Τον τίτλο «Πως ξεκίνησε το πρόβλημα της Ευρώπης με τους Έλληνες» φέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Die Welt, στο οποίο γίνεται αναδρομή στην εποχή ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Ads

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στις αρχές της δεκαετίας του 60 η Σοβιετική Ένωση του Χρουτσόφ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη διεύρυνση της οικονομικής της συνεργασίας με την Ελλάδα, καθώς διέβλεπε την ευκαιρία, στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου να δέσει στο άρμα της την φτωχή αλλά πολιτικά σημαντική χώρα στην άκρη της Ευρώπης.

Την ίδια εποχή στη Βόννη ήταν καγκελάριος ο Αντενάουερ, στο Παρίσι Πρόεδρος ο Ντε Γκωλ, Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Αϊζενάουερ, ενώ Πρόεδρος της νεοσύστατης ΕΟΚ ήταν ο Χάλσταϊν. Το άρθρο 238 της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΟΚ έδινε τη δυνατότητα της απόκτησης μιας light ιδιότητας μέλους για οικονομικά πιο αδύναμες χώρες. Δύο χρόνια αργότερα ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής αιτήθηκε την υπογραφή συμφωνίας σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.

Η σημασία της Ελλάδας δεν οφειλόταν φυσικά στην οικονομία της, σημειώνει το δημοσίευμα, καθώς το 1960 η ετήσια οικονομική της απόδοση ισοδυναμούσε με λιγότερο από 4,5 δις δολάρια. Ωστόσο ο «οικονομικός νάνος», όπως χαρακτηρίζεται η Ελλάδα, είχε την εποχή εκείνη μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του.

Ads

Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, η Ελλάδα θα αποτελούσε ένα σημαντικό σύνορο στο αμυντικό σύστημα της Δύσης ενάντια στο ανατολικό μπλοκ. Μαζί με την Τουρκία η Ελλάδα αποτελούσε τον σημαντικότερο εταίρο του ΝΑΤΟ για την εξασφάλιση της θαλάσσιας οδού εφοδιασμού της Δυτικής Ευρώπης με πετρέλαιο.

Δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ παρέμεναν στάσιμες, ενώ η αγροτική οικονομία της χώρας άρχισε να παραλύει, η σωτηρία για τις ελληνικές εξαγωγές ήρθε από την Ανατολή, καθώς η Σοβιετική Ένωση αγόραζε αγροτικά προϊόντα σε καλές τιμές και μέσα σε ένα χρόνο αυτή και οι άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ εκτόπισαν τη Γερμανία από τη θέση του σημαντικότερου εμπορικού εταίρου της Ελλάδας.

Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών τόνισε με ανησυχία ότι ήδη μια ουδετερότητα της Ελλάδας θα μπορούσε «να προκαλέσει μια επικίνδυνη για τον ελεύθερο κόσμο πολιτική κατολίσθηση προς όφελος του σοβιετικού ιμπεριαλισμού».

Ωστόσο, ο Καραμανλής ήταν αποφασισμένος να πραγματώσει τον «ευρωπαϊκό προσδιορισμό της χώρας». Ενώ άφησε σε εκκρεμότητα τις προτάσεις του Υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, έγραψε στον Αντενάουερ ότι η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ θα μπορούσε «να προλάβει την επαπειλούμενη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις αγορές του κομουνιστικού μπλοκ. Μια εξάρτηση που θα μπορούσε να έχει ολέθρια αποτελέσματα για τη Δυτική Ευρώπη».

Με Καγκελάριο στη Γερμανία τον Αντενάουερ και πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Χάλσταϊν, στενό συνεργάτη του πρώτου, οι οποίοι έθεταν ως προτεραιότητα την υποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης, οι συγκυρίες ήταν ιδανικές για τους Έλληνες. Για τον Αντενάουερ έπαιζε ρόλο και η ηθική υποχρέωση απέναντι στους Έλληνες, οι οποίοι υπέφεραν πολύ υπό την γερμανική κατοχή κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Η Ελλάδα χρησιμοποίησε το πάγωμα των απαιτήσεων αποζημίωσης κατά της Γερμανίας, προκειμένου να μην αναγνωρίσει προπολεμικά χρέη της σχεδόν μισού δις δολαρίων. Η Παγκόσμια Τράπεζα και οι αγορές αξιολογούσαν την Ελλάδα ως μη φερέγγυα. Έτσι, η σύνδεσή της με την ΕΟΚ, εκτός από ευνοϊκότερους δασμολογικούς όρους και καλύτερες πωλήσεις των αγροτικών της προϊόντων, θα έκανε επίσης δυνατή την πρόσβαση σε κεφάλαιο για τον εκσυγχρονισμό της υποανάπτυκτης οικονομίας της.

Πριν από την έναρξη της ανεπίσημης προετοιμασίας για τη σύνδεση της Ελλάδας ο Καραμανλής επισκέφθηκε το Νοέμβριο του 1958 τη Βόννη, όπου απέσπασε από τον Αντενάουερ την υπόσχεση χορήγησης δανείου 200 εκ μάρκων με ευνοϊκό επιτόκιο, ενώ στο παρασκήνιο συμφωνήθηκε επίσης η προμήθεια από την Ελλάδα γερμανικού πολεμικού εξοπλισμού.

Όταν τελικά ο Καραμανλής υπέβαλε επίσημα στις 8 Ιουνίου 1959 την αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ, ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσε να απορριφθεί. Ο Αντενάουερ έδωσε οδηγίες στους Υπουργούς και τους απεσταλμένους του σε Βρυξέλλες και Παρίσι να μη βάλουν μεγάλα εμπόδια στους Έλληνες και να έρθουν σύντομα σε συμφωνία με αυτούς.

Συμφωνήθηκε η ΕΚΤ να χορηγήσει στην Ελλάδα δάνεια σε περισσότερες δόσεις μέχρι του ποσού των 125 εκ δολαρίων. Η ΕΟΚ τόνισε ότι η ρύθμιση των παλιών χρεών θα έμενε ανεπηρέαστη, ενώ η Ελλάδα σε επιστολή δήλωνε ότι επιθυμεί να λύσει το πρόβλημα των παλιών χρεών. ΕΟΚ και Ελλάδα δημιούργησαν μια τελωνειακή ένωση, με πολλές εξαιρέσεις.

Οι ισχυρές χώρες της ΕΟΚ συμφώνησαν να άρουν τους δεσμούς στα ελληνικά προϊόντα εντός 12 ετών, ενώ η Ελλάδα όφειλε να κάνει το ίδιο σε χρονικό διάστημα 22 ετών, ενώ μπορούσε να διατηρήσει τους περιορισμούς σε ορισμένα είδη.
Στις 9 Ιουλίου 1961 υπεγράφη στην Αθήνα η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ. Ο Καραμανλής γνώριζε ότι η είσοδος της Ελλάδας «στην οικογένεια των οικονομικά ισχυρών κρατών» σήμαινε ότι «η χώρα έπρεπε να κάνει τα πάντα για να αναπτύξει την παραγωγικότητά της και να προσαρμοστεί στις ευρωπαϊκές συνθήκες, ώστε να επιτύχει μια υγιή ανταγωνιστικότητα».

Ωστόσο, η ελπίδα ήταν μάταιη, σημειώνει η Die Welt, καθώς μετά την υπογραφή της συμφωνίας η ελληνική οικονομία ναι μεν αναπτυσσόταν με ρυθμούς μέχρι 8%, ωστόσο αυξάνονταν επίσης τα κρατικά χρέη.

Από το 1967 η επταετής περίοδος της δικτατορίας είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική στασιμότητα, τη δημιουργία ακόμη περισσότερων χρεών και επιπλέον έναν νέο ψυχρό πόλεμο-αυτή τη φορά με την Ευρώπη. Η συμφωνία σύνδεσης πάγωσε, ενώ η απομόνωση συντήρησε πολλές διαρθρωτικές αδυναμίες της οπισθοδρομικής ελληνικής οικονομίας.

Με την πτώση της δικτατορίας το 1974 ανέλαβε πάλι την εξουσία ο Καραμανλής και ξεκίνησε εκ νέου την εκστρατεία του για μια πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Η Επιτροπή της ΕΟΚ τόνισε ότι η ελληνική οικονομία δεν ήταν ακόμη ώριμη και σύστησε την αναβολή της ένταξης της Ελλάδας για τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ωστόσο με σκληρή δουλειά των λόμπυ σε Βόννη και Παρίσι ο Καραμανλής πέτυχε και αυτή τη φορά το στόχο του. Την 1η Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος της ΕΟΚ.