Το εργοστάσιο της Columbia χτίστηκε το 1929 και λειτούργησε ένα χρόνο αργότερα, το 1930. Έως το 1990 που έκλεισε οριστικά κατέγραψε όλη την ιστορία της ελληνικής μουσικής και δισκογραφίας.

Ads

Το εγκαταλελειμμένο ιστορικό εργοστάσιο αποτελεί «μήλον της έριδος» μεταξύ ιδιοκτητών, δήμου Αθηναίων και κατοίκων της περιοχής για την αξιοποίησή του, ευτυχώς όμως η κήρυξή του σε διατηρητέο μνημείο, χάρισε χαμόγελα στους αθρώπους της μουσικής και στην ουσία άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία ενός μουσείου αφιερωμένου στην ελληνική δισκογραφία.

Σε αυτήν τη μεγάλη ιστορία της δισκογραφικής εταιρείας, των στούντιο και του εργοστασίου παραγωγής της Columbia αναφέρεται το νέο βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη από τις εκδόσεις ΚΨΜ, με τίτλο «Με αφορμή την Columbia -Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα».

Πλούσιο φωτογραφικό υλικό, πληροφορίες και στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία της μουσικής βιομηχανίας της χώρας, άπειρες μικρές και καθημερινές στιγμές, άπειρες άγνωστες ιστορίες, χιλιάδες γεγονότα που συνέβησαν στο ιστορικό εργοστάσιο του Περισσού-Ριζόπολης, μικρά και μεγάλα πράγματα που βρίσκονται πίσω από τους δίσκους που αγαπήσαμε, πίσω από τα τραγούδια που ακούμε.    

Ads

Από την ίδρυσή της και τη διαδρομή της μέσα στο χρόνο και στα ιστορικο-πολιτικά γεγονότα της εποχής, μέχρι το κλείσιμο και την κατεδάφισή της. Mνήμες και αισθήματα βγαλμένα από τη ζωή και την εμπειρία ενός εκ των πρωταγωνιστών της δισκογραφικής βιομηχανίας της χώρας μας. Του Δημήτρη Φεργάδη που ευτυχώς αποφάσισε να την καταγράψει.

image

«Η πενηντάχρονη δουλειά και πείρα μου στη δισκογραφία, η μνήμη και οι μαρτυρίες συνεργατών και φίλων συναδέλφων παλαιότερων από εμένα, πρωταγωνιστών τις εποχές που δενότανε τ’ ατσάλι στην Columbia, και τα όσα διασωσμένα –λίγα– πολύτιμα έγγραφα, φυλαγμένα στα φυλλοκάρδια, πιστεύω πως είναι ικανά στοιχεία για να γραφτεί έτσι όπως θα γραφτεί η πρώτη ολοκληρωμένη πολύπλευρη ιστορία της δισκογραφικής βιομηχανίας στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα» λέει ο συγγραφέας.

Δικαίως, αφού ο Δημήτρης Φεργάδης εργάστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ως βοηθός πρεσαδόρου στο εργοστάσιο παραγωγής πλακών γραμμοφώνου της Columbia στην Αθήνα και στη συνέχεια πέρασε από διάφορες σημαντικές θέσεις, ως διευθυντικό στέλεχος της μεγάλης εταιρίας, ενώ από το 1991 στελέχωσε, επίσης από θέσεις ευθύνης την Minos-EMI.

Έτσι, με το βιβλίο του ήρθε να καλύψει ένα σημαντικό κενό που υπήρχε στην καταγραφή της ιστορίας της δισκογραφίας και να προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο στους σύγχρονους και μελλοντικούς μελετητές της, χωρίς όμως να το βαραίνουν περιττά ώστε να μειώνουν την απόλαυση της ανάγνωσης.

«Ήθελα να μιλήσω για την Columbia από καρδιάς»

image

«Η κατάσταση της δισκογραφίας στη χώρα τα πρώτα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν υποτονική» λέει ο Δ. Φεργάδης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο.

«Υπήρχαν κάποιες δισκογραφικές εταιρείες τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη, που ηχογραφούσαν όχι σε στούντιο, αλλά σε δωμάτια ξενοδοχείων, στέλνοντας κατόπιν τις ηχογραφήσεις τους στο εξωτερικό, κυρίως στην Αγγλία, απ’ όπου και τις παραλάμβαναν κατόπιν επεξεργασμένες. Όπως καταλαβαίνετε, μια τέτοια διαδικασία κόστιζε πολύ, τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήμα. Επομένως το έδαφος ήταν πρόσφορο για την ίδρυση μιας εταιρείας επιτόπιας παραγωγής. Έτσι, η μητρική εταιρεία της Columbia αποφάσισε να δημιουργήσει στην Ελλάδα μια δισκογραφική μονάδα που θα απευθυνόταν όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (τον Λίβανο, τη “μικρή Γαλλία”, όπως τον έλεγαν τότε, και την Αίγυπτο)». Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψαν το εργοστάσιο και τα στούντιο της Ριζούπολης στον Περισσό.

Ο τόμος έχει βασιστεί σε ενδελεχή μελέτη των στοιχείων τα οποία παρέχουν τα αρχεία της εταιρείας και διαθέτει ένα εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό υλικό, όπου αποτυπώνονται από στελέχη της εταιρείας, συνθέτες και στιχουργοί μέχρι εξώφυλλα δίσκων και χώροι εργασίας. Διατρέχοντας κανείς τις σελίδες του, δεν δυσκολεύεται να διακρίνει τους μεγάλους σταθμούς που σημάδεψαν την πολύχρονη πορεία της Columbia. Όπως σημειώνει ο Δ. Φεργάδης: «Ο πρώτος μεγάλος σταθμός ήταν η δημιουργία των στούντιο στη δεκαετία του 1930 – αντίγραφο των αντίστοιχων στούντιο της Αγγλίας. Επί Κατοχής η εταιρεία επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και παρήγε δύο προϊόντα: υλικό για την Αντίσταση και δίσκους κλασικής μουσικής για τους κατακτητές. Την επόμενη δεκαετία έρχεται μια μεγάλη καινοτομία: το κερί αντικαθίσταται από τις ταινίες μαγνητοφώνου. Λίγο αργότερα, το 1958, έρχονται οι κονσόλες (οι μείκτες ήχου) και οι 45ρηδες δίσκοι, που διπλασιάζουν την παραγωγή. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και ο δίσκος 33 στροφών. Βρισκόμαστε μετά το τέλος της Κατοχής και του Εμφυλίου και ενόσω συνεχίζονται οι διώξεις της Αριστεράς. Ο κόσμος έχει διάθεση να ακούσει μια μουσική ικανή να προκαλέσει ανάταση και συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος βγαίνουν στην πρώτη γραμμή. Και μαζί τους ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης. Βέβαια, η επιβολή της δικτατορίας επιφέρει μιαν αναστολή της έξαρσης και ευνοεί την επιστροφή στα καθιερωμένα και τα πεπαλαιωμένα. Δεν διακόπτει, όμως, τη δυναμική της παραγωγής η οποία έχει δημιουργηθεί κι αυτό φαίνεται πολύ καλά στα μεταπολιτευτικά χρόνια: τότε ακούγονται οι νέοι συνθέτες (ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Δήμος Μούτσης μεταξύ άλλων), τότε αγαπιούνται και τα τραγούδια του Νέου Κύματος. Είναι η εποχή που ανθίζει το ποιοτικό τραγούδι. Είναι επίσης η εποχή των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών. Πρώτα η Columbia και η εξαγορά της από την ΕΜΙ, ύστερα και οι άλλοι. Τα ονόματα ξεκινούν εδώ από τους αδελφούς Λαμπρόπουλους για την Columbia και συνεχίζονται, αρχίζοντας πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, με τον Μίνωα και τον Μάκη Μάτσα (Μίνως Μάτσας και Υιός), τον Αλέκο Πατσιφά (Λύρα), τον Μαρτέν Γκεσάρ και τη Μαρίκα Γκεσάρ (Music Box) και τον Νίκο Αντύπα (Philips)».

Ποιες ήταν οι σχέσεις ανάμεσα στην Columbia και τους καλλιτέχνες (μουσικοσυνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές) που συνεργάζονταν μαζί της; «Ήταν σχέσεις αγάπης και μίσους», δηλώνει απερίφραστα: «Έφευγαν και ξαναγύριζαν. Ήταν όπως είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα ερωτικά και τα συζυγικά ζευγάρια – περνούσαν καιρούς κρίσης και καιρούς νηνεμίας». Ιδιαίτερα συζητάει στο βιβλίο του ο Δ. Φεργάδης το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων στην Columbia. Τι ακριβώς έχει να πει γι’ αυτό; «Επί Κατοχής, η εταιρεία φρόντιζε να εξασφαλιστούν καταλύματα για τους εργαζομένους. Χωρίς να μπορεί να πει κανείς πως δεν υπήρχαν διαφορές και αντιθέσεις, επί πολλά χρόνια οι σχέσεις της διοίκησης με τους εργαζομένους πορεύτηκαν σε ομαλό έδαφος. Από πολύ νωρίς καθιερώθηκαν το πενθήμερο και τα επιδόματα (όχι μόνο για τους εργαζομένους, αλλά και για τον συγγενικό τους κύκλο), ποτέ κανείς δεν φοβήθηκε γι’ αυτό που επρόκειτο να ψηφίσει στις εκλογές, οι μεγάλες απεργίες με τις πάνδημες κινητοποιήσεις τους δεν προκάλεσαν ούτε μία φορά τη μήνιν, ενώ επί χούντας η εταιρεία έδινε εγγυήσεις για τους ανθρώπους της. Όλοι, άλλωστε, προσέβλεπαν σε ένα κοινό στόχο, που ήταν η επίτευξη του εταιρικού προϊόντος».

Τι φιλοδοξούσε ο Δ. Φεργάδης όταν ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο του για την Columbia; «Είμαι ο άνθρωπος που έφτιαξε τον τελευταίο δίσκο της εταιρείας και ήθελα να πω την ιστορία της. Ξεκίνησα τη δεκαετία του 1990, αλλά σταμάτησα γιατί κατάλαβα ότι δεν ήμουν έτοιμος. Το ξανάπιασα όταν ήξερα ότι μπορούσα να πω και να διηγηθώ την αλήθεια. Την αλήθεια όχι για τον εαυτό μου, αλλά για όλους εκείνους που γοητεύτηκαν από το προϊόν και δούλεψαν με όλες τις δυνάμεις τους για την παραγωγή του. Ήθελα να μιλήσω για την Columbia από καρδιάς κι ελπίζω τα στοιχεία που συγκέντρωσα για την ελληνική δισκογραφική παραγωγή να αποτελέσουν το έναυσμα για να ασχοληθούν οι επόμενοι και να στραφούν σε ένα ευρύτερο πεδίο».