Τα Ενθέματα προδημοσιεύουν «άπαντα τα δημοσιευμένα γραφτά» (αντιπολεμικά, ταξικά-κοινωνικά, αισθηματικά διηγήματα, αποσπάσματα από το χαμένο του μυθιστόρημα, καθώς και φιλολογικά κείμενα) του δημοσιογράφου Θεόδωρου Λασκαρίδη, του πρώτου γνωστού αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη, αλλά παντελώς άγνωστου σήμερα. Ο τόμος, με τίτλο Το φονικό μοιραίο βόλι θα κυκλοφορήσει τις αμέσως επόμενες μέρες από τις εκδόσεις διάπυροΝ της Θεσσαλονίκης. Τα Ενθέματα ζήτησαν από τον Νίκο Σαραντάκο να μας παρουσιάσει, με ένα σημείωμά του, τη ζωή και το έργο του Θ. Λασκαρίδη.

Ads

Θεόδωρος Λασκαρίδης (1896-1921), του Ν. Σαραντάκου

Ο Θεόδωρος Λασκαρίδης γεννήθηκε το 1896 στη Βουλγαρία, στην Αγχίαλο (σήμερα Πομόριε), παραθαλάσσια πόλη με ακμαία ελληνική κοινότητα. Το 1906, με την καταστροφή της Αγχιάλου, η οικογένειά του τον στέλνει στην Πόλη να σπουδάσει. Τον Ιανουάριο του 1916, ενώ είναι φοιτητής στην Κωνσταντινούπολη, οι τουρκικές αρχές τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν στη Βουλγαρία, η οποία μόλις είχε μπει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο, στον τομέα του Καϊμακτσαλάν. Συμμετέχει στις πολύνεκρες μάχες που ακολουθούν τη σερβική επίθεση του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1916 και κάποια στιγμή αυτομολεί στους Σέρβους. Παραμένει φυλακισμένος στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης και ύστερα στέλνεται, μαζί με άλλους έλληνες αυτόμολους του βουλγαρικού στρατού, στο στρατόπεδο της Μπάνιτσας (σήμερα Βεύη). Τον Νοέμβριο του 1917 δραπετεύει από το στρατόπεδο και κατεβαίνει στην Αθήνα. Στις αρχές του 1918 πιάνει δουλειά στον Ριζοσπάστη.

Γλωσσομαθής, καλλιεργημένος και ένθερμος σοσιαλιστής, ο Λασκαρίδης είναι παρών σε όλο το διάστημα του μετασχηματισμού του Ριζοσπάστη από αριστερή βενιζελική εφημερίδα σε σοσιαλιστική και μετά σε κομμουνιστική, πολύτιμο δεξί χέρι του διευθυντή Γιάννη Πετσόπουλου, ο οποίος μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Όμως, οι ταλαιπωρίες του πολέμου στοίχισαν στον Λασκαρίδη βαριά νευρασθένεια. Σύμφωνα με μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν, περιστασιακά πάθαινε κρίσεις και η αυτοκτονία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα· μάλιστα κουβαλούσε πάντοτε μαζί του μια επιστολή προς τις αρχές για να μην ενοχοποιηθεί άλλος για τον θάνατό του. Στις 22 Μαΐου 1919, το βράδυ, μέσα στα γραφεία του Ριζοσπάστη, αυτοπυροβολείται με περίστροφο στον κρόταφο. Θα επιζήσει, αλλά θα του μείνει μια βαθιά ουλή στο κεφάλι.

Ads

Τον Απρίλιο του 1920 γίνεται αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη και συμμετέχει ενεργά στις προσπάθειες συσπείρωσης των νέων λογοτεχνών μέσα από την Καλλιτεχνική Συντροφιά. Τον Νοέμβριο του 1920 αρχίζει να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη αντιπολεμικά και άλλα διηγήματά του, τα οποία στην αρχή αποδίδει στον βούλγαρο συγγραφέα Π. Σλαβέικοφ, ενώ ο ίδιος δήθεν είναι απλός μεταφραστής τους, τέχνασμα το οποίο αποκαλύπτει στον Νουμά τον Γενάρη του 1921. Τον Ιούνιο του 1921 αντικαθίσταται από αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, αλλά παραμένει συντάκτης. Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Χρονικά. Αναγγέλλει την έκδοση των διηγημάτων του. Το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1921 αυτοπυροβολείται μέσα στο γραφείο του στα Χρονικά. Την επόμενη μέρα πεθαίνει και την μεθεπόμενη κηδεύεται στο 1ο Νεκροταφείο. Τα διηγήματά του δεν εκδόθηκαν ποτέ — μέχρι σήμερα.

Στοιχεία για τον Θεόδωρο Λασκαρίδη δεν θα βρείτε σε καμιά εγκυκλοπαίδεια, βιογραφικό λεξικό ή ιστορία της λογοτεχνίας· ελάχιστες είναι οι αναφορές στο πρόσωπό του. Για να μαζέψω ψηφίδα-ψηφίδα αυτή τη βιογραφία, χρειάστηκε να φυλλομετρήσω χιλιάδες σελίδες εφημερίδων και περιοδικών της εποχής. Γιατί όμως; Ο Λασκαρίδης με κέντρισε επειδή είναι ο πρώτος Έλληνας που έγραψε για τον Μεγάλο Πόλεμο, είναι ο πρώτος που έγραψε συλλογή με αντιπολεμικά διηγήματα (ο Μυριβήλης προηγήθηκε, αλλά με μεμονωμένα διηγήματα), είναι ο πρώτος γνωστός αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη στη φάση της μετατροπής του σε κομμουνιστική εφημερίδα. Ακόμα, σε φιλολογικό επίπεδο, ο Λασκαρίδης είναι, απ’ όσο ξέρω, ο πρώτος Έλληνας που χρησιμοποίησε το τέχνασμα να παρουσιάσει τα έργα του δήθεν ως μετάφραση ξένων. (Το ίδιο επρόκειτο να κάνει μεταπολεμικά ο ποιητής Τάσος Παππάς με τα Τραγούδια του Παθανάρες).

Ο Λασκαρίδης είχε αναγγείλει την έκδοση μιας συλλογής αντιπολεμικών διηγημάτων, με τίτλο Μέσ’ απ’ τις φλόγες, και ενός κοινωνικού, ταξικού μυθιστορήματος (Ώς το μεγάλο φως), που σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν έτοιμο, αλλά πρέπει πια να θεωρείται χαμένο. Εγώ συγκέντρωσα είκοσι εφτά διηγήματα και έξι αποσπάσματα του μυθιστορήματος, που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη και σε άλλα έντυπα την περίοδο 1920-21. Ο Γιάννης Ευαγγέλου, ο εκδότης του ΔιάπυροΝ, πρότεινε τον τίτλο Το φονικό μοιραίο βόλι, παρμένον από ένα διήγημα του Λασκαρίδη. Χώρισα (αυθαίρετα) τα διηγήματα σε τρία μέρη: πολεμικά, ταξικά και κοινωνικά-αισθηματικά, και στο καθένα από αυτά πρόταξα μια εισαγωγή, αντίστοιχα για το μακεδονικό μέτωπο, για τα πρώτα χρόνια του Ριζοσπάστη και τη θητεία του Λασκαρίδη, για την εφημερίδα Χρονικά και τα κείμενα του Λασκαρίδη σ’ αυτήν. Ακόμα, το βιβλίο περιλαμβάνει θεωρητικά και φιλολογικά κείμενα του Λασκαρίδη και αποσπάσματα από κριτικές του.

Ο Λασκαρίδης ήταν μέλος του ΣΕΚΕ (του προγόνου του ΚΚΕ) από το 1919, αλλά, λόγω της ενασχόλησης με τον Ριζοσπάστη (που δεν ήταν ακόμη όργανο του κόμματος), δεν πρέπει να είχε έντονη συμμετοχή στην κομματική ζωή. Συμμετείχε πάντως στον δημόσιο διάλογο για την αποδοχή ή όχι των 21 όρων της 3ης Διεθνούς (ήταν εναντίον) και οι υποτιμητικές αναφορές του σε όσους πουλούν πολυμάθεια παραπέμποντας «τους απαιδεύτους ως επί το πλείστον συντρόφους εις διαφόρους σοφάς βέδας» ανάγκασε την ΚΕ του Κόμματος να εκφράσει, μέσω του Γ. Κορδάτου, «λύπην και μομφήν» — σύσταση στην οποία ο Λασκαρίδης ανταπάντησε ότι δουλειά της Κ.Ε. δεν είναι να δίνει μαθήματα καλής συμπεριφοράς!

Επίσης, ο Λασκαρίδης ήταν από τα δραστήρια στελέχη της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς, της κίνησης των δημοτικιστών και νεοϊδεατών λογοτεχνών που ξεκίνησε ορμητικά αλλά ναυάγησε λόγω της γενικής επιστράτευσης τον Μάρτιο του 1921. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται ένα παράξενο άρθρο που δημοσίεψε στον Ριζοσπάστη, μια επιγραμματική παρουσίαση 50 ποιητών της εποχής του, αφιερώνοντας πέντε-δέκα λέξεις, όχι πάντα επαινετικές, στον καθένα. Τόλμησα επίσης να συμπεριλάβω, σε ειδική ενότητα, μια επιλογή από τα φιλολογικά σχόλια που δημοσίευε την εποχή εκείνη ο Ριζοσπάστης, για τα οποία, αν και είναι ανυπόγραφα, στοιχηματίζω ότι γράφτηκαν από τον Λασκαρίδη, όχι μόνο επειδή χρησιμοποιούν κάποιες σημαδιακές λέξεις ή θυμίζουν το ύφος του, αλλά και επειδή μετά τον θάνατό του έπαψαν να δημοσιεύονται. Παρουσιάζω επίσης απάνθισμα από τις ενυπόγραφες κριτικές που δημοσίευσε στα Χρονικά, που έχουν ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο το χαμηλό επίπεδο του κοινού και τα «ανήλια σκότη της πνευματικής μας καταπτώσεως».

Ο Λασκαρίδης πάλεψε να φωτίσει τα ανήλια σκότη, όμως λύγισε πριν κλείσει τα 26 χρόνια του. Στη νεκρολογία του στον Ριζοσπάστη, τον Δεκέμβριο του 1921, οι σύντροφοί του υποσχέθηκαν να εκδώσουν τα διηγήματά του. Οι υποσχέσεις προς νεκρούς δύσκολα κρατιούνται αν δεν υπάρχει κάποιος να τις υπενθυμίζει, κι έτσι, μέσα στο χαμό της Μικρασιατικής Καταστροφής η υπόσχεση ξεχάστηκε, όπως κι ο Λασκαρίδης. Ενενήντα χρόνια μετά, ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί.

Λιποτάκτης, του Θ. Λασκαρίδη

Ο στρατός υποχωρεί σ’ όλο το μέτωπο. Οι τηλεφωνικές γραμμές κατεστράφησαν. Τα νοσοκομεία, τα άλογα, οι αποθήκες μεταφέρονται όλα με μια αφάνταστη παραζάλη προς τα οπίσω, προς το Ντόμπρο Πόλιε. Έφυγε η σημαία του 11ου συντάγματος –που ανήκω– έφυγε κι εκείνη τυλιγμένη μέσα σε μια μουσαμαδένια θήκη. Την συνοδεύουν πέντε στρατιώτες μ’ έναν ανθυπασπιστή, που πετούν απ’ τη χαρά τους, γιατί με το να ορισθούν φρουρά ενός παλιοκούρελου, γλιτώνουν από βέβαιο θάνατο. Τα πρόχειρα δυο μικρά νοσοκομεία του συντάγματος, που έφυγαν, δεν επήραν μαζί τους και τους βαριά πληγωμένους. Ένας έχει συρθεί σχεδόν πάνω απ’ το χαράκωμα που βρίσκουμαι και μου ζητάει νερό. Είναι κάποιος γνωστός μου χωρικός. Κομμάτια οβίδες τού έχουν μισοβγάλει τα έντερα, που τα κρατεί με τα δυο του χέρια… Είναι το μόνο στήριγμα, ο δυστυχής, μιας οικογένειας με έξι παιδιά. Θέλει νερό. Κλαίει και μ’ ερωτά με μια φωνή που δεν έχει πια τίποτε το ανθρώπινο. «Πότε θα ξαναγυρίσουν οι νοσοκόμοι να με πάρουν;» Τον είχαν ξεγελάσει, εγκαταλείποντάς τον, πως θα ξαναγυρίσουν να τον πάρουν. Κι όσο η ώρα περνά κι όσο πλακώνει το μούχρωμα, τόσο η αγωνία του ετοιμοθάνατου μεγάλωνε, και τον ακούω να κλαίει, να βογγά, να μουγγρίζει, σαν ζώο που το σφάζουν. Ο μόνος γιατρός που έμεινε ακόμη στην πρώτη γραμμή, ακούει τα βογγητά και σκυφτά έρχεται σιμά μου για να τον ιδεί. Κουνάει απελπιστικά το κεφάλι, βγάζει το ρεβόλβερ του και, χωρίς ο χωρικός να το νιώσει, το βάζει στα μηνίγγια του και τραβάει τη σκανδάλη.

Παγωμένος απ’ τη φρίκη, παρακολουθώ τη σκηνή. Ο γιατρός αποτελείωσε το έργο της εχθρικής οβίδος…. Κάποιοι άλλοι τραυματισμένοι βογγούν άγρια λίγο παρακάτω. Ο γιατρός βγάζει το κεφάλι του απ’ τα χαρακώματα για να ιδεί αν μπορεί να τους σκοτώσει κι αυτούς, αλλά μια σερβική σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι και πέφτει μέσα στο χαράκωμα, επάνω μου, χωρίς να βγάλει μιλιά.

Το τελευταίο κανόνι που μας υπερασπίζει, ένα μικρό ορεινό, σπάει από μια οβίδα που το κάνει κομμάτια. Είμαστε πια ανυπεράσπιστοι, χωρίς χειροβομβίδες, χωρίς κανόνια, χωρίς τουφέκια. Ο ανθυπασπιστής μάς δίνει κουράγιο, ενώ κι ο ίδιος τρέμει. «Θάρρος, παιδιά, αυτή τη νύχτα μονάχα κι αύριο φθάνει ο Μάκενζεν με δέκα μεραρχίες».

Έτσι μας λέει. Οι δυστυχείς χωρικοί πιστεύουν στα λόγια του και σιγά σιγά ξεπαστρεύονται ένας-ένας απ’ τα σερβικά μυδραλιοβόλα, τις γρενάδες και τις οβίδες…

Είμαι χωμένος μέσα στη λάκκα, μη δυνάμενος πια ούτε να σκεφθώ. Ο φόβος μ’ έχει παγώσει. Η σκέψις μου έχει σταματήσει… Περιμένω από στιγμή σε στιγμή το μοιραίο βόλι, που μόνο αυτό θα μπορούσε να με ξεκουράσει… Θέλω μόνο να μην πονέσω… Να πεθάνω χωρίς να καταλάβω… Ο σερβικός προβολεύς σε λίγο φωτίζει το βουνό· φωτίζουν για να ιδούν πού είμαι και να με σκοτώσουν, φαντάζομαι… και κλείνω τα μάτια μου, προσμένοντας να σφυρίξει πλάι μου η οβίδα… Μάταια όμως… Έξαφνα παύει κάθε βοή. «Θα ετοιμάζονται –σκέφτομαι– για επίθεση με τις λόγχες». Ανατριχιάζω νιώθοντας μια λόγχη να με σουβλίζει… Αλλά και πάλι τίποτε…

Νέκρα βασιλεύει στ’ αντικρινά μας χαρακώματα. Παίρνω θάρρος κι όλο το μίσος που νιώθω εναντίον της περίφημης αυτής «πατρίδας» και του «νόμου», που μ’ έφερε αντίκρυ στους Σέρβους και τους Γάλλους για να σφάξω και να με σφάξουν, του νόμου που μ’ έκανε κτήνος, ξεσπά σε μια βρισιά που βγαίνει ασυναίσθητα απ’ το στόμα μου…

Ο ανθυπασπιστής μ’ ακούει να βρίζω την «πατρίδα» και μου κάνει παρατήρηση. Μη βρίσκοντας απ’ τη λύσσα λέξη να του απαντήσω, τον μουντζώνω με τα δυο μου χέρια, ενώ απ’ το στόμα μου βγαίνουν αφροί… Είμαι τρελός πια… Δεν αισθάνομαι τι κάνω. Τσαλαπατώ το πηλήκιό μου… βρίζω τον Τσάρο…[1]

Οι άλλοι στρατιώτες φωνάζουν κι αυτοί…

Ο ανθυπασπιστής ορμά επάνω μου φωνάζοντας: «Επαναστάτησε… τρελάθηκε… δέστε τον…»

Οι στρατιώτες τον ακολουθούν σαν κτήνη. Βλέπω πως χάνουμαι, βλέπω πως θα με σκοτώσουν, κι ασυναίσθητα πηδώ έξω απ’ το χαράκωμα ολόρθος, αντίκρυ στα σερβικά χαρακώματα, που είναι δέκα βήματα κοντά. Δυο-τρεις σφαίρες σφυρίζουν γύρω μου, που τις ρίχνουν οι Βούλγαροι…

Ο σερβικός προβολεύς φωτίζει εκείνη τη στιγμή όλο το βουνό. Οι παλικαράδες που ήθελαν να με δολοφονήσουν μέσα στο χαράκωμα κρύβονται τώρα. Οι Σέρβοι ορθοί αντίκρυ με καλούν.

Στέκομαι ανάμεσα στις δυο εχθρικές γραμμές, με ξεσχισμένα τα ρούχα, χωρίς πηλήκιο, χωρίς όπλο, μ’ αφρούς στο στόμα και κραυγάζω:

«Κάτω οι πόλεμοι. Κάτω οι πατρίδες!»

Ύστερ’ από λίγη ώρα, σ’ ένα σερβικό νοσοκομείο, ένας γλυκομίλητος γιατρός μού βάζει κομπρέσες στο κεφάλι.

Θ. Λασκαρίδης.
Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, την Τρίτη 24.11.1920, πρωτοσέλιδα. Υπέρτιτλος: «Βουλγάρικη ζωή». Κάτω από τον τίτλο: του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης

Σημειώσεις:
[1] Εννοεί τον Τσάρο της Βουλγαρίας Φερδινάνδο τον 1ο.