Μέσα σε άθλιες ξύλινες και ετοιμόρροπες μπαράγκες, κατοικούνε πολυμελείς οικογένειες. Χωρίς φως και χωρίς νερό, μέσα στις λάσπες και στη σκόνη. Και η σωματεμπορία οργιάζει κάτω από τα μάτια και την προστασία της αστυνομίας – κράτους”. Έτσι παρουσιάζει η εφημερίδα Πάλη των Τάξεων τη ζωή των προσφύγων στη Δραπετσώνα τον Ιούνιο του 1931.

Ads

Ακολουθεί αυτούσιο το άρθρο της εφημερίδας, όπως παρουσιάστηκε στο blog raskolnikovgr.blogspot.com

Τον τελευταίο καιρό όλα τα αστικά κόμματα αντιλαμβάνονται τη χρεοκοπία τους μέσα στους πρόσφυγες και για να τους συγκρατήσουν επιστρατεύουν όλους τους τζορμπατζήδες προσφυγοπατέρες δίνοντας υποσχέσεις χωρίς όρια.

Η «Πάλη των Τάξεων» σαν εφημερίδα των καταπιεζόμενων και με το σκοπό να διαφωτίσει τους πρόσφυγες πάνω στο ρόλο και τους σκοπούς των αστικών κομμάτων και να τους δείξει το σωστό επαναστατικό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν, συνεχίζει τις έρευνες για τους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Ads

Οι παράγκες της Δραπετσώνας

Μπαίνουμε στη Δραπετσώνα και διατρέχουμε το συνοικισμό. Στην αρχή συναντάμε τις παράγκες που βρίσκονται πίσω από τον Άγιο Διονύση. Όλες παρουσιάζουν την ίδια κακομοιριά, τη δυστυχία που βρίσκεται κλεισμένη με΄σα σε αυτές. Το ύψος τους δεν υπερβαίνει το ενάμιση μέτρο και τα δωμάτια, στα οποία είναι χωρισμένες, στενά, ανήλια, τελείως ανθυγιεινά παρουσιάζουν απελπιστική κατάσταση. Σε αυτά βρίσκονται στιβαγμένες πολυμελείς οικογένειες προσφύγων που περνάνε την άχαρη ζωή τους ψηνόμενοι το καλοκαίρι από τη ζέστη και το χειμώνα βουτηγμένοι στην υγρασία. Έξω από τις τρώγλες αυτές με το λιοπύρι του μεσημεριού κάθονται κατά ομάδες οι πρόσφυγες. Στα πρόσωπά τους είναι ζωγραφισμένη η απόγνωση και η αγανάκτηση και στη μορφή τους διακρίνονται έκδηλα τα σημεία της κακοζωίας των.

Γυρίζουμε λίγο ακόμη και βρισκόμαστε μπροστά σε δυο αποθήκες που χρησιμοποιούνταν άλλοτε για την εναποθήκευση των εμπορευμάτων. Μέσα σε αυτές έχουν «αποκατασταθεί» οι προσφυγικές οικογένειες. Μπαίνουμε σε μια από αυτές και βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλήθος από ανθρώπους. Όλοι τους κουρελιασμένοι, καχεκτικοί, κυριολεκτικά πτώματα.

Τους πλησιάζουμε κι αρχίζουμε μια συνομιλία μαζί τους:

– Γιατί καθόσαστε εδώ και γιατί δεν σας έδωσαν σπίτια;

Μαζεύονται τριγύρω μας ξαφνιασμένοι απ’ την επίσκεψή μας και αρχίζουν να μας εξηγούν.

– Μέσα σ’ αυτήν την αποθήκη που βλέπετε καθόμαστε 50 οικογένειες, τρία χρόνια τώρα. Μας υπόσχονται διαρκώς ότι θα μας δώσουν σπίτια μα του κάκου, όμως. Έχουν φτιάξει μερικά σπίτια εδώ κι έξι μήνες αλλά μας ζητούν έξι ομολογίες για να πάρουμε σπίτια. Εμείς όμως είμαστε όλοι άνεργοι και δεν έχουμε ψωμί για τα παιδιά μας.

– Καλά και δεν φωνάζετε, δεν ζητάτε να σας δώσουν σπίτια;
– Πως δεν ζητάμε. Είχαμε πάει στο υπουργείο Πρόνοιας μια μέρα, παραστήσαμε την κατάσταση στον υπουργό και απαιτήσαμε να μας σηκώσουν από την αποθήκη αυτή γιατί θα πεθάνουμε όλοι από την ακαθαρσία.

– Και τι σας είπε ο υπουργός;
– Στην αρχή μας υπόσχονταν πως θα φροντίσει, αλλά όταν φωνάξαμε λιγάκι διέταξε να μας βγάλουν έξω γιατί είμαστε, λέει, «κομουνιστές».

-Καλά, εδώ όπως είσαστε θα γίνετε όλοι φθισικοί, θα πεθάνετε όλοι.
-Μήπως κάθε μέρα δεν παθαίνουμε. Δεν βλέπεις πως είμαστε σκελετοί. Εδώ μέσα δεν υπάρχει μέρα που να μην πεθάνει άνθρωπος. Τα μικρά προ παντός παθαίνουν θραύση. Και δεν είναι μονάχα αυτό. Τώρα σταμάτησαν και οι δουλειές. Εμείς εργαζόμασταν οι περισσότεροι στο λιμένα. Τώρα λοιπόν που έκαναν το Λιμενικό Οργανισμό μας έδιωξαν όλους. Πάμε ζητάμε δουλειά και οι αστυφύλακες μας αρχίζουν στο ξύλο. Αυτά είναι τα χάλια μας.

Τους εξηγούμε πως δεν πρέπει να μένουν στην παθητικότητα, πρέπει να κινηθούν για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή και να μην περιμένουν τίποτα από τις υποσχέσεις των διάφορων προσφυγοπατέρων.

Ακούνε με προσοχή και φαίνονται διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον επαναστατικό δρόμο. Τους λείπουν όμως ακόμη οι άνθρωποι που θα τους διαπαιδαγωγήσουν και θα τους τραβήξουν στο δρόμο αυτό.

Η σωματεμπορία

Τους αφήνουμε και προχωρούμε γιατί θέλουμε να γυρίσουμε και τ’ άλλα μέρη του συνοικισμού.

Μεσ’ από τα στενόμακρα δρομάκια φτάνουμε σε μια άλλη συνοικία. Είναι τα περίφημα Βούρλα. Καταμεσής στη συνοικία ένα μεγάλο σπίτι, όπου στεγάζονται όλες οι φτωχές προσφυγοπούλες, τα θύματα της σωματεμπορίας. Είναι ένας αστικός παράδεισος, χαρακτηριστικός της εξάπλωσης της διαφθοράς στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Κοντά σ’ αυτά βρίσκεται μια συνοικία ολόκληρη από μπαράγκες. Είναι τα λεγόμενα Χιώτικα. Όλες αυτές οι μπαράγκες αποτελούν το κέντρο της σωματεμπορίας της Δραπετσώνας. Σ’ αυτά διάφοροι εκμαυλιστές μεταχειριζόμενοι ως όργανα γυναίκες διεφθαρμένες, παρασύρουν τα φτωχά κορίτσια του συνοικισμού και τα διαφθείρουν μεταβάλλοντάς τα σε πόρνες.

Η έλλειψη μόρφωσης και η στέρηση τις σπρώχνει προς την εξαχρείωση. Γυναίκες έγγαμες με παιδιά πιεζόμενες απ’ την ανάγκη μεταβάλλονται σε όργανα ηδονής των κάθε είδους διεφθαρμένων τύπων, πουλώντας το σώμα τους για ένα κομμάτι ψωμί. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ολόκληρη η συνοικία αυτή αποτελεί εστία τροφοδοσίας της σωματεμπορίας.

Περνώντας από κει κανείς διακρίνει τα ύποπτα πρόσωπα των σωματεμπόρων που καραδοκούν να αρπάξουν τα θύματά τους.

Οι αμερικανικές παράγκες

Προχωρούμε κι απομακρυνόμαστε για να φτάσουμε σε λίγος στις αμερικανικές παράγκες. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η βρόμα που μας παίρνει από τα αποχωρητήρια που βρίσκονται χτισμένα σε μια σειρά δίπλα στα σπίτια των προσφύγων. Οι μπαράγκες κι εδώ παρουσιάζουν τα ίδια γνωρίσματα. Ακάθαρτες, με δωμάτια στενά και πολυκατοικημένα. Κάνουμε μερικές στροφές ακόμη και διακρίνουμε καμιά δεκαριά παιδιά του συνοικισμού, κατακίτρινα και κουρελιάρικα να παίζουν μέσα σ’ ένα αποχωρητήριο.

Η συνοικία των Ποντίων

Βγαίνουμε από τη συνοικία αυτή και βρισκόμαστε στις κατοικίες των Ποντίων. {…}

Μας βλέπουν μερικοί που κάθονται απ’ έξω και μας ρωτάνε μόνοι τους.

– Τι θέλετε παιδιά εδώ που ήρθατε;

– Ήρθαμε για να γράψουμε την κατάσταση του συνοικισμού σας στην εφημερίδα που βγάνουμε την «Πάλη των Τάξων» που είναι εφημερίδα εργατική.

– Να δε βλέπετε εδώ τι γίνεται, μας απαντά μια γυναίκα. Μας σκότωσαν τα παιδιά μας και τους άντρες μας στον πόλεμο και τώρα μας έδωσαν σπίτια που κινδυνεύουν να πέσουν και δεν έχουν ούτε παράθυρα. Μπα φωτιά να τους κάψει.

Πραγματικά οι παράγκες αυτές είναι χειρότερες. Μόλις ένα μέτρο ψηλές και στη στέγη έχουν πέτρες για να την κρατούν να μη φύγει. Μέσα σ’ ένα δωμάτιο, που ούτε ένας άνθρωπος κανονικά δεν μπορεί να στεγαστεί, μένουν ολόκληρες οικογένειες, ο ένας πάνω στον άλλο. Για να εξοικονομήσουν χώρο έχουν μεταβάλλει τα υπόγεια των σπιτιών τους σε κατοικίες, οι οποίες αποτελούν πραγματικούς τάφους ζωντανών.

Για ολόκληρη στη συνοικία αυτή, αποτελούμενη από 200 περίπου παράγκες υπάρχει ένα και μόνο αποχωρητήριο.

Η Ανάσταση

Φτάνουμε στο τέρμα της συνοικίας αυτής και μπαίνουμε στο συνοικισμό της αναστάσεως. Είναι ένας συνοικισμός από 300 παράγκες χτισμένες γύρω στο νεκροταφείο με τέτοιο τρόπο που να αποτελείται η μια πλευρά της κάθε παράγκας από τον τοίχο του νεκροταφείου.

Κι εδώ η ίδια κατάσταση μας παρουσιάζεται. Σπίτια στενά, ετοιμόρροπα κι ολότελα ακατάλληλα γι’ανθρώπους. Πρόσωπα κοκαλιάρικα από τη στέρηση και τις αρρώστιες.

Δρόμοι, φωτισμός, νερό

Σε όλους τους συνοικισμούς οι δρόμοι είναι στενοί, μόλις ένα μέτρο, σωστά μονοπάτια. Σ’ αυτούς είναι ανοιγμένα χαντάκια στα οποία ρίχνουν οι κάτοικοι τις ακαθαρσίες. Οι δρόμοι αυτοί, ολότελα απεριποίητοι το χειμώνα βουρκώνουν από τα νερά και γίνονται αδιάβατοι και το καλοκαίρι γεμίζουν σκόνη.

Ο φωτισμός λείπει από όλους τους συνοικισμούς και κάθε βράδυ το σκοτάδι σκεπάζει τις κατοικίες των φτωχών προσφύγων.

Το νερό για το συνοικισμό θεωρήθηκε περιττό και γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε μια βρύση εκεί. Οι κάτοικοι το αγοράζουν από τους νερουλάδες μια δραχμή τον τενεκέ. Πολλές οικογένειες ανέργων το στερούνται κι αυτό μ’όλη τη ζέστη του καλοκαιριού.