανίζεται αμιγές.
 
Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής κατάστασης καθιστά δύσκολο το να αποφανθεί κανείς όσον αφορά  στην  επικράτηση της ενοχής ή της ντροπής σε ρυθμιστικό ρόλο του κοινωνικού αισθήματος. Το γεγονός αυτό οφείλεται αφ’ ενός στο ότι η Ελλάδα, ακόμη πριν την έλευση της πολυεπίπεδης κρίσης, διένυε μία περίοδο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις ανατολικές καταβολές της καθώς και τις δυτικές επιρροές και εμπειρίες μετά την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ ερήμην της ωρίμανσης και της δυνατότητας επεξεργασίας των αντιφάσεων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Έναν ακόμη λόγο αποτελούν τα χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύει σήμερα,  μία περίοδος έντονων αλλαγών, απρόβλεπτης εξέλιξης της καθημερινότητας, διαχωρισμού του συναισθήματος από τη σκέψη και αδυναμίας στοχασμού για το αύριο, η οποία εγγράφεται στο γενικότερο κλίμα διάχυσης του φόβου στην κοινωνία: «δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί αύριο, καλύτερα ας υπομείνουμε αυτά που έχουμε σήμερα».
 
Διαφοροποιούμε παραδοσιακά την ντροπή από την ενοχή σε σχέση με τις λειτουργίες που διατηρούν με τα διάφορα στοιχεία της ψυχικής λειτουργίας. Η ενοχή εκφράζει μία ένταση μεταξύ του Εγώ και του Υπερεγώ (σύστημα το οποίο αποτελεί τη «συνείδηση» του ατόμου, περιλαμβάνει ιδεώδη και αξίες, απαγορεύσεις και εντολές και λειτουργεί ως λογοκριτής), με αφετηρία την παραβίαση την πραγματική ή την φαντασιακή ενός απαγορευμένου πράγματος, μιας απαγόρευσης. Η ντροπή υποδηλώνει περισσότερο μία κατάσταση έντασης μεταξύ του Εγώ και του Ιδεώδους του Εγώ (σύστημα το οποίο περιλαμβάνει ηθικές, θρησκευτικές κοσμοθεωριακές και λοιπές αξίες του ατόμου, τα ιδεώδη, τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες του). Μαρτυρά την αποτυχία του Εγώ σε σχέση με το ναρκισσικό του σχέδιο. Μέσα στην ντροπή το Εγώ δεν φταίει αλλά είναι ανάξιο, είναι αναξιοπρεπές. Εάν η ενοχή προέρχεται από την εμπειρία της απώλειας ενός αντικειμένου αγάπης ή από την πράξη της καταστροφής του, αντίθετα η ντροπή προέρχεται όχι μόνο από την εμπειρία να χάσει κανείς ή να καταστρέψει το αντικείμενο αλλά από την εμπειρία να είναι κανείς χαμένος ή να είναι κατεστραμμένος για το αντικείμενο. Με άλλα λόγια, η ενοχή είναι ένα αίσθημα που σχετίζεται με τη συνείδηση του ατόμου και τις επιταγές της, οι οποίες συχνά μπορεί να βιώνονται ως ιδιαίτερα αυστηρές και απαιτητικές. Η ντροπή από την άλλη οργανώνεται υπό το βλέμμα του σημαντικού Άλλου και σχετίζεται με αισθήματα απόρριψης ή αποδοχής. Μέσα από αυτή την οπτική μπορούμε να πούμε ότι η ντροπή είναι για τη μελαγχολία αυτό που είναι η ενοχή για την κατάθλιψη.
 
Στο πλαίσιο μιας γενικευμένης κατάστασης κοινωνικής ανομίας, ηθικής κατάρρευσης, συλλογικής ενοχής και ντροπής, πλήρους ρευστότητας των κοινωνικών δεσμών, δραματικής κοινωνικής ανασφάλειας και εγκατάλειψης κάθε συλλογικού οράματος, μέσα σε μια κατάρρευση αξιών και αποεπένδυση της ελπίδας, ο ανθρώπινος ψυχισμός διαθέτει δύο κύριες διεξόδους:

  1. Την απόσυρση, την αποεπένδυση από κάθε συλλογικότητα, την καταθλιπτική ακινησία, συνδεδεμένη και με μείζονες ψυχοσωματικές αντιδράσεις/ψυχικές κινήσεις αυτοκαταστροφικότητας.
  2. Την «εύκολη» και εκφορτιστική για την ένταση λύση του acting out, της καταστροφικότητας, της αέναης επανάληψης των ψυχικών κινήσεων του θανάτου και όχι της ζωής.

Οι πολιτικοί, οι οποίοι έχουν σήμερα απαξιωθεί εντελώς έκτος από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν δίνουν καμιά διέξοδο, όπως λέει ο Στέλιος Ράμφος, στο αδιέξοδο των ανθρώπων και στο αίσθημα καταφεύγωντας στο λόγο του λαϊκισμού. Γιατί αν δεν πάρει κανείς θέση στο να δώσει διέξοδο στο αίσθημα πολύ εύκολα ολισθαίνει σε έναν απόλυτο λαϊκισμό. Στη σημερινή κρίση, πάρα πολλοί πολίτες, από απόγνωση, από έντονο κενό παιδείας, οδηγούνται προς μια ορισμένη κατεύθυνση όπου κυρίαρχα στοιχεία αποτελούν οι αδιαμόρφωτοι μηδενισμοί όπως εκφράζονται και από τα 2 άκρα. Από το ακροδεξιό άκρο, με αιχμή του δόρατος τη συγκρότηση του νεοναζιστικού μορφώματος της ΧΑ, αλλά και από το αριστερό άκρο, μέσα από τις κινήσεις των αναρχοαυτόνομων ομάδων που βεβαίως δεν έχουν καμία σχέση σε επίπεδο ιδεολογικό, πολιτικό, ή οράματος με την συγκρότηση της ΧΑ αλλά δεν παύουν σε επίπεδο εκφορτίσεων και βίας να αναπαράγουν ιδίου τύπου μηδενισμό.
 
Η διαφθορά στην ελληνική κοινωνία δεν βασίστηκε μόνο σε κάποια κακοποιά στοιχεία αλλά στην αντίδραση μιας κοινωνίας που αρνείται την ανάπτυξή της. Το κράτος σε υποχρεώνει να διαφθαρείς κι εσύ για να ζήσεις, το εκμεταλλεύεσαι σαν οικογένεια, σαν σόι, σα συντεχνία. Πρόκειται για μια άκρως ανώμαλη σχέση που βρίσκεται στη ρίζα του σημερινού μας προβλήματος. Το κράτος προσπαθούσε για πολλά χρόνια να πολλαπλασιάσει τις μίζες ώστε να πολλαπλασιαστεί η συν-ενοχή. Κι εδώ το σύνθημα, η πρόταση του Πάγκαλου που έκανε πάρα πολύ μεγάλη ηχώ και διακίνησε πολλά συναισθήματα θετικά και αρνητικά στην ελληνική κοινωνία, το «Μαζί τα φάγαμε», εν μέρει ακουμπάει σε μια εσωτερική πραγματικότητα του κάθε πολίτη, όταν σαν τοξικομανής θέλει όλοι να παίρνουν ναρκωτικά, ώστε να μοιραστεί την ενοχή του. Έτσι το κράτος δημιουργεί συνθήκες που σε καλούν να τις παραβιάσεις. Να υπάρχει δηλαδή ένα κλίμα ευρείας συν-ενοχής ώστε η θεραπεία να δείχνει αδύνατη εκτός του συνολικού θανάτου και της συνολικής κατάρρευσης.
 
Η ντροπή είναι ένα μετασυναίσθημα που συγκεντρώνει διαφορετικά και διάσπαρτα στοιχεία. Είναι μία αλληλεπίδραση προκλήσεων συναισθηματικών, σεξουαλικών, συγκινησιακών και κοινωνικών. Αυτά τα στοιχεία παράγουν κόμβους άγχους, κόμβους επιθυμιών, συναισθημάτων που εξουδετερώνουν τις δυνατότητες έκφρασης και επικοινωνίας και κλείνουν τα άτομα σε εξαιρετικά έντονες συγκρούσεις. Το σύνολο της ύπαρξης είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες πραγματικά μολυσμένο από την ντροπή.  Η αναστολή έρχεται να υπογραμμίσει την ανικανότητα του υποκειμένου να αντιδράσει και αυτό το γεγονός έρχεται να εντατικοποιήσει την κατάσταση της ταπείνωσης. Η επιθετικότητα που δεν μπορεί να εκφραστεί στην κατεύθυνση αυτού που ταπεινώνει το άτομο τότε γυρνάει ενάντια στο άτομο. Κι έτσι η ντροπή προϋποθέτει την απόσυρση. Σε άλλες καταστάσεις, η ντροπή μπορεί να παίξει το ρόλο μιας τιμωρίας και ενός καταναγκασμού που οδηγεί το υποκείμενο να στρατευτεί σε μία ζωή που να σημαδεύεται από την υπέρμετρη φιλοδοξία και σχεδόν να αγγίζει τα όρια της μεγαλομανίας. Υπάρχει λοιπόν, σε συνάρτηση και με τα προηγούμενα είδη ντροπής, μια κοινωνική ντροπή που εμφανίζεται όταν το άτομο είναι στιγματισμένο σε σχέση με την ταυτότητά του , τη φυλή του, τη θρησκεία του, την κοινωνική του κατάσταση ή την πολιτισμική του κατάσταση.
 
Το άτομο που αισθάνεται τραυματισμένο το ναρκισσισμό του, όπως σε κάθε προσπάθεια επούλωσης τραύματος, πρέπει να οδηγήσει τα πράγματα ώστε το τραύμα αυτό να μην συνδέεται με βιώματα επώδυνα ντροπής και ενοχής. Πρέπει η ντροπή και η ενοχή να εξαλειφθούν. Η ντροπή όμως και η ενοχή μπορούν να βρίσκονται στη γένεση του τραυματισμού, στο βαθμό που αυτά τα συναισθήματα διαταράσσουν και χτυπούν ανελέητα το εγώ, του επιβάλλουν μία ψυχική εργασία ιδιαίτερα πιεστική ή το αποδιοργανώνουν. Το επώδυνο βίωμα του τραύματος, το οποίο συνοδεύεται από συναισθήματα ντροπής και ενοχής, επαναλαμβάνεται κάθε φορά που διάφορες κοινωνικές καταστάσεις κάνουν το άτομο να νιώθει ταπεινωμένο. Σε τελευταία ανάλυση μπορούμε να πούμε ότι η προσπάθεια επούλωσης του τραύματος γίνεται μέσα από την εξάλειψη του βιώματος της ντροπής και της ενοχής. Η ντροπή και η ενοχή επιβάλλουν μια ψυχική εργασία που προσπαθεί να θεραπεύσει τον τραυματισμό και τα αποτελέσματα του.
 
Για παράδειγμα, η απώλεια της ταυτότητας, ο κατακερματισμός του εθνικού ιδεώδους («Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι»), η εισβολή του ξένου-μετανάστη σαν απειλή για την εθνική συνοχή, το χαμηλό ιδεώδες του εγώ σε σχέση με τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη, η κοινωνικοοικονομική κρίση που μετατρέπεται σε ηθική κρίση αποτελούν, όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, ένα σύνολο πραγμάτων που οδηγούν στην ντροπή και στην ενοχή, στη μελαγχολία ή στην κατάθλιψη αλλά και εναλλακτικά στη μειωμένη ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορετικότητα ή ακόμη στο μίσος απέναντι στον άλλο και στην επιβολή επί του άλλου ασκώντας ταυτόχρονα μια αντισυστεμική κριτική και προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν και να αλλάξουν τη σαπίλα του συστήματος.
 
Μας ενδιαφέρει τελικά η αναπαραγωγή του προβλήματος ή η πραγματική διόρθωσή του; Όπως σημειώνει ο Στέλιος Ράμφος «Ένας άνθρωπος που έχει αυτοπεποίθηση, ένας λαός που έχει αυτοπεποίθηση ψάχνει τα δικά του λάθη». Πρέπει κάποια στιγμή δηλαδή να καταλάβουμε ποια είναι τα συν και τα πλην, να αναδείξουμε την προσωπική και συλλογική ευθύνη. Στη πράξη όμως δεν έχουμε αυτοπεποίθηση γιατί ζούμε σε μια κουλτούρα πολλές φορές υπερπροστασίας που μας ήθελε πάντα παιδιά πιασμένους από το χέρι του μπαμπά μας, να περνούμε συνεχώς τελετές μυήσεως και να μην αποκτούμε ποτέ Εαυτό, πραγματική συγκρότηση εαυτού με αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση. Θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα κρίσιμο πρόβλημα και αυτό συνδέεται με το γιατί επιλέγουμε συνεχώς το Εγώ από το Εμείς. Η πραγματική φροντίδα για το Εγώ είναι φροντίδα για το Εμείς.
 
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν για να προσανατολιστούμε από το Εγώ στο Εμείς; Να κατανοήσουμε βαθύτερα, ο καθένας ατομικά και όλοι μαζί στις κοινωνικές ομάδες που ανήκουμε, τη διαβρωτική λειτουργία της ενοχής και της ντροπής μέσα μας και στον κοινωνικό μας περίγυρο. Να αναζητήσουμε την απάντηση στην κρίση στην επένδυση σε ένα συλλογικό σχέδιο δράσης, σε κινήσεις αλληλεγγύης, στην ανάπτυξη νέων δεσμών με τους άλλους και στη συνεχή επαγρύπνηση για τη στάση μας απέναντι στη διαφορετικότητα. Σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, του κλίματος συλλογικής κατάθλιψης, ορισμένοι άνθρωποι εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και ήθος, να υπερβαίνουν τις ειδήσεις των οκτώ (ποιες ειδήσεις άραγε μετά το ακροδεξιό πραξικόπημα κατάργησης της ΕΡΤ και στέρησης της όποιας πολυφωνίας;).
 
Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως, απαιτείται όχι μόνο χρόνος ημερολογιακός αλλά ένας χρόνος ψυχικός που μοιάζει να μην τον έχουμε ή να μην τον αναζητούμε ποτέ. Γιατί δεν θέλουμε τελικά να παίρνουμε θέσεις για να κοιταχτούμε μέσα μας, να κατανοήσουμε. Μένουμε αντίθετα σαν καθρέπτες του Εγώ μας, των επιθυμιών μας γιατί δεν θέλουμε να κοιταζόμαστε πουθενά. Η συλλογική επανάληψη με τη σημερινή πολιτική έκφραση των αιτιών της κρίσης σημαίνει συμβολικός θάνατος και λίμναση κάθε ενόρμησης ζωής. Ίσως αυτό και να αποτελεί το κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα του σήμερα για τη χώρα.
 
Στέλιος Στυλιανίδης, Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος της Πολιτικής Κίνησης «Κοινωνία Πρώτα»
Χριστίνα Μαμαλούδη, Ψυχολόγος