Ως καταπληξία (shock) ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία η παροχή οξυγόνου είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις απαιτήσεις των ιστών. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται κυτταρική υποξία, που προκαλεί δυσλειτουργία των μεμβρανικών αντλιών ιόντων, ενδοκυτταρικό οίδημα και αδυναμία ρύθμισης του pΗ.

Ads

Η καταπληξία μπορεί να οφείλεται σε αλλοιωμένη αιμοδυναμική, όπου το κυκλοφορικό σύστημα δεν είναι σε θέση να παρέχει επαρκή πίεση για να γίνει η αιμάτωση. Σε άλλες περιπτώσεις, καταπληξία μπορεί να προκύψει όταν οι ιστοί λαμβάνουν επαρκή ροή, αλλά δεν υπάρχει αρκετό οξυγόνο στο αίμα, σε καταστάσεις όπου οι ιστοί δεν είναι σε θέση να εξαγάγουν και να χρησιμοποιήσουν το οξυγόνο, ή όταν οι ιστοί καταναλώνουν ταχέως το οξυγόνο.

Κλασικά, τα κλινικά ευρήματα που υποδεικνύουν την καταπληξία είναι η ταχυκαρδία (αν και η βραδυκαρδία εμφανίζεται συχνά στις γάτες), η ταχύπνοια, οι ωχροί βλεννογόνοι, τα ψυχρά άκρα, ο αδύναμος σφυγμός και το χαμηλό επίπεδο συνείδησης.

Υπάρχουν διάφορα είδη καταπληξίας: Το υποογκαιμικό shock οφείλεται στη μεγάλη ελάττωση του ενδοαγγειακού όγκου και διακρίνεται σε αιμορραγικό και μη αιμορραγικό. Το shock κατανομής χαρακτηρίζεται από περιφερική αγγειοδιαστολή (αγγειοδιασταλτικό shock). Το συγκεκριμένο είδος αποτελεί μια γενικότερη κατηγορία των παρακάτω αιτίων καταπληξίας. Η σήψη είναι η πιο συχνή αιτία του shock κατανομής. Άλλα είδη shock κατανομής είναι το νευρογενές shock (κρανιοεγκεφαλική κάκωση ή κάκωση της σπονδυλικής στήλης) όπου προκαλείται διακοπή του αυτόνομου συστήματος που προκαλεί μείωση των αγγειακών αντιστάσεων. Επίσης, shock κατανομής είναι το αναφυλακτικό shock που είναι αποτέλεσμα αλλεργικής αντίδρασης μετά από τσίμπημα εντόμου, λήψη τροφής ή φαρμάκων και το ενδοκρινολογικό shock (ανεπάρκεια των αλατοκορτικοειδών προκαλεί αγγειοδιαστολή και υποογκαιμία). Επίσης, η ανεπάρκεια των θυρεοειδών ορμονών συνδυάζεται με υπόταση και shock, ενώ η θυρεοτοξίκωση προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια. Το καρδιογενές shock οφείλεται στην ανεπάρκεια της καρδιακής αντλίας, που οδηγεί στη μειωμένη καρδιακή παροχή.

Ads

Διακρίνονται τρεις τύποι καρδιογενούς shock: καρδιομυοπάθεια, αρρυθμιογενές και shock από μηχανικά αίτια, όπως ανεπάρκεια μιτροειδούς ή αορτικής βαλβίδας κ.λ.π. Το αποφρακτικό shock οφείλεται σε εξωκαρδιακά αίτια, συνδεόμενα με την πνευμονική κυκλοφορία (πνευμονική εμβολή και πνευμονική υπέρταση) ή με μηχανικά εξωκαρδιακά αίτια (πνευμοθώρακας υπό τάση, περικαρδιακό tamponade, συμπιεστική περικαρδίτιδα και περιοριστική καρδιομυοπάθεια). Το μικτό shock δεν είναι σπάνια περίπτωση, αλλά ο κανόνας. Ασθενείς με σηπτικό shock παρουσιάζουν συχνά και καρδιολογικές διαταραχές (αρρυθμίες ή/και καρδιομυοπάθεια).

Η υποαιμάτωση των ιστών, εάν δεν αντιμετωπιστεί, οδηγεί σε δυσλειτουργία οργάνων και τελικά σε ανεπάρκεια τους. Αρχικά, τα περιφερικά αγγεία συστέλλονται για να καταφέρουν την ύπαρξη επαρκούς ροής στα όργανα με την μεγαλύτερη ανάγκη σε οξυγόνο (εγκέφαλος και καρδιά). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μειωμένη αιμάτωση και παροχή οξυγόνου στους ιστούς γενικότερα. Στο σκύλο, οι ιστοί του γαστρεντερικού συστήματος λαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος της αγγειοσύσπασης. Οι ιστοί εισέρχονται σε αναερόβια κατάσταση, προκαλώντας τη δημιουργία των προϊόντων του κυτταρικού μεταβολισμού. Καθώς τα αποθέματα ATP μειώνονται, οι αντλίες μεμβράνης δεν μπορούν να διατηρήσουν ηλεκτροχημικές ισορροπίες, οδηγώντας σε κυτταρικό οίδημα. Με την πάροδο του χρόνου, επέρχεται κυτταρικός θάνατος, φλεγμονή, σχηματισμός ελεύθερων ριζών και τοπική ενεργοποίηση της πήξης. Καθώς τα υποπροϊόντα του κυτταρικού μεταβολισμού συνεχίζουν να συσσωρεύονται, μπορούν τελικά να εμποδίσουν ακόμα και την αγγειοσυστολή που προκαλείται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αγγειοδιαστολή, συστηματική υπόταση, απορρόφηση και είσοδο μεταβολικών υποπροϊόντων, κυτοκινών, ελεύθερων ριζών και ενεργοποιημένων λευκών αιμοσφαιρίων στη συστηματική κυκλοφορία. Με την εμφάνιση της αγγειοδιαστολής, αντισταθμιστικοί παράγοντες δημιουργούνται όπως κινητοποίηση υγρών από τον διάμεσο στον ενδοαγγειακό χώρο (αυτό συμβαίνει κυρίως στο υπογκαιμικό shock) και ενεργοποίηση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (ΣΝΣ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση νορεπινεφρίνης και επινεφρίνης. Παράλληλα ενεργοποιείται το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS) και η έκκριση της αλδοστερόνης. Αυτό έχει πολλά αποτελέσματα, με σημαντικά την κατακράτηση νατρίου και νερού από τους νεφρoύς και την περιφερική αγγειοσύσπαση. Η ADH είναι επίσης ένα ισχυρό αγγειοσυσταλτικό.

Η θεραπεία του shock εξαρτάται από τον γρήγορο προσδιορισμό της υποκείμενης αιτίας. Το υποογκαιμικό σοκ μπορεί να αντιμετωπιστεί αντικαθιστώντας τον όγκο του αίματος, είτε με κρυσταλλοειδή, κολλοειδή ή προϊόντα αίματος όπως ενδείκνυται. Το καρδιογενές σοκ μπορεί να αντιμετωπιστεί με μείωση του αγγειακού όγκου (διουρητικά) προκαλώντας περιφερική αγγειοδιαστολή εάν ενδείκνυται (νιτρογλυκερίνη) ή υποβοήθηση με θετικά ινοτρόπα φάρμακα. Το αποφρακτικό σοκ μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την αναστροφή της απόφραξης, είτε με αντιμετώπιση της περικαρδιακής συλλογής ή του πνευμοθώρακα κ.λ.π. Η οροθεραπεία με κρυσταλλοειδή επίσης είναι σημαντική σε αποφρακτικό σοκ (π.χ. διάταση και στροφή στομάχου). Το σοκ κατανομής μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί. Εάν υπάρχει αγγειοδιαστολή και υπόταση, η θεραπεία με αγγειοσυσπαστικά (όπως η ντοπαμίνη, η βαζοπρεσίνη ή οι εγχύσεις νορεπινεφρίνης) μπορεί να είναι ευεργετική.

Το υποξαιμικό σοκ συνήθως ανταποκρίνεται σε χορήγηση συμπληρωματικού οξυγόνου, αν και ο μηχανικός αερισμός μπορεί να ενδείκνυται σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Το νευρογενές σοκ είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Η μόνη γνωστή θεραπεία είναι η αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει χορήγηση μαννιτόλης ή υπερτονικού φυσιολογικού ορού σε περίπτωση τραύματος της κεφαλής για τη μείωση της ενδοκρανιακής πίεσης. Η θεραπεία του μεταβολικού shock στοχεύει επίσης στη διόρθωση της υποκείμενης αιτίας. Δίδεται δεξτρόζη ενδοφλεβίως bolus για την υπογλυκαιμία, διαφορετικά η θεραπεία είναι συμπτωματική και υποστηρικτική. Δυστυχώς, η αιτία του shock δεν είναι πάντα άμεσα εμφανής.

Με εξαίρεση το καρδιογενές shock, δεν είναι ποτέ λάθος να δοκιμάσετε ενδοφλέβια χορήγηση bolus κρυσταλλοειδών. Θα πρέπει να δίδονται σε διάστημα 15 λεπτών. Εάν υπάρχει υποψία καρδιογενούς shock (καρδιακό φύσημα κατά την ακρόαση), μπορεί να χορηγηθεί δοκιμαστική δόση φουροσεμίδης. Σημαντικό ειναι να μη χορηγούνται ενδοφλέβια υγρά συστηματικά σε καρδιογενές shock.

Σαν συμπληρωματική θεραπεία μπορούν αν χρησιμοποιηθούν στεροειδή. Το προτεινόμενο όφελος των στεροειδών περιλαμβάνει τη σταθεροποίηση των λυσοσωμικών μεμβρανών, την πρόληψη της υπεροξείδωσης των λιπιδίων, την απομάκρυνση των ελεύθερων ριζών και τη διατήρηση της λειτουργίας των αδρενεργικών υποδοχέων. Τα μειονεκτήματα είναι πολλά και περιλαμβάνουν αλλαγές στη ροή του αίματος του γαστρεντερικού σωλήνα, ανοσοκαταστολή, αγγειοδιαστολή και αργή επούλωση τραυμάτων. Η χορήγηση στεροειδών χαμηλής δόσης μπορεί να είναι ευεργετική σε αναφυλακτικό ή σηπτικό σοκ. Επίσης τα αντιβιοτικά πρέπει να χορηγούνται αλλά μόνο όταν ενδείκνυται.

Στους σκύλους, οι καταστάσεις σοβαρού shock συνδέονται με την υποαιμάτωση του γαστρεντερικού σωλήνα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει εξάλειψη του βλεννογόνου φραγμού που προκαλείται από την ισχαιμία και επιτρέπει στα βακτήρια να μετατοπίζονται από τον αυλό του γαστρεντερικού σωλήνα. Με αυτό στο μυαλό μπορεί να ενδείκνυνται αντιβιοτικά ευρέος φάσματος σε πολλές περιπτώσεις. Η αναλγησία ενδείκνυται πάντα εάν το shock συνοδεύεται από πόνο. Η υδρομορφίνη, η οξυμορφίνη, η βουπρενορφίνη, η φεντανύλη ή η μορφίνη (εκτός από τις γάτες) μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία. Η βουτορφανόλη γενικά δεν επαρκεί για τη αντιμετώπιση του έντονου πόνου. Σημαντικό είναι οτι τα ΜΣΑΦ πρέπει να αποφεύγονται.

Πηγή: diagnovet.gr