Δεν είναι σήμερα δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα, ύστερα από όσα έχουν δημοσιευθεί από τους πρωταγωνιστές, μικρούς και μεγάλους, τους ιστορικούς ερευνητές και τα όσα έχουν έλθει στη δημοσιότητα και στο προσκήνιο. Μόνο που υπάρχουν περισσότερες από μία απαντήσεις. Θα υποστηρίξω αυτή που με έχει πείσει -και από την προσωπική μου έρευνα- και θα προσπαθήσω να την αποδείξω.Δείτε το Α’ Μέρος.

Ads

– 26 Ιουλίου 1944. Έρχεται στην έδρα της ΠΕΕΑ από τη Γιουγκοσλαβία η σοβιετική αποστολή υπό τους συνταγματάρχες Γκρ. Ποπώφ και το πολιτικό στέλεχος Νικ. Τσερνίτσεφ, ειδικό στα ελληνικά πράγματα. Δεν έχει σημασία αν είναι αυτοτελής σοβιετική αποστολή -όπως πολλές φορές αναφέρεται- ή είναι κλιμάκιο της σοβιετικής αποστολής στον Τίτο.

Πάντως είναι ανεξάρτητη αποστολή, δεν έχει καμιά σχέση με τη αποστολή του Συμμαχικού Στρατηγείου Μ. Ανατολής στην Ελλάδα, η οποία μάλιστα δεν έχει καν ενημερωθεί σχετικά (έχει μάλιστα για ασυρματιστή τον Έλληνα Νίκο Βαβούδη, Σοβιετικό πολίτη και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, τον γνωστό από τη μετεμφυλιοπολεμική υπόθεση των ασυρμάτων του ΚΚΕ).

Είναι μια κίνηση που υποδηλώνει την ανησυχία του Στάλιν για τις διαγραφόμενες υπέρ του ΕΑΜ εξελίξεις στην Ελλάδα με την ίδρυση της ΠΕΕΑ και του Εθνικού Συμβουλίου, που έρχονται σε αντίθεση με τις βάσεις τις συμφωνίας που τέθηκαν στο Λονδίνο μεταξύ Ήντεν και Σοβιετικού πρεσβευτή.

Ads

Ο ερχομός της στην Ελλάδα λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωσή της επιβεβαιώνει την ανησυχία του Στάλιν. Διότι, αν ήθελε να βοηθήσει με οποιοδήποτε τρόπο το ΕΑΜικό αντάρτικο στον αγώνα του κατά των κοινών εχθρών (Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων) και τη στερέωση της εξουσίας του σε μια απελευθερωμένη Ελλάδα, θα έπρεπε να το είχε κάνει από πολύ πιο νωρίς, όπως είχε κάνει με τη Γιουγκοσλαβία. Εδώ, σ’ εμάς, ούτε ένα τουφέκι, ούτε μια σφαίρα δεν έφερε η άφιξη της σοβιετικής αποστολής.

Απλώς έπρεπε τώρα ο Στάλιν να βάλει το νερό στο αυλάκι που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο Λονδίνο, ώστε να μην του δημιουργήσει η Ελλάδα προβλήματα στις τρέχουσες, αλλά και στις μεταπολεμικές σχέσεις του με τους συμμάχους, πριν προλάβει να ανορθωθεί η χώρα του από τις τρομερές καταστροφές που είχε υποστεί και υφίστατο από τον πόλεμο. Προβλήματα που μπορούσαν να ήταν και υπαρξιακά σε περίπτωση πολέμου εναντίον της από τους τέως συμμάχους της (βλ. ανωτ. 4.5.44).

Μέχρι και σήμερα κανένας από τα υπεύθυνα στελέχη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ ή του ΕΛΑΣ δεν έχει αναφερθεί σε κάτι σχετικό για επέμβαση ή έστω για παροχή συμβουλών των Σοβιετικών απεσταλμένων στα τοτινά πολιτικά προβλήματα της ηγεσίας του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Επικρατεί στο σημείο αυτό σιωπή τάφου. Αλλά ούτε ότι οι Σοβιετικοί έκαναν κάτι ή ότι συμμετείχαν σε κάτι, έστω προς όφελος της ελληνικής Αντίστασης.

Γιατί ήλθαν, λοιπόν; Δεν μένει άλλο από το να υποθέσουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι ήλθαν για να μεταστραφεί και να υποχωρήσει η μέχρι τότε πολιτική και τακτική της ηγεσίας μας, ώστε από τότε και πέρα να μπει στο κανάλι των συμφωνιών Ήντεν και Ρώσου πρεσβευτή στο Λονδίνο. Και είναι ομολογημένη από τον Ι. Ιωαννίδη μια μυστική νυχτερινή επίσκεψή του στον Τσερνίτσεφ, στον συνοικισμό Βλάση, στα Πετρίλια, όπου τον φιλοξενούσαν, για να πληροφορηθεί τη γνώμη της σοβιετικής κυβέρνησης. Φαίνεται, όμως, ότι η ενημέρωσή του ήταν ελλιπής και ανεύθυνη.

Και από τον Θ. Χατζή, επίσης, ο οποίος έχει γράψει ότι, ενώ συνεδρίαζε στις 2.8.44 στα Πετρίλια η Κ.Ε. του ΚΚΕ (με κύριο θέμα την αποφασισθείσα από 29.7.44 από Γ. Σιάντο και Γ. Ιωαννίδη αποστολή υπουργών σε κυβέρνηση χωρίς τον Γ. Παπανδρέου), μπαίνει μέσα η γυναίκα του Ιωαννίδη, η Δόμνα, κάτι ψιθυρίζει στο αυτί του Ζεύγου και σε λίγο ο Σιάντος διακόπτει τη συνεδρίαση και πάει να συναντήσει τρία άτομα της σοβιετικής αποστολής. Επανήλθε ύστερα από δύο ώρες και συνεχίστηκε η συνεδρίαση ισχυριζόμενος ότι η συνάντησή του ήταν άσχετη με τα υπό συζήτηση θέματα!

Τι άλλο, λοιπόν, μπορεί να σημαίνει η από εδώ και πέρα μεταστροφή και πλήρης υποχωρητικότητα στην πολιτική της ηγεσίας μας; Τι άλλο από γνωστοποίηση από τη σοβιετική αποστολή της θεμελιωμένης ήδη πολιτικής των σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια μεταξύ βρετανικής και σοβιετικής ηγεσίας και μεταφορά των εντολών του Στάλιν για την τήρησή της από την ηγεσία του ΚΚΕ σε κάποια από τις παραπάνω ή και άλλες -που δεν ήλθαν στο φως, ανεπίσημες ή και μυστικές- συναντήσεις του Γ. Σιάντου ή του Γ. Ιωαννίδη ή και των δύο μαζί με τους Σοβιετικούς απεσταλμένους;

Ο ερχομός της είναι πάντως το κομβικό σημείο των εξελίξεων. Όπως και το επόμενο γεγονός, των ίδιων περίπου ημερών.

image

 Τέλη Ιουλίου 1944. Έχει ήδη επιστρέψει η αντιπροσωπεία μας από το Κάιρο (με υπογεγραμμένη τη Συμφωνία του Λιβάνου), αλλά χωρίς τον Π. Ρούσσο, ο οποίος έμεινε πίσω περιμένοντας κάποια απάντηση από τον Σοβιετικό πρέσβη στο Κάιρο, όπως δείχνει έκθεσή του που φθάνει τις ημέρες αυτές στην ηγεσία του ΚΚΕ.

Τους γνωρίζει ότι δεν κατόρθωσαν (με τον Μ. Πορφυρογένη) να έλθουν σε επαφή με τον πρεσβευτή της ΕΣΣΔ στο Κάιρο για την άποψη της σοβιετικής κυβέρνησης πάνω στα ελληνικά ζητήματα και γι’ αυτό ζήτησαν την άποψη του πρώτου συμβούλου της πρεσβείας, ο οποίος, έναν μήνα μετά τη λήξη της Διάσκεψης του Λιβάνου (και μία εβδομάδα μετά την αναχώρηση και του Πορφυρογένη) τον κάλεσε για να του πει ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν απάντησε επί του θέματος και να του διαβιβάσει την προσωπική γνώμη του πρεσβευτή, η οποία είναι η εξής: Ότι η Συμφωνία του Λιβάνου ανταποκρίνεται προς τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, ότι η στάση της αντιπροσωπείας μας ήταν η σωστή και ότι πρέπει να μπούμε στην κυβέρνηση.

Είναι φανερό ότι δεν βάρυναν στις αποφάσεις της ηγεσίας μας μόνον οι έγκαιρεςσυμβουλές των Ποπώφ και Τσερνίτσεφ (ενός στρατιωτικού και ενός διπλωματικού υπαλλήλου) για την εγκατάλειψη των αρχικών στόχων και αξιώσεών μας, αλλά και η -κατόπιν εορτής- επίσημη άποψη της σοβιετικής κυβέρνησης, όπως εκφράστηκε με τη δήθεν προσωπική γνώμη του πρεσβευτή.

Και όλα αυτά γιατί ο Στάλιν δίσταζε να διαβιβάσει εγκαίρως και επίσημα την άποψή του, αλλά μας την περνά ως γνώμη του πρεσβευτή του και μάλιστα όχι από τα χείλη του, αλλά από τα χείλη του πρώτου συμβούλου της πρεσβείας. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να πει στους αγωνιζόμενους Έλληνες κομμουνιστές, με ένα από τα δυναμικότερα αντιστασιακά κινήματα και τις τόσες θυσίες σε ανθρώπινες ζωές και καταστροφές στη χώρα τους, ότι πρέπει -κατά το κοινώς λεγόμενο- να «πουλήσουν» αυτόν τον αγώνα τους.

Πάντως, το μήνυμα για την ηγεσία του ΚΚΕ ήταν σαφέστατο: οι Μεγάλοι είχαν ρίξει στο καλάθι των αχρήστων το “δόγμα της αυτοδιάθεσης”, για το οποίο οι λαοί έχυναν στον πόλεμο το αίμα τους, και επιπλέον ότι έπρεπε να υποκύψουν, ως έντιμοι διεθνιστές, στο δόγμα των ζωνών επιρροής για τη σωτηρία της σοβιετικής πατρίδας, περιμένοντας μιαν άλλη ευκαιρία, που δεν θα ήταν μακριά, όπως έδειχνε η δυναμική του κινήματος στην Ελλάδα.

image

– 2 Αυγούστου 1944. Φτάνει στο Κάιρο το από 29 Ιουλίου 1944 κοινό τηλεγράφημα από ΕΑΜ, ΠΕΕΑ και ΚΚΕ με το εξής περιεχόμενο: «Είμαστε υποχρεωμένοι να τονίσουμε ότι η πραγματοποίηση της ενότητας υπό έναν τέτοιον πρωθυπουργόείναι αδύνατη. Κόμματα και οργανώσεις του αγωνιζομένου έθνους, στην προσπάθειά τους να βρουν μια λύση και με έμμονη επιθυμία να αποφύγουν μια σύγκρουση (σημ.: προφανώς εννοούν το ναυάγιο της εθνικής ενότητας και όχι μια ένοπλη σύγκρουση), αποφάσισαν τα εξής: Είναι έτοιμες να εφαρμόσουν τη Συμφωνία του Λιβάνου, συμμετέχοντας σε κυβέρνηση εθνικού συνασπισμού υπό έναν άλλον πρωθυπουργό, με τη βεβαιότητα ότι χάρη στη συνεργασία μέσα στην κυβέρνηση θα δημιουργηθεί ατμόσφαιρα αμοιβαίας κατανοήσεως και θα λυθεί κάθε πρόβλημα έτσι ώστε να εκπληρωθούν οι παραπάνω όροι των διαπραγματεύσεων».

Πλήρης ανατροπή, δηλαδή, της μέχρι τότε αδιάλλακτης πολιτικής και τακτικής. Μέσα σε τρεις ημέρες από τον ερχομό των Σοβιετικών και του τηλεγραφήματος του Π. Ρούσου δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν αμέσως τη συμφωνία συμμετέχοντες στην κυβέρνηση, υπό τον όρο της αντικατάστασης του υβριστικού, εριστικού και συκοφάντη Γ. Παπανδρέου. Το τελευταίο δεν είναι παρά μια πρόφαση της κωλοτούμπας τους, όπως έδειξε η συνέχεια.

Την ίδια μέρα (2.8.44) ο Γ. Παπανδρέου… χάριν της εθνικής ενότητας θέτει στη διάθεση του Υπουργικού Συμβουλίου την παραίτησή του, εκείνο, όμως, για την αποφυγή κυβερνητικής κρίσης, εκφράζει την εμπιστοσύνη του προς αυτόν και αναλαμβάνει (ο Παπανδρέου) την υποχρέωση να καλέσει την ΠΕΕΑ κ.λπ. να στείλουν τους υπουργούς τους για την κυβέρνηση, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως είναι έτοιμος να παραιτηθεί αφού αυτός θεωρείται εμπόδιο της εθνικής ενότητας.

Καραδοκεί, όμως, ο Τσώρτσιλ, ο οποίος φοβάται ότι δεν θα βρεθεί άλλο πιο πειθήνιο όργανό του από τον Παπανδρέου και στις 6 Αυγούστου παραγγέλνει με σημείωμά του στον Ήντεν: «Θα πρέπει να πούμε στον Παπανδρέου ότι οφείλει να παραμείνει πρωθυπουργός… Δεν μπορούμε να φέρνουμε έναν άνδρα στην εξουσία και μετά να τον αφήνουμε να ριχτεί στους λύκους με τα πρώτα ουρλιάσματα των αθλίων Ελλήνων ληστών… Ή υποστηρίζουμε τον Παπανδρέου χρησιμοποιώντας στην ανάγκη και βία, όπως έχουμε συμφωνήσει, ή παύουμε να ενδιαφερόμαστε εντελώς για την Ελλάδα».

Τα νέα φτάνουν στο Κάιρο, όπου αναστατώνονται. Μέλη της κυβέρνησης (Σ. Βενιζέλος κ.ά.) αναγγέλλουν στην ΠΕΕΑ την αξίωση του Τσώρτσιλ και κάνουν έκκληση να μην επιμείνουν στην παραίτηση του Παπανδρέου και να στείλουν τους υπουργούς τους.

– 15 Αυγούστου 1944. Νέα κωλοτούμπα της ηγεσίας μας: με τηλεγράφημά της στο Κάιρο αναγγέλλει ότι δέχεται να πάρει μέρος στην κυβέρνηση, έστω και με πρωθυπουργό τον Παπανδρέου. Έτσι ολοκληρώνεται η πλήρης αναστροφή των αρχικών αποφάσεων και η υποταγή στη διεθνιστική γραμμή που μας έφερε ο Ποπώφ και επισημοποιήθηκε από τον πρεσβευτή του Καΐρου, στην οποία μας οδηγούσε η πολιτική μιας τέτοιας εθνικής ενότητας. Συνάμα θα πουν στη συνέχεια με ανακοίνωσή τους ότι υπέκυψαν σε εξαναγκασμό. Και βέβαια υπέκυπταν σε εξαναγκασμό. Αλλά και των δύο, Τσώρτσιλ και Στάλιν, και όχι μόνο του πρώτου, όπως υπονοούσαν.

Μετά τον πολιτικό εξαναγκασμό, δεν απέμενε τώρα παρά και ο στρατιωτικόςεξαναγκασμός.

– Αρχές Σεπτέμβρη 1944. Η σοβιετική στρατιά του Τολμπούχιν, συνεχίζοντας την προέλασή της προς Νότο, φθάνει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, αλλά σταματά και στρέφεται προς τη νότια Γιουγκοσλαβία. Νέο δείγμα της συμφωνίας Τσώρτσιλ – Στάλιν, κατανοητό και στον πιο ανίδεο.

 26 Σεπτέμβρη 1944. Υπογράφεται στην Καζέρτα η ομώνυμη συμφωνία με την οποία αποδεχόμαστε ως αρχιστράτηγο και διοικητή όλων των ανταρτικών δυνάμεων στην Ελλάδα -και του ΕΛΑΣ βέβαια- τον Άγγλο στρατηγό Σκόμπι, ενώ μέχρι τώρα ο ΕΛΑΣ ήταν ανεξάρτητος στρατός, υπαγόμενος στο Συμμαχικό Στρατηγείο Μ. Ανατολής. Υποχρεούμαστε, πλέον, να εκτελούμε μόνο τις διαταγές του νέου αρχιστρατήγου μας, ακόμη και τη διαταγή της αποστράτευσης και της παράδοσης των όπλων μας!

Είναι η συμφωνία που ολοκληρώνει τα σχέδια των Τσώρτσιλ – Στάλιν και με την οποία η ηγεσία μας έβαλε για καλά το κεφάλι μας στον τορβά των επιδιώξεών τους.

 10 Οκτωβρίου 1944. Συνάντηση στη Μόσχα του Τσώρτσιλ και του Στάλιν, όπου ο τελευταίος αποδέχεται -άτυπα- τα προτεινόμενα από τον πρώτο γνωστά ποσοστά επιρροής των χωρών τους στις χώρες εκείνες, στις οποίες διαγράφεται ότι θα μπει ο σοβιετικός στρατός με τη νικηφόρα προέλασή του. Στην Ελλάδα 90% η Βρετανία και 10% η ΕΣΣΔ.

Επικυρώνουν, δηλαδή, τετ α τετ, τα διαμειφθέντα μεταξύ Ήντεν και Ρώσου πρεσβευτή στο Λονδίνο στις 18 Μαΐου 1944.

Από πλευράς ΕΣΣΔ και ΚΚΣΕ και των απομεινάντων οπαδών τους αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται ακόμη αυτή η συμφωνία. Είναι γεγονός ότι δεν διατυπώθηκε σε επίσημα πρακτικά, άλλα σε ένα απλό σημείωμα του Τσώρτσιλ, το οποίο τσεκάρισε ο Στάλιν και του το έδωσε πίσω. Αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ. Όμως η συμφωνία αυτή προκύπτει και από άλλες πηγές, ανύποπτων χρόνων, προηγούμενες (ανωτέρω τηλεγραφήματα Ήντεν) ή μεταγενέστερες, αμέσως ή εμμέσως. Όπως και από τα απομνημονεύματα του Κόρντελ Χαλ, υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, του Στετίνιους κ.ά.

Αλλά και από άλλο τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ στον Ήντεν, της 7 Νοεμβρίου 1944, με το οποίο καθόριζε το πλαίσιο της βρετανικής πολιτικής σχετικά με την Ελλάδα, όπου του έλεγε: «Κατά τη γνώμη μου, αφού έχουμε πληρώσει στη Ρωσία το τίμημα για να επιτύχουμε ελευθερία δράσεως στην Ελλάδα, δεν πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικές δυνάμεις για να υποστηρίξουμε τη βασιλική ελληνική κυβέρνηση υπό τον Παπανδρέου…».

– 12 Οκτωβρίου 1944. Απελευθέρωση της Ελλάδας. Αρχίζουν σε λίγο οι παλινωδίες της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία από τη μία μεριά προσπαθεί να πείσει τον λαό ότι συνεχίζει να υποστηρίζει το πρόγραμμα του ΕΑΜ (ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις με την εγγύηση του ΕΛΑΣ) και από την άλλη αγωνίζεται να μη φανεί ότι ακολουθεί τις επιταγές του Στάλιν για προάσπιση της συμφωνίας του με τον Τσώρτσιλ, διά του διεθνιστικού της καθήκοντος, που τη φέρνουν πολλές φορές σε σύγκρουση και με τους εταίρους της στο ΕΑΜ.

– 5 Νοεμβρίου 1944. Διαλύονται ΠΕΕΑ και Εθνικό Συμβούλιο.

– 3 Δεκεμβρίου 1944. Ξεκινά ο Δεκέμβρης ως κατάληξη των παλινωδιών της ηγεσίας μας, με τη σκέψη… να ρίξουμε και καμιά ντουφεκιά (μάχη της Αθήνας, όχι από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, αλλά από την Κ.Ε. του, που ανασυστάθηκε με αρχιστράτηγο… τον Γ. Σιάντο, διεξαγωγή της από τον ελαφρά οπλισμένο εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αθήνας, καθυστερημένη εμπλοκή στις μάχες μερικών μόνο αντάρτικων τμημάτων).

Αλλά και με μια άλλη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού της μήπως και τα καταφέρουμε μόνοι μας, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, ή μήπως και ο Στάλιν, ύστερα από την εμπλοκή αυτή στην εξέλιξη των πραγμάτων, αναθεωρήσει τη στάση του. Ο οποίος, όμως, όχι μόνο συνεχίζει τη σιωπή του, αλλά μέσα στις μάχες, στις 28 Δεκεμβρίου 1944, ανακοινώνει ότι διορίζει πρεσβευτή της ΕΣΣΔ στην ελληνική κυβέρνηση! Ήταν πια φανερή η αναπόδραστη κατάληξη της οδυνηρής ήττας του ΕΛΑΣ και συνακόλουθα της αριστεράς.

 12 Φεβρουαρίου 1945. Υπογράφεται η κατάπτυστη Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία, πλην των άλλων, αφοπλίζεται ο ΕΛΑΣ. Επιδιώκεται, πλέον, από την αδιάλλακτη και δωσίλογη δεξιά, που η πολιτική αυτή των Μεγάλων και η τακτική του ΚΚΕ έφεραν στην εξουσία, να περιοριστεί το ποσοστό της αριστεράς στο 10% στην Ελλάδα, ακόμη και με τη φυσική εξόντωση των ΕΑΜικών αγωνιστών, που τελικά, και ύστερα από έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο (που δεν θα ήταν αναγκαίος αν παίρναμε μέρος στις εκλογές του 1946), το επιτυγχάνουν με τις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961 (το περιόρισαν μάλιστα στο 9%).
 
* Ο Μάνος Ιωαννίδης είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Υπήρξε κατά την Κατοχή καπετάνιος του λόχου ΕΛΑΣ Βύρωνα Αθηνών, φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του Γ.Σ. ΕΛΑΣ στο Βουνό, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια τοποθετήθηκε επιτελής του Προτύπου Τάγματος της Α’ Ταξιαρχίας Αθηνών που έδρευε στην Καισαριανή. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Φάκελος Νο 9745/Β – Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» (εκδ. Μέδουσα 2005)

Πηγή: Αυγή