Παραμονή Χριστουγέννων 1926. Οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι με χιόνι και φωτισμένοι από τα λαμπιόνια, όταν ο άνθρωπος που φοβόταν τον Άγιο Βασίλη σκόνταψε στο δωμάτιο έκτακτων περιστατικών στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης. Ήταν κατακόκκινος και τρομαγμένος ψιθύριζε «Santa Claus, Santa Claus» στις νοσοκόμες που βρίσκονταν ακριβώς πίσω του, κραδαίνοντας παράλληλα ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

Ads

Πριν το προσωπικό του νοσοκομείου συνειδητοποιήσει πόσο άρρωστος ήταν – η παραίσθηση που του προκάλεσε η αλκοόλη ήταν απλώς ένα σύμπτωμα – ο άνθρωπος πέθανε. Το ίδιο έπαθε κι άλλος ένας. Κι άλλος ένας. Καθώς το σούρουπο έφτασε την ημέρα των Χριστουγέννων, το προσωπικό του νοσοκομείου δήλωσε περισσότερα από εξήντα άτομα απελπιστικά άρρωστα από κατανάλωση αλκοόλ και οκτώ νεκρούς για τον ίδιο λόγο. Εντός των επόμενων δύο ημερών, ακόμη 23 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην πόλη κατά την περίοδο των γιορτών.

Οι γιατροί είχαν, μέχρι τότε, συνηθίσει τη δηλητηρίαση του ανθρώπινου οργανισμού από αλκοόλ ως ρουτίνα στην διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης. Τα διάφορα ουίσκι και τζιν των λαθρέμπορων οινοπνευματωδών συχνά έκαναν τους ανθρώπους να αρρωσταίνουν. Τα ποτά που παραγόντουσαν κρυφά, συχνά περιείχαν μέταλλα και άλλου είδους ακαθαρσίες. Ωστόσο, αυτή την περίοδο η «φουρνιά» ήταν παράδοξα διαφορετική. Οι θάνατοι τόσων ανθρώπων, όπως οι ερευνητές θα συνειδητοποιούσαν σύντομα, ήρθαν ως μία «ευγενική χορηγία» της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Απογοητευμένοι που οι άνθρωποι συνέχισαν να καταναλώνουν τόσο πολύ αλκοόλ, παρά την ποτοαπαγόρευση, οι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι αποφάσισαν να δοκιμάσουν ένα διαφορετικό είδος επιβολής της απαγόρευσης. Διέταξε τη δηλητηρίαση του αλκοόλ που χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή αλκοολούχων ποτών από τις βιομηχανίες των ΗΠΑ. Τα προϊόντα αυτά τακτικά τα έκλεβαν οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών και τα μεταπωλούσαν ως πόσιμα. Η κεντρική ιδέα ήταν να τρομάξουν οι άνθρωποι εγκαταλείποντας έτσι την παράνομη, εκείνη την εποχή, κατανάλωση αλκοόλ. Αντί γι’ αυτό, κατά τη λήξη της Ποτοαπαγόρευσης το 1933, το Ομοσπονδιακό πρόγραμμα δηλητηρίασης, άφησε πίσω του 10.000 νεκρούς.

Ads

Αν και ως επί το πλείστον ξεχασμένος σήμερα, ο «πόλεμος των χημικών στην Ποτοαπαγόρευση», παραμένει μία από τις πιο παράξενες και πιο θανατηφόρες αποφάσεις στην ιστορία επιβολής του αμερικανικού δικαίου. Ως ένας από τους πιο θαρραλέους πολέμιους του, ο Charles Norris, ο επικεφαλής ιατρικός εξεταστής της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, υποστήριζε ότι «ήταν το εθνικό μας πείραμα για την εξόντωση». Το δηλητηριασμένο αλκοόλ προκαλεί ακόμη το θάνατο. 16 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, αυτό το μήνα, μετά από κατανάλωση θανατηφόρου αλκοόλ στην Ινδονησία, όπου οι λαθρέμποροι κάνουν τις δικές τους παραγωγές προκειμένου να αποφεύγουν τους φόρους. Ωστόσο, αυτή η περίπτωση αφορά περισσότερο στην ύπαρξη αδίστακτων επιχειρηματιών και όχι στην κυβέρνηση της χώρας.

Ακόμη μία αμφιλεγόμενη απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήρθε στη δεκαετία του 1970 με τη χρήση στην μεξικανικής παραγωγής μαριχουάνα με Paraquat, ένα ζιζανιοκτόνο. Η χρήση του προοριζόταν κυρίως για την καταστροφή των καλλιεργειών αλλά κυβερνητικά στελέχη επέμειναν επίσης ότι η ύπαρξη της τοξίνης θα απέτρεπε τους καπνιστές μαριχουάνας. Επαναλήφθηκε η επίσημη θέση του 1920. Αν ορισμένοι πολίτες κατέληγαν στη δηλητηρίαση, οι ίδιοι έφεραν την ευθύνη. Αν και το Paraquat δεν ήταν πραγματικά τόσο τοξικό, η κατακραυγή ανάγκασε την κυβέρνηση να εγκαταλείψει το σχέδιο. Ωστόσο, το περιστατικό δημιούργησε τεράστια έλλειψη εμπιστοσύνης στα κίνητρα της κυβέρνησης, η οποία αποκαλύπτεται εκ νέου στις περιστασιακές φήμες που κυκλοφορούν, σήμερα, για ομοσπονδιακές υπηρεσίες, όπως η CIA, ότι αναμιγνύουν δηλητήριου με τις παράνομες προμήθειες ναρκωτικών.

Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, ωστόσο, μία υπηρεσιακή αίσθηση του υψηλού σκοπού, διατήρησε το πρόγραμμα δηλητηρίασης στη θέση του. Όπως έγραφε η Chicago Tribune το 1927: «Κανονικά, καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν θα συμμετείχε σε τέτοιου τύπου επιχειρήσεις… Είναι μόνο στο πλαίσιο του περίεργου φανατισμού της ποτοαπαγόρευσης ότι οποιαδήποτε μέσα, όσο βάρβαρα κι αν είναι θεωρούνται δικαιολογημένα». Άλλοι, κατηγόρησαν τους νομικούς που αντιτέθηκαν στο σχέδιο δηλητηρίασης ότι τα είχαν «κάνει πλακάκια» με τους εγκληματίες και υποστήριζαν ότι οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών και οι πελάτες τους που δεν τηρούσαν το νόμο δεν άξιζαν συμπάθεια. «Πρέπει ο Θείος Σαμ να εγγυηθεί την ασφάλεια πρώτα για τους μεθυσμένους» αναρωτιόταν η εφημερίδα της Νεμπράσκα Omaha Bee.

Η ιστορία ξεκίνησε με την επικύρωση της 18ης τροπολογία, η οποία απαγόρευσε την παραγωγή, την πώληση ή τη μεταφορά των αλκοολούχων ποτών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι υψηλόφρονες σταυροφόροι και οι οργανισμοί εναντίον του αλκοόλ έδωσε ώθηση στην τροποποίηση, το 1919, παίζοντας με το φόβο για ηθική παρακμή μίας χώρας που μόλις βγήκε από τον πόλεμο. Ο Νόμος Volstead, καθόρισε τους κανόνες επιβολής της απαγόρευσης που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1920.

Οι άνθρωποι, ωστόσο, συνέχισαν να πίνουν και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες. Οι τιμές του αλκοολισμού εκτοξεύθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Οι ασφαλιστικές εταιρείες προσδιόρισαν την αύξηση σε 300%. Τα μαγαζιά που πουλούσαν παράνομα αλκοόλ ξεφύτρωναν το ένα πίσω από το άλλο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, περίπου 30.000 υπήρχαν μόνο στην πόλη της Νέας Υόρκης. Συμμορίες του δρόμου εξελίχθηκαν σε αυτοκρατορίες που επιδίδονταν σε κλοπές, ληστείες και παράνομη παρασκευή αλκοόλ. Η προκλητική απάντηση των ανθρώπων της χώρας στη νέα νομοθετική ρύθμιση συγκλόνισε όσους ειλικρινά και αφελώς πίστεψαν ότι η τροπολογία θα εγκαινιάσει μία νέα εποχή ορθής συμπεριφοράς.

Η αυστηρή επιβολή κατάφερε να επιβραδύνει το λαθρεμπόριο αλκοόλ από τον Καναδά και άλλες χώρες. Αλλά τα συνδικάτα του εγκλήματος απάντησαν με κλοπές μαζικής ποσότητας αλκοόλ βιομηχανικής παραγωγής που χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή βαφών, διαλυτών, καυσίμων και ιατρικών προμηθειών και το επαναδιύλιζαν προκειμένου να το κάνουν πόσιμο.

Περίπου δηλαδή. Η βιομηχανική αλκοόλη είναι βασικά αλκοόλη σιτηρών αναμεμειγμένη με χημικές ουσίες που την καταστούν undrinkable. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχισε να απαιτεί αυτή τη διαδικασία μετουσίωσης το 1906 για τους παρασκευαστές που ήθελαν να αποφύγουν τους φόρους που επιβάλλονταν στα οινοπνευματώδη ποτά. Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, επιφορτισμένο με την εποπτεία εφαρμογής της τροπολογίας για το αλκοόλ, εκτίμησε ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, εκλάπησαν περίπου 60 εκατομμύρια γαλόνια βιομηχανικής αλκοόλης για να ικανοποιηθούν οι πότες της χώρας. Το 1926, η κυβέρνηση του Προέδρου Calvin Coolidge αποφάσισε να στραφεί στη χημεία ως εργαλείο επιβολής. Περίπου 70 φόρμουλες μετουσίωσης υπήρχαν από το 1920. Πιο απλά πρόσθεσαν δηλητηριώδη μεθανόλη στο μίγμα. Άλλοι χρησιμοποιούσαν ενώσεις με πικρή γεύση που ήταν λιγότερο θανατηφόρες και αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τη γεύση του αλκοόλ τόσο απαίσια που δεν πινόταν.

Για να πωλούν την κλεμμένη βιομηχανική αλκοόλη, τα συνδικάτα λαθρεμπόρων απασχολούσαν χημικούς να επεξεργάζονται τα προϊόντα μετατρέποντας τα σε πόσιμα. Οι λαθρέμποροι πλήρωναν τους χημικούς του πολύ περισσότερα απ’ ότι η κυβέρνηση προκειμένου να διακριθούν στην εργασία τους. Το κλεμμένο και δισαπεσταγμένο αλκοόλ έγινε η κύρια πληγή έγινε η κύρια πηγή ποτού στη χώρα. Έτσι οι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι διέταξαν τους κατασκευαστές να κάνουν τα προϊόντα τους πιο θανατηφόρα.

Μέχρι τα μέσα του 1927, οι νέες φόρμουλες μετουσίωσης περιλάμβαναν ορισμένα πασίγνωστα δηλητήρια όπως κηροζίνη, βενζίνη, βενζόλιο, κάδμιο, ιώδιο, ψευδάργυρο, υδράργυρο, νικοτίνη, αιθέρα, φορμαλδεΰδη, χλωροφόρμιο, καμφορά, φαινικό οξύ, κινίνη, ακετόνη και ένα αλκαλοειδές που συνδέεται στενά με τη στρυχνίνη. Το Υπουργείο Οικονομικών είχε ζητήσει να προστεθεί περισσότερη μεθυλική αλκοόλη – αποτελώντας το 10% του συνολικού προϊόντος. Η μεθυλική αλκοόλη ήταν τελικά αυτή που αποδείχτηκε η πιο θανατηφόρα.

Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα, αρχής γενομένης με τις τρομακτικές διακοπές της αργίας των Χριστουγέννων το 1926. Η δημόσιοι υπάλληλοι υγείας δήλωσαν σοκαρισμένοι. «Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν σταματά την κατανάλωση του αλκοόλ βάζοντας μέσα δηλητήριο» είχε δηλώσει ο Charles Noris. «Και συνεχίζει τη διαδικασία δηλητηρίαση, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο λαός είναι αποφασισμένος να πίνει καθημερινά αυτό το δηλητήριο. Γνωρίζοντας ότι αυτό είναι αλήθεια, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να χρεωθεί την ηθική ευθύνη για τους θανάτους που προκαλεί το δηλητηριασμένο αλκοόλ παρόλο που δεν μπορεί να θεωρηθεί νομικά υπεύθυνος».

Η υπηρεσία του απηύθυνε προειδοποιήσεις προς τους πολίτες αναφορικά με τους κινδύνους που προκαλούσε το ουίσκι που κυκλοφορούσε στην πόλη: «πρακτικά κάθε αλκοολούχο που πωλείται σήμερα στη Νέα Υόρκη, είναι τοξικό» διάβαζε κάποιος το 1928. Ο Charles Noris δημοσίευε κάθε θάνατο από δηλητηριασμένο αλκοόλ. Ανέθεσε στον τοξικολόγο του, Alexander Gettler, να αναλύει τα κατασχεμένα ουίσκι για δηλητήριο. Όλες οι δηλητηριώδεις ουσίες και τα τοξικά υλικά που αναφέρθηκαν παραπάνω ήρθαν στο φως μετά από μελέτες που έγιναν από το γραφείο του ιατρικού εξεταστή της Νέας Υόρκης.

Ο Norris καταδίκασε επιπλέον το ομοσπονδιακό πρόγραμμα για δυσανάλογες επιπτώσεις του στις φτωχότερες περιοχές της χώρας. Οι πλούσιοι, είχε τονίσει, μπορούσαν να έχουν το καλύτερο δυνατόν διαθέσιμο ουίσκι. Οι περισσότεροι από αυτούς που αρρώστησαν και πέθαναν ήταν αυτοί που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά. Οι αριθμοί δεν ήταν ασήμαντοι. Το 1926, στη Νέα Υόρκη, 1200 προσβλήθηκαν από δηλητηριασμένο αλκοόλ. 400 πέθαναν. Το επόμενο έτος, οι θάνατοι αυξήθηκαν σε 700. Οι αριθμοί αυτοί επαναλήφθηκαν σε πόλεις σε όλη τη χώρα καθώς οι υπάλληλοι δημόσιας υγείας σε εθνικό επίπεδο άρχισαν να αντιδρούν έντονα. Εξαγριωμένοι εναντίον της απαγόρευσης οι νομοθέτες άρχισαν να πιέζουν για να σταματήσει η χρήση των θανατηφόρων χημικών. «Μόνο κάποιος που διαθέτει τα ένστικτα ενός άγριου θηρίου θα επιθυμούσε να σκοτώσει ή να τυφλώσει έναν άνθρωπο επειδή πίνει αλκοόλ, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι παραβίασε το καταστατικό της ποτοαπαγόρευσης» διακήρυττε ο γερουσιαστής του Μισούρι James Reed.

Επισήμως, το ειδικό πρόγραμμα μετουσίωσης έληξε μόνο όταν η 18η τροπολογία καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1933. Αλλά ο «χημικός πόλεμος» τελείωσε πολύ αργότερα. Και μόλις η ποτοαπαγόρευση τελείωσε και το καλό ουίσκι επανεμφανίστηκε ήταν σαν η τρέλα της ποτοαπαγόρευσης – και τα «δηλητηριώδη» μέτρα που λήφθηκαν για την επιβολή της – να μην είχαν συμβεί ποτέ.