Ο βίαιος θάνατος αυτών των ηγετών από τις σφαίρες ή το μαχαίρι κάποιου δολοφόνου είχαν μακροχρόνιες συνέπειες στην παλαιότερη και την πρόσφατη Ιστορία. Η εφημερίδα «Τα Νέα» παρουσιάζει ένα αφιέρωμα σε δολοφονίες που άλλαξαν για πάντα το πρόσωπο του κόσμου.

Ads

«Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;»

Το 44 π.Χ. συνέβη μία από τις πιο εμβληματικές «τυραννοκτονίες» της Ιστορίας. Στις 14 Φεβρουαρίου, η Σύγκλητος έκανε τον Καίσαρα ισόβιο δικτάτορα και οι πατρίκιοι άρχισαν να ανησυχούν. Πολλοί εξ αυτών επέκριναν όμως τον Καίσαρα λιγότερο για τον αυταρχισμό του και περισσότερο επειδή ανταποκρινόταν στα λαϊκά αιτήματα. Φοβούνταν πως η φρενήρης δημαγωγία του αυτοκράτορα θα έβλαπτε τελικά τα συμφέροντά τους. Ο Μέτελλος Κίμβρος, ένας ανθύπατος που είχε διοριστεί πρόσφατα στη Βιθυνία, και ο Μάρκος Βρούτος, ένας κυκλοθυμικός διανοούμενος, ήταν μεταξύ αυτών.

Στις 15 Μαρτίου, με την ευκαιρία της συνεδρίασης της Συγκλήτου στο Βουλευτήριο, ο Μέτελλος Κίμβρος πλησίασε τον αυτοκράτορα προσποιούμενος ότι θέλει να του ζητήσει κάτι, μετά τον άρπαξε βίαια από τους ώμους, ενώ ένας από τους συνεργούς του τον τραυμάτισε λίγο κάτω από τον λαιμό. Οταν ο Καίσαρας κατάλαβε ότι του επιτίθενται από παντού με μαχαίρια, κάλυψε το κεφάλι του με την τήβεννο για να πέσει με αξιοπρέπεια. Θα δεχθεί στωικά 23 μαχαιριές, προτού πει σ΄ αυτόν που τον πλησίασε για το το τελευταίο και θανατηφόρο πλήγμα, τον Μάρκο Βρούτο, την περίφημη φράση του στα ελληνικά: «Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;». Οι δολοφόνοι του ετοιμάζονταν να πετάξουν το πτώμα του αυτοκράτορα στον Τίβερη, όμως ο λαός απαίτησε να αποτεφρωθεί δημοσία η σορός του, σύμφωνα με την παράδοση. Δεν εξακριβώθηκε ποτέ αν η αγάπη που έτρεφε ο λαός γι΄ αυτόν ήταν εθελοδουλεία.

Η σπίθα που άναψε το φιτίλι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Ads

«Μας σκότωσαν τον Φερδινάνδο…». Με αυτήν τη λακωνική φράση για τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας, στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σαράγεβο, αρχίζει «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» του τσέχου συγγραφέα Γιάροσλαβ Χάσεκ. Αυτό το χιουμοριστικό και αντιμιλιταριστικό αριστούργημα περιγράφει με αποστασιοποιημένο τρόπο πώς η «κατώτερη» Αυστροουγγαρία, η οποία απαθανατίζεται στο πρόσωπο του πολύ απλοϊκού στρατιώτη, βίωσε τη δολοφονία του ανιψιού του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, κληρονόμου του θρόνου των Αψβούργων, από τον εθνικιστή σέρβο φοιτητή Γκαβρίλο Πρίντσιπ.

Μια επίθεση που, όπως γνωρίζουμε, έδωσε το έναυσμα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος επέφερε τη διάλυση αυτοκρατοριών. Ομως η άνοδος στον θρόνο αυτού του θαρραλέου σλαβόφιλου ίσως να είχε σώσει την Αυστροουγγαρία. Διότι ο αρχιδούκας, ο οποίος είχε νυμφευθεί με μοργανατικό γάμο την τσέχα κόμισσα Σοφί Τσότκοβα, υποσχόταν πως μόλις ανέβαινε στον θρόνο θα μετέτρεπε την αυστροουγγρική δυαδικότητα σε ένα τρικέφαλο ή ομόσπονδο κράτος, για να εξασφαλίσει μια δίκαιη θέση στους Σλάβους.

Ο θάνατος τον βρήκε στην μπανιέρα

Ακόμη και σ΄ εκείνους τους καιρούς της υποψίας- είμαστε στον Ιούλιο του 1793, στην κορύφωση της Τρομοκρατίας- ο Μαρά έκανε το μπάνιο του με όλες τις πόρτες ανοιχτές. Γι΄ αυτό και η Σαρλότ Κορντέ, μια γυναίκα της χαμηλής αριστοκρατίας από τη Νορμανδία, διψασμένη για νέες ιδέες, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αιφνιδιάσει μέσα στην μπανιέρα του τον διευθυντή του «Φίλου του Λαού». Πράγματι, όλοι ήξεραν πως επειδή υπέφερε από έκζεμα, το είδωλο των «ξεβράκωτων» βυθιζόταν καθημερινά μέσα σε νερό με θειάφι. Εκείνο το πρωί η Σαρλότ αγόρασε ένα μαχαίρι. Και όταν ο απόστολος της Τρομοκρατίας μίλησε για την ανάγκη να περιοριστούν οι «μετριοπαθείς» στη Νορμανδία, η Σαρλότ τον χτύπησε στην καρδιά.

Αναγνώστρια του Μοντεσκιέ, η πολίτις Κορντέ είναι μετριοπαθής. Απεχθάνεται τις λαϊκίστικες εξάρσεις και τις κατάρες αυτού του «μανιακού» της ισότητας. Κυρίως τον θεωρεί υπεύθυνο για τη σφαγή 1.500 «υπόπτων», που κρατούνταν στις παρισινές φυλακές. Στωική στη διάρκεια της δίκης της, η αριστοκράτισσα Κορντέ θα επιβεβαιώσει όλες τις καταθέσεις που την ενοχοποιούσαν. «Το έγκλημα είναι αυτό που προκαλεί ντροπή και όχι το ικρίωμα!» θα είναι τα τελευταία λόγια της.