Αρχίζω με το «σ’αγαπώ» και με αυτό σκοπεύω να τελειώσω.
Που λες περάσαμε πολλά.
Πολλές φορές αυτή η φλόγα της καρδιάς
λύγισε απ’την ορμή των γεγονότων
που έφερναν οι άγνωστοι καινούργιοι καιροί με τα άγνωστα
καινούργια αντικείμενα, συνθήματα, αισθήματα, πρόσωπα.

Ads

Που λες γυρίζω πια από σπίτι σε σπίτι
λίγο καπνό απ’τα περασμένα να πάρω
να φυλάξω μα όλος έχει κουρνιάσει μόνιμα
και νοτίζει το μοναχικό μου πια μαξιλάρι.
Το σκληρό έτσι όπως έχει γίνει
αφού δεν αγγίζει πια στο δικό σου.

Αγρυπνώ ζαλισμένος απ’τις ενθυμήσεις.
Είμαι μια σιωπηλή θάλασσα στο στενό δωμάτιο
που είναι ο κόσμος μου τώρα.
Χτες το σώμα μου ένιωσα λες και ήτανε ακτή που πάνω της
ξεβράζονταν αρμυροφαγωμένοι ναυαγοί
που ναυαγούσαν για τις αμαρτίες μου.
Δεν προσμένω πια.
Τίποτε.
Ούτε καν μια χρήσιμη βασανιστική τιμωρία.
Την αγάπη την έλεγα θάνατο.

Και τώρα φοβάμαι μην κουραστώ να σ’αγαπώ στις αποστάσεις.
Αυτές που ορίζαν πάντα οι λησμονημένες μέρες του έρωτα μας.
Τότε που έρωτας φωνάζαμε, κι ήταν.
Τότε που την αγάπη ονομάζαμε.
Και τώρα που αφανίζει και κατατρώει που ροκανίζει αργά η
απόσταση τον κρίκο με τα διπλά παπλώματα και με τα δύο
μαξιλάρια -την ένωση.

Ads

Και τώρα που λησμονούνται τα ενωμένα κορμιά τα φλογισμένα
μονοπάτια και οι ατέλειωτες βόλτες των σφιχτοδεμένων χεριών
μας -τώρα που η ελευθερία έχει βαφτεί με ένα αδιευκρίνιστο
ορφανό χρώμα
-Αγάπη μου- στο γράφω πάλι-
τα δικά μας λόγια είναι και έτσι ήταν
-πάντα κρυφά-
και μας κοβόταν η ανάσα όταν τα ακούγαμε στα φανερά
και έτρεχε αίμα στο κάθε πρωινό ξύπνημα απ’την καρδιά
γιατί το πικρό μας στόμα έσταζε μια αράδα σκοτεινή
που έκρυβε πάντα μέσα της το σ’αγαπώ.
…σ’αγαπώ…
κι όταν χτυπάει μεσάνυχτα
κι όταν ακούγεται ο τελευταίος ασπασμός μιας πόρτας πίσω μας
κι όταν πρέπει να υπομείνουμε πολύ
κι όταν χρειάζεται τα δικά μας παράθυρα να ανοίγουμε
κι όταν καθόλου δεν ξεκουράζεται αυτό το »σ’αγαπώ»
ολοένα,
διαρκώς,
ανάμεσα στους δαίμονες και στα θαύματα
συνέχεια…

…Σ’ ΑΓΑΠΩ

Ας κρατηθεί ενός λεπτού σιγή για τις μοναξιές που σιγοζούνε
ένα τέτοιο βράδυ δίπλα σου.
Ας κρατηθεί ένα λεπτό αφάγωτο και άπιωτο για τα κενά σπίτια,
για τον κενό χρόνο, τις κενές αγκαλιές, τα κενά πιάτα, το κενό ποτήρι, το κενό μυαλό, τις κενές ψυχές.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Θάνου Ανεστόπουλου «Αρχίζω με το σ’αγαπώ», εκδ. Bibliotheque