Ένα από τα λίγα σημεία στα οποία συμφωνούν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι επικριτές του σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική είναι το παρελθόν. Και οι δύο κοιτάζουν πίσω με νοσταλγία σε μια χαμένη χρυσή εποχή, όταν η Αμερική έκανε σπουδαία πράγματα στο εσωτερικό της αλλά και στην παγκόσμια σκηνή.

Ads

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην αμερικανική ιστορία, τα χρόνια αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν την χρυσή εποχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Σηματοδοτούν την αρχή της αμερικανικής εποχής, μια περίοδο τολμηρής ηγεσίας που έδωσε στο δυτικό κόσμο τα δόγματα και τα επιτεύγματα που επικαλείται μέχρι και σήμερα. Το σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο εφαρμόστηκε στην κατεστραμένη μεταπολεμική Ευρώπη, την οικοδόμηση των παγκόσμιων συμμαχιών της Αμερικής, τη δημοκρατική «ανακαίνιση» της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, όλα ταιριάζουν σε μια αφήγηση εξουσίας που αναδιαμόρφωσε τον κόσμο και τελικά οδήγησε στη νίκη της Αμερικής στον Ψυχρό Πόλεμο.

Περισσότερο από κάθε άλλη μορφή αυτής της αφήγησης, ο Τζορτζ Μάρσαλ προσωποποιεί την αντίληψη της αμερικανικής εξουσίας. Ως στρατηγός οδήγησε τις Η.Π.Α. στη νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ στη συνέχεια ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δημιούργησε ένα μοντέλο παγκόσμιας ηγεσίας. Πειστικά ή μη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε κάθε γενεά από τότε ισχυρίζονται ότι συνεχίζουν την κληρονομιά του. Ακόμη και οι προκλήσεις από τη Μέση Ανατολή εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με αναφορές σε ένα άλλο σχέδιο Μάρσαλ.

Από τη νευραλγική θέση του υπουργού Εξωτερικών ο Τζορτζ Μάρσαλ εισηγήθηκε δύο πολύ σημαντικά σχέδια. Το πρώτο ήταν το «Δόγμα Τρούμαν». Επρόκειτο για την απόφαση άμεσης ανάμειξης των ΗΠΑ στην Τουρκία και τη σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο, Ελλάδα. Η γεωγραφική θέση των δύο χωρών υπαγόρευσε στον Μάρσαλ να τις ανακηρύξει ως «ασπίδες» του δυτικού κόσμου κατά του κομμουνισμού. Για τον λόγο αυτό οι ΗΠΑ παραχώρησαν γενναιόδωρη στρατιωτική ενίσχυση στην Ελλάδα και την Τουρκία, θέτοντας τις παράλληλα υπό στενό πολιτικό έλεγχο. Το δεύτερο σχέδιο, το οποίο έλαβε και το όνομά του («Σχέδιο Μάρσαλ»), αφορούσε την οικονομική ενίσχυση της, κατεστραμμένης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ευρώπης. Ο Μάρσαλ πίστευε ότι η φτώχεια στην Ευρώπη θα οδηγούσε τους λαούς της στον κομμουνισμό, γι΄αυτό και θα έπρεπε να συγκροτηθεί ένα ισχυρό δυτικό μπλόκ, ως αντίρροπη δύναμη, στο σοσιαλιστικό ανατολικό μπλοκ. Τελικά, δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες αποδέχθηκαν την αμερικανική βοήθεια: Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Βρετανία, Δανία, Ιρλανδία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Δυτική Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Τουρκία.

Ads

Μέσω της οικονομικής βοήθειας οι ΗΠΑ έθεσαν ουσιαστικά υπό την επιρροή τους ολόκληρη της Ευρώπη δημιουργώντας μια τη νέα αυτορκατορία του 20ου αιώνα. Πέραν των από τα αριστερά επικριτών του Σχεδίου Μάρσαλ, υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτήν την θριαμβευτική αφήγηση: Δεν συμπεριλαμβάνει ένα από τα κεντρικά γεγονότα τόσο της καριέρας του Μάρσαλ όσο και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη χρυσή αυτήν εποχή.

Μεταξύ της ηρωικής υπηρεσίας του Μάρσαλ στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της οραματιστικής κρατικής του εξουσίας στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου ανέλαβε την πιο δύσκολη αποστολή της ζωής του. Για διάστημα 13 μηνών, από το τέλος του 1945 μέχρι τις αρχές του 1947, ήταν ο ειδικός απεσταλμένος στην Κίνα, προσπαθώντας να προωθήσει την ειρήνη στον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους Κομμουνιστές του Μαο Τσε Τουνγκ (CCP) και τους εθνικιστές του Τσανγκ Κάι Σεκ (KMT) και να θέσει τις βάσεις για μια κυβέρνηση συνασπισμού στην Κίνα. Μάλιστα, το πιο αισιόδοξο σενάριο για τους Αμερικανούς, ήταν ένα πολιτικό σύστημα αμερικανικού τύπου στην Κίνα, στο οποίο θα συνυπάρχουν Κομμουνιστές και Εθνικιστές. Για να πραγματοποιηθεί αυτό το όνειρο, ο Τρούμαν έστειλε στο τέλος του 1945 στην Κίνα τον Μάρσαλ.

image

«Ποιος έχασε την Κίνα;»

Ο Μάρσαλ δεν ήθελε να πάει στην Κίνα. Μετά από μια εξαντλητική θητεία έξι ετών ως στρατηγός ήθελε να αποσυρθεί. Αλλά ένας εμφύλιος πόλεμος στην Κίνα και ο κίνδυνος μιας κομμουνιστικής νίκης απείλησαν να κατεδαφίσουν το όραμα της Αμερικής για μεταπολεμική παγκόσμια τάξη. Έτσι, ο πρόεδρος Τρούμαν ζήτησε από τον Μάρσαλ – τον οποίο ονόμασε «ο μεγαλύτερος στρατιωτικός που έχει βγάλει ποτέ αυτή η χώρα» – να αναλάβει αυτό που σήμαινε τελική αποστολή. Η αίσθηση του καθήκοντος του Μάρσαλ δεν του επέτρεπε να πει όχι.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, όπως η ακαδημαϊκός Κ. Υ. Γου «ο Μάρσαλ κατάφερε να οργανώσει την “επιτροπή των τριών πλευρών” (KMT, CCP και των ΗΠΑ) για να ξεκινήσει τις διαδικασίες για ειρήνευση. Αυτή η επιτροπή διέταξε την ανακωχή του Ιανουαρίου του 1946, και οι εκπρόσωποι των δύο κόμματων κάθισαν να συζητήσουν από κοινού τα ζητήματα που αφορούσαν την κυβέρνηση συνασπισμού και της αναδιοργάνωσης του κομμουνιστικού στρατού μέσα στον στρατό της εθνικιστικής κυβέρνησης. Ο Τσου Εν Λάι, απεσταλμένος του Μάο, έκανε τον Μάρσαλ να πιστεύει ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να δωρίσουν τον στρατό και τα κατεχόμενα μέρη τους στα χέρια του Τσανγκ Κάι Σεκ, για να πετύχει μια κυβέρνηση συνασπισμού. Ο Τσανγκ όμως πίστευε πως όλα αυτά ήταν απλά διπλωματικά παιχνίδια. Παρά την ανακωχή, οι συγκρούσεις στη Μαντζουρία συνεχίζονταν και ο Μάρσαλ κατηγόρησε τον Τσανγκ για τις προκλητικές στρατιωτικές κινήσεις του.

Από τον Μάρτιο του 1946, οι δύο αντίπαλοι άρχισαν μεγάλες μάχες για τη νότια Μαντζουρία, καθώς η βόρεια Μαντζουρία ήταν ήδη στον πλήρη έλεγχο των κομμουνιστών. Τον Μάιο, ο στρατός του Τσανγκ σημείωσε σημαντικές επιτυχίες στο μέτωπο της Μαντζουρίας. Πιστεύοντας στη σύντομη νίκη του, και αποφεύγοντας την προφανή ανυπακοή στην Αμερική, ο Τσανγκ δέχθηκε την πρόταση του Μάρσαλ για την Ανακωχή του Ιουνίου, για να δώσει «μια τελευταία ευκαιρία» στους κομμουνιστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πάλι η διαπραγμάτευση δεν οδήγησε πουθενά. Στις 26 Ιουνίου, ο Τσανγκ Κάι Σεκ διέταξε επιθέσεις κατά των κατεχόμενων περιοχών των κομμουνιστών στην Κεντρική Κίνα, έτσι ο εμφύλιος πόλεμος επεκτάθηκε από τη Μαντζουρία σε όλη τη βόρεια Κίνα».

Κάτω από την πίεση του Μάρσαλ, ο Τσανγκ το φθινόπωρο του 1946 διέταξε δύο φορές ανακωχή και κάλεσε τους κομμουνιστές σε διαπραγματεύσεις, αλλά ο Μάο αρνήθηκε εκ νέου να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού. Τον Νοέμβριο, ο Τσανγκ οργάνωσε το Εθνικό Κογκρέσο, παρά την αντίθεση των κομμουνιστών, και πέρασε ένα Σύνταγμα που δεν αναγνωρίστηκε από τους κομμουνιστές, και ισχύει μέχρι και σήμερα στην Ταϊβάν.

Ο Μάρσαλ αγωνίστηκε επί μήνες για να αποτρέψει τον επακόλουθο κίνδυνο της κομμουνιστικής νίκης. Οι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον έφτασαν να τον συγκρίνουν με τον Σίσυφο, προσπαθώντας ξανά και ξανά για να αποκαταστήσει την πρόοδο.

Το νέο βιβλίο του Daniel Kurtz-Phelan: «Η αποστολή της Κίνας: Ο ατελής πόλεμος του George Marshall, 1945-1947» υπάρχει μια άλλη προσέγγιση, άκρως ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που παρουσιάζονται, όπως προειδοποίησε ο Μάρσαλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες σε ενδεχόμενη επιτυχία των διαπραγματεύσεων «θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένες να αναλάβουν ουσιαστικά την κινεζική κυβέρνηση και να διαχειριστούν τις οικονομικές, στρατιωτικές και κυβερνητικές υποθέσεις της». Αυτό θα «συνεπάγετο την αμερικανική κυβέρνηση σε μια συνεχή δέσμευση από την οποία θα ήταν πρακτικά αδύνατο να αποσυρθεί», καθώς και μια «διάσπαση των πόρων» που «θα ευνοούσε τους Ρώσους». Ωστόσο, για τον Μάρσαλ, η πρόκληση δεν ήταν μόνο πόροι. Μια στρατιωτική δέσμευση πλήρους κλίμακας θα περιελάμβανε «υποχρεώσεις και ευθύνες … τις οποίες, ο αμερικανικός λαός δεν θα δεχόταν ποτέ εν γνώσει του. Η σκόπιμη ένταξη της χώρας στον εμφύλιο στην Κίνα συνεπάγεται πιθανές συνέπειες στις οποίες το οικονομικό κόστος, αν και τεράστιο, θα ήταν ασήμαντο σε σύγκριση με τις άλλες εμπλεκόμενες υποχρεώσεις».

Στο τέλος του 1946, η αποστολή Μάρσαλ αποδείχθηκε αποτυχία. Κανένας δεν μπόρεσε να σταματήσει τον πόλεμο μεταξύ των Κινέζων εθνικιστικών και των Κινέζων κομμουνιστών. Τρία χρόνια αργότερα, στο τέλος του 1949, μετά από ένα σκληρό εμφύλιο που ολοκληρώθηκε με νίκη των Κομμουνιστών, ο Μάο έγινε ο νέος κυρίαρχος της ηπειρωτικής Κίνας, χάρη στις επιτυχημένες στρατιωτικές στρατηγικές του, αλλά και τις αγροτικές-οικονομικές πολιτικές του.

image

Για γενιές πολιτικών ιθυνόντων και στρατηγικών για το Ψυχρό Πόλεμο, το μάθημα ήταν σαφές: Δεν μπορούσαν να παραμείνουν ευάλωτοι σε κατηγορίες για «απώλεια» μιας χώρας στον κομμουνισμό. Αλλά ο ίδιος ο Μάρσαλ κατέληξε σε διαφορετικά διδάγματα από την αποτυχία, ειδικά όταν ήρθε η εποχή του Ψυχρού Πολέμου εναντίον του σοβιετικού κομμουνισμού που μόλις ξεκινούσε καθώς ανέλαβε τη θέση του υπουργού Εξωτερικών. «Οι φτωχοί άνθρωποι, οι άνθρωποι της γης, έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν πόσο τραγική είναι η κατάστασή τους, πόσο άδικη», παρατήρησε. «Οι κομμουνιστές θα αδράξουν αυτή την αυξανόμενη εξέγερση. Έχουμε αγνοήσει κατά πολύ τα ευγενικά και γενναιόδωρα συναισθήματά μας προς τους συνανθρώπους μας».

Όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει την Ευρώπη, ήταν αυτά τα μαθήματα που εφάρμοσε ο Μάρσαλ. Είδε την ανάγκη αντιμετώπισης της «πείνας, της φτώχειας, της απελπισίας και του χάους» ως προϋπόθεση για την αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού αλλά και την ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής μέσω μιας αποτελεσματικής βοήθεια. Το αποτέλεσμα ήταν το αποκαλούμενο Σχέδιο Μάρσαλ, η μεγαλύτερη προσπάθεια εξωτερικής βοήθειας στην αμερικανική ιστορία και αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Έξι δεκαετίες αργότερα, στην αρχή της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, οι ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι επικαλέστηκαν το παράδειγμα του Μάρσαλ για ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ για τη Νοτιοανατολική Ασία , ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Κεντρική Αμερική, ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Τυνησία ή την Αίγυπτο ή ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο, ακόμη και ένα Σχέδιο Μάρσαλ για το σάπιο αμερικανικό εσωτερικό σύστημα. Αλλά αυτά εν μέσω μιας οξείας χρηματοπιστωτικής κρίσης και δημοσιονομικών ελλείψεων, ενώ η πραγματική συνεισφορά του σχεδίου Μάρσαλ ήταν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ισοδύναμη με περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σήμερα.

Η αποστολή του Μάρσαλ στην Κίνα, εν τω μεταξύ, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, παρόλο που θα μπορούσε να ήταν ένα πολύτιμο αντικείμενο μελέτης, καθώς η αποτυχία του διαμόρφωσε, σε έναν βαθμό μέχρι και σήμερα, τη σχέση των ΗΠΑ με την Κίνα. Η αποστολή του Μάρσαλ στην Κίνα τείνει να αποχωρήσει από την ιστορία συνολικά. Πιθανότερα λόγω ακριβώς της προφανής αποτυχίας της. Ωστόσο, όπως τα επιτεύγματα του Μάρσαλ έχουν εμπνεύσει τους Αμερικανούς και οι αποτυχίες του μπορεί να έχουν ακόμη περισσότερες πληροφορίες για την κληρονομιά του.

image

image