Τα τελευταία χρόνια η μελέτη για τη δεκαετία του 1940 έχει προχωρήσει πολύ. Ως εκ τούτου, έχουμε πια μια αρκετά καλή εικόνα για τα γεγονότα, τα αίτια, τις συνέπειες, τις υλικές καταστροφές, τις  μάχες σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο. Πέρα, όμως, από τα ίδια τα γεγονότα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναπαραστάσεις τους. Ο τρόπος δηλαδή που χρησιμοποιήθηκαν και μνημονεύτηκαν αργότερα, από κόμματα και παρατάξεις από τους νικητές και τους ηττημένους. Πολύ γρήγορα, και πριν ακόμη τελειώσει ο Εμφύλιος πόλεμος η δεκαετία του 1940 αποτέλεσε πεδίο ανταγωνισμού για την κατοχύρωση ενός αξιοποιήσιμου, στο παρόν και στο μέλλον, παρελθόντος. Από την πληθώρα των γεγονότων οι αντίπαλες  παρατάξεις, έσπευσαν να κατοχυρώσουν μια αξιοποιήσιμη εκδοχή τους, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μετά το 1949. Της Ελένης Πασχαλούδη
 

Ads

Όπως έγραφε ο J. Plumb[1] σε κρίσιμες περιόδους, «το παρελθόν έχει τόση σημασία, ώστε γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης και πρέπει να κατακτηθεί με αγώνα, όπως ακριβώς και το παρόν». Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η ανασυγκρότηση του μετεμφυλιακού κράτους,  η παγίωση της διαιρετικής τομής της εθνικοφροσύνης, αλλά και η επιβίωση όσων ανήκαν στην παράταξη των ηττημένων χρειάζονταν ένα βέβαιο και αξιοποιήσιμο παρελθόν. Στις περιπτώσεις που υπήρχε το παρελθόν αυτό αναδείχθηκε και αξιοποιήθηκε. Όπου δεν υπήρχε «κατασκευάστηκε» ή «διορθώθηκε», προκειμένου να μπορέσει να υπηρετήσει τους στόχους και τις ανάγκες, με άλλα λόγια την πολιτική ατζέντα κομμάτων και παρατάξεων. Έτσι, μετά το 1949 η Κατοχή, η Αντίσταση και ο εμφύλιος πόλεμος επιβιώνουν στον πολιτικό λόγο με τη μορφή ανταγωνιστικών μεταξύ τους αφηγήσεων, οι οποίες σε όλες τις εκδοχές τους αποτελούν προϊόν της εποχής και της πολιτικής συγκυρίας στην οποία συγκροτήθηκαν.

Κύρια στοιχεία της αφήγησης της Δεξιάς, η οποία υπήρξε κυρίαρχη μέχρι το 1974 αναδεικνύονται η προδοτική – εγκληματική δράση της Αριστεράς και, στον αντίποδά της, η εθνοσωτήρια δράση των εθνικοφρόνων. Η δράση της Αριστεράς ερμηνεύεται μέσα από το σχήμα των «τριών κομμουνιστικών επαναστάσεων», οι οποίες, είχαν στόχο να αποσπάσουν ελληνικά εδάφη και τελικά να υποβιβάσουν την Ελλάδα σε δορυφόρο της Σοβιετικής Ένωσης.  Η γενικευμένη σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 δεν αντιμετωπίζεται ως εμφύλια, αλλά ως  αγώνας μέχρις εσχάτων μεταξύ Ελλήνων και ξένων, δηλαδή Σλάβων, και εντάσσεται στο μακραίωνο παρελθόν της φυλής και σε όλους τους μεγάλους αγώνες που έδωσαν οι Έλληνες για να διασφαλίσουν την ελευθερία τους, ενώ θεωρείται επίσης αυτονόητη συνέχεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-1941.

Η αφήγηση της Αριστεράς  είναι εντελώς διαφορετική. Ενώ για τους νικητές του εμφυλίου πολέμου η δεκαετία του 1940 ήταν κυρίως η εποχή που η Ελλάδα «κινδύνευσε να περάσει στην πολιτική επιρροή των κομμουνιστών», για την Αριστερά υπήρξε μια αδιάκοπη «Αντίσταση του ελληνικού λαού εναντίον των ξένων κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους». Η έμφαση δίνεται κυρίως στην περίοδο 1940-1944, δηλαδή από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών. Ο εμφύλιος πόλεμος αποσιωπάται. Στο λόγο της Αριστεράς, ακόμη και ως όρος, εμφανίζεται πολύ αργά και μόνο όταν οι εσωκομματικές συνθήκες επιτρέπουν την καταδίκη του. 

Ads

Η αφήγηση του Κέντρου, υποδιαίρεση της αφήγησης των νικητών διαθέτει έναν κεντρικό άξονα, ο οποίος παραμένει ίδιος με εκείνον της δεξιάς αφήγησης. Παρόλο που το Κέντρο δεν εγκαταλείπει ποτέ την αμηχανία του για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, κατά καιρούς, ανάλογα με τις ενδοπαραταξιακές ισορροπίες και το ευρύτερο πολιτικό κλίμα, η αφήγηση του εμπλουτίζεται από στοιχεία που τη διαφοροποιούν από την αντίστοιχη της Δεξιάς κυρίως σε δύο σημεία: διαχωρίζονται πρώτον η αντιστασιακή δραστηριότητα από τον κομμουνισμό και δεύτερον ο αντικομμουνισμός από τον δωσιλογισμό και τη συνεργασία με τους κατακτητές.

Η πιο διαδομένη άποψη στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο μνημονεύεται και χρησιμοποιείται το παρελθόν είναι ότι αποτελεί κατασκευή του παρόντος και των αναγκών που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη εποχή και την πολιτική συγκυρία. Πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση του πολιτικού λόγου. Όταν οι πολιτικοί στρέφονται στην ιστορία, αναζητούν ιστορικά γεγονότα και τα εντάσσουν στο λόγο τους είναι βέβαιο ότι δεν ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, αλλά χρησιμοποιούν εικόνες και σύμβολα από το παρελθόν για να υπηρετήσουν καλύτερα την πολιτική τους ατζέντα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αλλαγή της στρατηγικής ενός κόμματος ή μια αλλαγή στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, μπορεί να προκαλέσει διαφοροποιήσεις στην αφήγηση της παράταξης για το παρελθόν. Πολλές φορές, όμως, μια διαφοροποίηση αυτού του είδους μπορεί να οφείλεται εκτός από την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Δηλαδή ενδεχόμενες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία αντιμετωπίζει το παρελθόν της,  προοιωνίζουν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις και άρα επιβάλλουν στις πολιτικές ελίτ να αναδιαμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν και ερμηνεύουν το παρελθόν.

Αυτή η αμφίδρομη διαδικασία ανιχνεύεται στην ελληνική κοινωνία των αρχών της δεκαετίας του 1960 και μετουσιώνεται στον πολιτικό λόγο της Ένωσης Κέντρου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν  η διακυβέρνηση από την μετεμφυλιακή Δεξιά έκλεινε περίπου μια συμπαγή δεκαετία,  η κοινή γνώμη αρχίζει να αποστασιοποιείται από τη δεκαετία του 1940 και ιδιαίτερα από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ο σκληρός αντικομμουνισμός και η ακραιφνής εθνικοφροσύνη χάνουν την απήχηση που διέθεταν παλιότερα και έτσι γίνεται δυνατή η εμπέδωση νέων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών. Ο Ανένδοτος της Ένωσης Κέντρου κηρύχθηκε σε μια κοινωνία που ήταν κουρασμένη από τη φοβία και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του εμφυλίου πολέμου, οι οποίες είχαν ήδη κλείσει έναν μεγάλο πολιτικό και ιδεολογικό κύκλο.

Σε αυτό το πολιτικό κλίμα, έγινε δυνατή η μετατόπιση της πολιτικής αντιπαράθεσης από τον άξονα εθνικόφρονες – μη εθνικόφρονες, στον άξονα Δεξιά – Αντιδεξιά. Συνακόλουθα, η αφήγηση του κεντρώου χώρου διαφοροποιήθηκε ακολουθώντας αυτήν την αλλαγή με στόχο να εκφράσει πολιτικά την αντιδεξιά συσπείρωση αλλά και να την ερμηνεύσει. Δύο στοιχεία αναδεικνύονται κεντρικά και σηματοδοτούν αυτή τη διαφοροποίηση: 1) η Δεξιά κατηγορείται ανοιχτά ότι παρείχε πολιτικό καταφύγιο στους πρώην δωσίλογους και 2) η αντιστασιακή δράση, ακόμη και της Αριστεράς δικαιώνεται. Η Ένωση Κέντρου επιχειρεί να ξανασυνδεθεί με την Αντίσταση, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον δωσιλογισμό, ένα από το πιο ένοχα τμήματα του εθνικόφρονος παρελθόντος. Στην αφήγηση του  Κέντρου η Αντίσταση σταδιακά αποκτά ιδιαίτερα σημαντική θέση, ιδιαίτερα μετά τον Ανένδοτο. Αυτή είναι και η αφήγηση η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για τη συγκρότηση της εθνικής συμφιλίωσης από το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981.

Έτσι, η κυρίαρχη αφήγηση της εθνικοφροσύνης άρχισε να χάνει τη δύναμη της την ίδια στιγμή που η ΕΚ πλησίασε την Αριστερά και πήρε την εξουσία, υποσχόμενη εκδημοκρατισμό και περιορισμό της δεξιάς παντοδυναμίας. Βέβαια τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως οραματίστηκε η Ένωση Κέντρου και ο Γ. Παπανδρέου, καθώς η επιβολή της δικτατορίας επανέφερε τη ρητορική και την πολιτική της εθνικοφροσύνης μέχρι το 1974 στην πιο ακραία μορφή της. 
 
Oι παραπάνω, ανταγωνιστικές μεταξύ τους αφηγήσεις υπερκεράστηκαν, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα, στο πολιτικό περιβάλλον όταν της Μεταπολίτευσης. Μετά τη δικτατορία το ελληνικό πολιτικό σύστημα θεμελιώθηκε σε μια νέα βάση. Ο αντικομμουνισμός απονομιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και η εθνικοφροσύνη απέκτησε μόνο αρνητικές συμπαραδηλώσεις, εφόσον συνδέθηκε με τη δικτατορία. Αν και η μεταπολιτευτική Δεξιά φρόντισε να πάρει αποστάσεις από τη δικτατορία οι σχέσεις ανάμεσα στην προδικτατορική εθνικοφροσύνη και την επιβολή του πραξικοπήματος ήταν σε όλους γνωστές με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να υπερηφανευτεί ότι είχε πολεμήσει τον κομμουνισμό. Σε κάθε περίπτωση ο κύκλος των αντιπαραθέσεων του Εμφυλίου πολέμου έκλεινε και έκλειναν μαζί του και οι παραδοσιακές διαιρέσεις που είχε κληροδοτήσει.

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι μέχρι το 1981 μόνο η Αριστερά, αναφέρεται  συστηματικά στη δεκαετία του 1940. Βέβαια, για την Αριστερά η περίοδος αυτή είναι η Αντίσταση, ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος αποσιωπάται. Στη μεταπολίτευση κύριος στόχος της Αριστεράς είναι να επανεγγραφεί στην κοινοβουλευτική ζωή της χώρας από την οποία είχε για πολλά χρόνια αποκλειστεί. Η υπενθύμιση του Εμφυλίου δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει με κανένα τρόπο αυτόν το στόχο. Αντίθετα, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη νομιμοποίηση των δύο ΚΚΕ. 

Κυρίως, όμως η αποσιώπηση του Εμφυλίου διαπλέκεται αυτή την περίοδο  με  το αίτημα για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Στη διατύπωση αυτού του αιτήματος που κυριαρχεί στο λόγο της Αριστεράς οι πολιτικοί πρόσφυγες αποσυνδέονται από τον εμφύλιο πόλεμο και συνδέονται με την Αντίσταση. Οι εμφύλιες συγκρούσεις αναφέρονται μόνον ως τραύμα, ως διαιρετικό παρελθόν το οποίο πρέπει  να κλείσει οριστικά προκειμένου να σταθεροποιηθεί η δημοκρατία.  Αυτή η εκδοχή της δεκαετίας του 1940 έδινε στην Αριστερά τη δυνατότητα να διεκδικήσει την πολιτική και ηθική της δικαίωση. Την ίδια στιγμή, όμως αποτέλεσε και το πρίσμα μέσα από το οποίο η ελληνική κοινωνία επανεξέτασε, διαχειρίστηκε και ως ένα βαθμό «ξαναθυμήθηκε» το εν λόγω παρελθόν.

Τέλος, η Εθνική Αντίσταση επιστρατεύεται για να χρησιμοποιηθεί στον ανταγωνισμό μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού. Το ΚΚΕ διεκδικεί εξ ολοκλήρου την αντιστασιακή κληρονομιά και προβάλλεται ως «το κόμμα της Εθνικής Αντίστασης». Στη ρητορική του, όσοι ακολουθούν το ΚΚΕ Εσωτερικού απογυμνώνονται από το παρελθόν τους, το οποίο δεν έχουν πια δικαίωμα να επικαλούνται.  Το ΚΚΕ Εσωτερικού από την άλλη εντοπίζει την καταγωγή του στο πλουραλιστικό ΕΑΜ, που απευθύνθηκε και στη μη κομμουνιστική Αριστερά και απέκτησε ευρύτητα και αποδοχή, χωρίς δογματισμό και φανατισμό. Επιπλέον, και παράλληλα με την επίκληση του εαμικού παρελθόντος, το ΚΚΕ Εσωτερικού ασκεί σκληρή κριτική στην πολιτική του «ζαχαριαδικού», ΚΚΕ της εποχής του εμφυλίου πολέμου, και του αποδίδει ευθύνες για τη διολίσθηση στην εμφύλια σύγκρουση.

Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, το ζητούμενο ήταν η σταθεροποίηση της δημοκρατίας; Για να την επιτύχουν,  οι πολιτικές ελίτ έπρεπε να αξιοποιήσουν όλα τα πολιτικά διδάγματα που μπορούσαν να εξαχθούν από την επιβολή και από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος. Το 1974 το σημαντικότερο ίσως δίδαγμα ήταν η αποφυγή της οξύτητας και της αναπαραγωγής των διαιρέσεων που θα μπορούσαν να δηλητηριάσουν το πολιτικό κλίμα και να υπονομεύσουν τη συναίνεση.

Αμέσως μετά την επιστροφή του στη χώρα, ο Κ. Καραμανλής κατάργησε το Ν 509 και  νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Συνεχίζοντας  στην ίδια γραμμή η  Νέα Δημοκρατία στην προεκλογική περίοδο του 1974 επαγγέλλεται την υπέρβαση των παλαιών διαιρέσεων και τη συμφιλίωση του ελληνικού λαού, τίθεται ξεκάθαρα εναντίον των συντελεστών της δικτατορίας και υπόσχεται την τιμωρία τους. Στην πολιτική συγκυρία της μεταπολίτευσης η ΝΔ ήταν υποχρεωμένη να αποσιωπήσει ένα κομμάτι από το παρελθόν της, καθώς η μετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη είχε συνδεθεί με τη δικτατορία. Παρόλο που η ηγεσία του κόμματος τάχθηκε εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος, η επιβολή του θεωρούνταν η φυσική συνέπεια του τρόπου με τον οποίο είχε λειτουργήσει το μετεμφυλιακό κράτος. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα οποιαδήποτε αναφορά στη δεκαετία του 1940 θα ήταν πολιτικά επιζήμια. Θα δυναμίτιζε τη συναίνεση και θα έβαζε εμπόδιο στην επέκταση του κόμματος προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος.

Περίπου η ίδια εικόνα της αποσιώπησης της δεκαετίας του 1940 εμφανίζεται και στον προεκλογικό λόγο του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1981, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Αμέσως μετά το 1974 το παρελθόν στο οποίο αναφέρεται το  ΠΑΣΟΚ είναι η αντίσταση εναντίον της χούντας. Εκεί, στο αντιδικτατορικό ΠΑΚ ανιχνεύονται οι ρίζες του κινήματος και η ταυτότητά του. Αργότερα, το 1977 και το 1981, όσο δηλαδή το ΠΑΣΟΚ κινείται προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος και εγγύτερα στην εξουσία ανακαλείται ο Ανένδοτος. Η επίκληση της δεκαετίας του 1960 αφενός αφορά ένα μεγάλο αριθμό στελεχών του κόμματος, τα οποία προέρχονται από την Ένωση Κέντρου, και αφετέρου λειτουργεί συσπειρωτικά για τον κεντρώο χώρο, ο οποίος ξαναβρίσκει μέσα από το ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να επιτύχει την εκλογική νίκη που δεν μπόρεσε να επιτύχει το 1967.

Η δεκαετία του 1940 περνά εκείνη την εποχή σε δεύτερο πλάνο. Είναι ένα παρελθόν αμφιλεγόμενο, του οποίου η επίκληση θα μπορούσε να διχάσει το χώρο του Κέντρου και να θέσει υπό αμφισβήτηση την επιδιωκόμενη συνοχή του. Την ίδια στιγμή βέβαια το ΠΑΣΟΚ διατηρεί επαφή με τον κόσμο της Αριστεράς, προσβλέπει στη στήριξή του και έχει συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτιά του αναγνωρίσιμες προσωπικότητες από τον εν λόγω πολιτικό χώρο, όπως ο  Μ. Γλέζος. Ωστόσο, η υπενθύμιση των γεγονότων στις προεκλογικές ομιλίες των στελεχών του κόμματος αποφεύγεται. Ακόμη και στο περίφημο Συμβόλαιο με το Λαό, ένα κείμενο 100 σελίδων η δεκαετία του 1940 περνά σε δεύτερο πλάνο. Αναφέρεται μόνο δύο φορές, εξαγγέλλοντας την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, αλλά και την άμεση κατάργηση των γιορτών μίσους.

Η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 1981, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η απόδοση συντάξεων στους αγωνιστές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ καθιέρωσαν ως επίσημη αφήγηση για τη δεκαετία του 1940 την ιστορία της Αντίστασης, η υπενθύμιση της οποίας είχε θετικές και ενωτικές συμπαραδηλώσεις σε αντίθεση με εκείνη του εμφυλίου πολέμου. Από τις διαιρέσεις του παρελθόντος αναδεικνύεται μόνο αυτή της συνεργασίας με τους κατακτητές. Όλοι οι υπόλοιποι, όσοι δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, μπορούν να βρουν τη θέση τους στο ενωτικό αφήγημα της Αντίστασης, να την επικαλεστούν ή να την διεκδικήσουν ως αξιοποιήσιμο παρελθόν.

Στη νέα αφήγηση ο Εμφύλιος πόλεμος αποπολιτικοποιείται. Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, καλοί και κακοί, γιατί «σε έναν εμφύλιο πόλεμο ολόκληρος ο λαός είναι ο ηττημένος». Ως εκ τούτου, οι αιτίες για τη διολίσθηση στη σύγκρουση αναζητούνται είτε έξω, στην παρέμβαση των ξένων δυνάμεων, είτε σε παράλογες αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας. Η αφήγηση λοιπόν αυτή διεύρυνε, τα όρια του έθνους στο οποίο χωρούσαν όλοι εκτός από τους λίγους συνεργάτες των κατακτητών και άρα με έναν τρόπο εξοβέλιζε εντελώς την εμφύλια διαμάχη από την ιστορία του ελληνικού έθνους, αφήνοντας χώρο μόνο για την ιστορία του αντιστασιακού κινήματος 1941-1944.

 Η αφήγηση αυτή υποστήριξε και τη διαίρεση Δεξιά – Αντιδεξιά η οποία κυριάρχησε στο λόγο και στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ, πιάνοντας απευθείας το νήμα από τη ρητορική της Ένωσης Κέντρου κατά την περίοδο του Ανένδοτου. Η επίκλησή της πρόσφερε ένα εύληπτο και λειτουργικό ερμηνευτικό πλαίσιο του πολιτικού παρόντος. Οι «καλοί» διαχωρίζονται εύκολα και γρήγορα από τους «κακούς»: Η «κακή» Δεξιά βαρύνεται με πολλά παραπτώματα: δωσιλογισμό, εκτελέσεις, εξορίες, περιθωριοποίηση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Η «καλή» Αντιδεξιά από την άλλη, συσπειρώνει όλους εκείνους οι οποίοι στο παρελθόν πολέμησαν για την απελευθέρωση της πατρίδας, για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και που στο παρόν αγωνίζονται για την ευημερία του λαού και την πρόοδο του.

Το ΠΑΣΟΚ, επικεφαλής αυτής της πολιτικής συμμαχίας χρησιμοποίησε τη νέα αφήγηση ως άξονα παραταξιακής συσπείρωσης.  Υπερβαίνοντας τις παλιές διαιρέσεις η παράταξη θα μπορούσε να διευρυνθεί προς την κεντροδεξιά με όριο το δωσιλογισμό, αλλά κυρίως προς τα Αριστερά με όριο το δογματισμό του ΚΚΕ. Η εθνική συμφιλίωση έδωσε στην Αριστερά την ηθική δικαίωση και την αναγνώριση που επιθυμούσε. Την ίδια στιγμή, όμως, αποδυνάμωνε την πολιτική της απήχηση καθώς, αφενός λειτουργούσε ελκυστικά για πολλούς από τους ψηφοφόρους της και αφετέρου της αφαιρούσε το μονοπώλιο του αντιστασιακού παρελθόντος. Επιπλέον, η αποσιώπηση της έστω και αμφίθυμης σχέσης του προδικτατορικού Κέντρου με την εθνικοφροσύνη, διευκόλυνε ακόμη περισσότερο το πέρασμα των αριστερών ψηφοφόρων στο ΠΑΣΟΚ.

Η αποκαθήλωση της εθνικοφροσύνης προκάλεσε την έντονη αντίδραση της συντηρητικής παράταξης. Η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας  με αρχηγό τον Ε. Αβέρωφ κατά τη διάρκεια της ψήφισης του νομοσχεδίου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης αποχώρησε, για να μη δώσει, όπως είπε ο ίδιος ο Αβέρωφ, «συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ για την αντεθνική του δράση επί Κατοχής». Η κίνηση αυτή χάρισε στο ΠΑΣΟΚ την πρωτοβουλία της εθνικής συμφιλίωσης, καθώς και όλα τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσαν να προέλθουν από αυτήν.

Παρά την επιλογή της συναινετικής πολιτικής των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, μια μερίδα της ΝΔ συνέχιζε να καθορίζεται από το εθνικόφρον παρελθόν. Η μερίδα αυτή ήρθε ξανά στο προσκήνιο με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και κυρίως με την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου.  Απέναντι στην αποθέωση της Αντίστασης αντιπαρέβαλε την εγκληματική δράση του ΚΚΕ και προσπάθησε να διασώσει τη μνημόνευση της απαξιωμένης πλέον εθνικοφροσύνης. Αναδιπλώνεται, ως εκ τούτου σε μια έκφραση που τα προηγούμενα χρόνια είχε εγκαταλείψει.

Ωστόσο, αυτή η αφήγηση της εθνικής συμφιλίωσης ήταν πλέον όχι μόνον επίσημη αλλά και κυρίαρχη. Ο Κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από την αβερωφική ρητορική και να παρακάμψει το παρελθόν, προσβλέποντας στην περαιτέρω επέκταση του κόμματος προς το κέντρο. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο, καθώς η παρουσία του επανέφερε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1960 κάνοντας την πολιτική ατμόσφαιρα εκρηκτική. Μεσούσης της προεκλογικής περιόδου του 1985 δημοσιεύεται από την εφημερίδα Αυριανή μια φωτογραφία του Μητσοτάκη ανάμεσα σε δύο Γερμανούς στρατιώτες. Η φωτογραφία τοιχοκολλείται στις τοπικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ σε όλη την Ελλάδα, και αναδημοσιεύεται καθημερινά από την Αυριανή. Το σύνθημα «Απόψε πεθαίνει ο φίλος» ή «ο σκύλος των Ες Ες» κυριαρχεί στις προεκλογικές συγκεντρώσεις υπογραμμίζοντας τη σχέση της Αντιδεξιάς με την  Αντίσταση από τη μια πλευρά και της Δεξιάς με τη Συνεργασία από την άλλη.

Η αντίδραση του Κ. Μητσοτάκη στοχεύει στην ανάδειξη του δικού του αντιστασιακού παρελθόντος. Τις επόμενες μέρες προσκομίζονται στον Τύπο και οι σχετικές αποδείξεις: μαρτυρίες συναγωνιστών και συμπατριωτών του, μαρτυρίες Βρετανών αξιωματικών κ.λπ.. Ο ίδιος αναφέρεται στην αντιστασιακή του δράση σχεδόν σε κάθε προεκλογική ομιλία. Έτσι, το ύφος του προεκλογικού λόγου της ΝΔ μοιραία διαφοροποιείται. Από την υπεράσπιση της εθνικοφροσύνης μετακινείται άμεσα στη διεκδίκηση του δικού της αντιστασιακού παρελθόντος, το οποίο έτεινε να ισοπεδωθεί από τη ρητορική της Αντιδεξιάς. Με αυτό τον τρόπο το κόμμα εντάσσεται σταδιακά  στην αφήγηση και στο πολιτικό κλίμα της εθνικής συμφιλίωσης. Ουσιαστικά, δηλαδή αποδέχεται την κυριαρχία της νέας θεώρησης του παρελθόντος.

Τη στιγμή, όμως που η Αντιδεξιά έφτασε στο απόγειο της πολιτικής και ρητορικής της δύναμής άρχισαν να διαφαίνονται και τα πρώτα σημάδια της αποδυνάμωσης της. Η δυναμική της Αντιδεξιάς σε μεγάλο βαθμό απέρρεε από την ανάγκη της Αριστεράς για αναγνώριση και ηθική αποκατάσταση. Τροφοδοτούνταν ακόμη και από το φόβο όσων είχαν διωχθεί στο παρελθόν, ότι είναι πιθανή η επανάληψη του εμφυλίου πολέμου, των διώξεων και της περιθωριοποίησης, αν ερχόταν ξανά η Δεξιά στην εξουσία. Αυτόν ακριβώς το φόβο προσπαθούσε να κρατήσει άσβεστο το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», το οποίο κυριαρχούσε στις προεκλογικές περιόδους του 1985 και του 1989.

Η Αριστερά, ωστόσο χωρίς να ξεχάσει «τι σημαίνει δεξιά» σταμάτησε σταδιακά να φοβάται την επανάληψη του παρελθόντος. Ήταν πια πασιφανές ότι η καλλιέργεια αυτής της φοβικής αντίληψης  οδηγούσε τους αριστερούς ψηφοφόρους στο ΠΑΣΟΚ, διαπίστωση που κάνει το 1985 τον Χ. Φλωράκη σε μια προεκλογική συγκέντρωση στην Αθήνα να αναφωνήσει: «Φτάνει πια οι Αριστεροί να ποτίζουν ξένες γλάστρες».  «Η Δεξιά σήμερα», έλεγε ο Λ. Κύρκος σε προεκλογική συγκέντρωση στην Αθήνα, «δεν είναι Μακρονήσια και φυλακές. Αυτά ήταν φαινόμενα του εμφυλίου πολέμου και της ήττας». Έτσι, η Δεξιά απομυθοποιείται και, αντί για απειλητικό ιστορικό εχθρό, ανάγεται σε σοβαρό πολιτικό αντίπαλο, για την αντιμετώπιση του οποίου θα έπρεπε να επιστρατευτούν όχι συναισθηματικά αλλά πολιτικά αντανακλαστικά. Με αυτό τον τρόπο η Αριστερά θα μπορούσε  πλέον να απεγκλωβιστεί από το παρελθόν και να προχωρήσει σε ένα διαφορετικό μέλλον.

Αυτό ακριβώς το μέλλον επιδιώχθηκε το Δεκέμβριο του 1988 με την ίδρυση του ΣΥΝ της Αριστεράς και της Προόδου, που στις επόμενες εκλογές επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή. Το 1989 οι κάλπες ανέτρεψαν τις πολιτικές ισορροπίες. Την 1η Ιουλίου 1989 ορκίστηκε η κυβέρνηση Τζανετάκη στηριγμένη σε μια ανήκουστη μέχρι τότε και για πολλούς «ανίερη» πολιτική συμμαχία, της ΝΔ και του ΣΥΝ. Λίγο αργότερα,  στις 29 Αυγούστου 1989, σαράντα χρόνια από τη λήξη των ένοπλων συγκρούσεων ψηφίστηκε ο νόμος για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου και κάηκαν οι φάκελοι που διατηρούσε η Ασφάλεια σε βάρος των  αντιφρονούντων πολιτών.

Το γεγονός είχε μεγάλη συμβολική και πολιτική αξία και για τα δύο κόμματα. Για τη ΝΔ το παρελθόν της εθνικοφροσύνης στεκόταν πάντοτε εμπόδιο στην επέκταση του κόμματος προς το Κέντρο. Η συνεργασία με το ΣΥΝ και η νομική επικύρωση της άρσης των συνεπειών του Εμφυλίου αποδεκάτιζαν την πολιτική δύναμη της Αντιδεξιάς και υπόσχονταν ένα καινούριο πολιτικό σκηνικό, στο οποίο η ΝΔ θα μπορούσε να απαλλαγεί οριστικά από το βαρύ εθνικόφρον παρελθόν της. Η Αριστερά από την άλλη πλευρά σαράντα χρόνια μετά τη λήξη των συγκρούσεων όχι μόνο βρίσκεται στην κυβέρνηση αλλά και έχει την ευκαιρία να αφήσει πίσω της το παρελθόν της ήττας, το οποίο αποτελούσε τροχοπέδη στην πολιτική της εξέλιξη. Το ΠΑΣΟΚ απομονωμένο πολιτικά, βρέθηκε σε αμήχανη θέση, καθώς δεν μπορούσε, παρά να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο το οποίο, όμως, αποδυνάμωνε τη βάση και τη δύναμη της ρητορικής του.

Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου μια νέα θεώρηση του παρελθόντος κατέστη δυνατή. Σε αυτή, ο εμφύλιος πόλεμος ούτε αποσιωπάται,  ούτε και ανακαλείται για να χρησιμοποιηθεί ως μομφή εναντίον της Αριστεράς, όπως παλαιότερα. Γίνεται τμήμα της ιστορίας το οποίο, αν και δεν μπορεί να μνημονευθεί όπως η Αντίσταση, μπορεί να συζητηθεί χωρίς να προκαλεί το μέγεθος της αμηχανίας που προκαλούσε στο παρελθόν. Οι δύο πρωταγωνιστές εγκαταλείπουν την πολιτική της μνήμης και περνούν σε μια πολιτική λήθης. Η δεκαετία του 1940 μετατρέπεται σε ένα παρελθόν μακρινό. Από αυτό θα μπορούσαν να αντληθούν θετικά διδάγματα και πρότυπα (Εθνική Αντίσταση) και παραδείγματα προς αποφυγή (Εμφύλιος Πόλεμος). Όμως φιλοδοξία των δύο πρωταγωνιστών ήταν να πάψει να λειτουργεί καθοριστικά για την πολιτική ταυτότητα τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.

Μετά το 1989 θα περίμενε κανείς ότι αυτό το διαιρετικό και δύσκολο παρελθόν θα άρχιζε επιτέλους να «ξεχνιέται», ότι η πολιτική και κυρίως η κοινωνία θα μπορούσαν να απαλλαγούν από αυτό το βάρος της παλιάς αλλά τόσο καθοριστικής σύγκρουσης, η οποία όριζε για δεκαετίες τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία. Μπορεί, όμως, αλήθεια μια κοινωνία να λησμονήσει έτσι απλά χωρίς καμία συζήτηση, χωρίς εν τέλει καμία επεξεργασία τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και τις συνέπειές του; Στη δεκαετία του 1990 όλα έδειχναν ότι τόσο η ελληνική κοινωνία όσο και η ελληνική πολιτική είχαν επιτέλους απομακρυνθεί από το διαιρετικό παρελθόν.

Ωστόσο, η πρόσφατη οικονομική κρίση και το ασταθές πολιτικό περιβάλλον που δημιούργησε αποδεικνύουν ότι σε περιόδους κρίσης μεμονωμένα άτομα ή πολιτικές παρατάξεις «λησμονούν» τη λήθη. Σε τέτοιες περιόδους που οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και βεβαιότητες χρόνων γκρεμίζονται εν μια νυκτί, δημιουργείται η ανάγκη να στραφούμε στο ερμηνευτικό πλαίσιο που για πολλές δεκαετίες αποτελούσε έναν ασφαλή πολιτικό χάρτη, ο οποίος έδειχνε το δρόμο για το «καλό» και το «κακό» το «δίκαιο» και το «άδικο». Έτσι, οι επικλήσεις του εμφυλίου πολέμου και των διαιρέσεων που πρόεκυψαν από αυτόν επέστρεψαν αίφνης και από διαφορετικές πλευρές. Συνθήματα όπως «Βάρκιζα τέλος», ή «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΜΟΛΟΤΩΦ» άρχισαν να εμφανίζονται στους τοίχους των μεγάλων πόλεων.

Οι πολιτικοί και οι τεχνοκράτες που διαπραγματεύτηκαν τα μνημόνια ονομάστηκαν με χαρακτηριστική ευκολία «δωσίλογοι» ενώ πολλοί αρθρογράφοι καταφεύγουν στη δεκαετία του 1940, υποστηρίζοντας πως  «η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει σήμερα αυτό που απέφυγε το 1949, δηλαδή, να γίνει Αλβανία». Την ίδια στιγμή η Χρυσή Αυγή πλαισιώνει και αναζωογονεί με την παρουσία των μελών της και τους λόγους επιφανών στελεχών της τα μνημόσυνα στο Μελιγαλά, στο Κιλκίς, στα Γιαννιτσά, στο Γράμμο και στο Βίτσι, τα οποία είχαν από καιρό παρακμάσει.

Παρά την απόφαση των δύο πρωταγωνιστών να στραφούν στην πολιτική της λήθης και να «κάψουν» τα τεκμήρια της τραυματικής διαίρεσης το παρελθόν έμεινε, ως ένα βαθμό, ζωντανό και διεκδικεί το δικό του χώρο στο κοινωνικό και πολικό παρόν. Όχι γιατί η κοινωνία ή οι πολιτικοί το συντηρούν, αλλά γιατί υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πιο καθοριστικές στιγμές στην ελληνική ιστορία. Για πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη του ο εμφύλιος πόλεμος καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις, επηρέασε την πολιτική συμπεριφορά και τη συγκρότηση πολιτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων και προσέφερε ένα άκαμπτο πλαίσιο ερμηνείας της πολιτικής πραγματικότητας. Ως εκ τούτου, σε περιόδους κρίσης είναι σχεδόν αναμενόμενο ότι μεμονωμένοι πολίτες ή κοινωνικές ομάδες ή πολιτικά κόμματα θα αναζητούν πολιτική καθοδήγηση, παραδείγματα προς μίμηση ή παραδείγματα προς αποφυγή σε αυτό το «ανεπιθύμητο», αλλά πάντα «επίμονο» παρελθόν.


[1] Ο θάνατος του παρελθόντος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007.