«Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος», υποστήριζε και ίσως, τελικά, ο μόνος «περιορισμός» που είχε ο ίδιος  στη ζωή του ήταν η απεγνωσμένη ανάγκη να πράττει και να σκέφτεται χωρίς συμβιβασμούς και όρια.

Ads

Ο  Ζαν-Πωλ Σαρτρ (21 Ιουνίου 1905 – 15 Απριλίου 1980) γεννήθηκε στο Παρίσι. Ο πρόωρος χαμός του πατέρα του και η αδυναμία της μάνας του να τον μεγαλώσει, τον οδήγησαν στο σπίτι του συντηρητικού παππού του, ο οποίος τον μύησε στο κόσμο του βιβλίου. Σύντομα, ο Σάρτρ μετατρέπεται σε ένα παιδί- βιβλιοφάγο. Αποφοίτησε από την Ecole Normale Supérieure του Παρισιού και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Fribourg, στην Ελβετία, καθώς και στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Βερολίνου.

Με την ενηλικίωσή του ο Σάρτρ εξελίσσεται σε έναν γοητευτικό νεαρό, με φιλοσοφικούς στοχασμούς και «εμβρυακές» πολιτικές ανησυχίες. Σύντομα θα γνωρίσει τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τη γυναίκα που θα τον συντροφέψει σε όλη του τη ζωή. Η σχέση τους προσδιορίστηκε μέσα από τις ελευθεριακές αντιλήψεις του Σάρτρ, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν πλήθος παράλληλων ερωτικών σχέσεων και να προκαλέσουν τη συντηρητική κοινωνία της εποχής τους.

Η φρίκη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, με εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και συμμετοχή στον Γαλλικό αντιστασιακό αγώνα, μετατρέπουν τον φιλόλογο Σάρτρ , σε οραματιστή φιλόσοφο και βαθιά πολιτικοποιημένο διανοούμενο. Με την απελευθέρωση της Γαλλίας, ο Σάρτρ κερδίζει την εθνική αναγνώριση καταγράφοντας τα γεγονότα σε πρωτοσέλιδο της αντιστασιακής εφημερίδας «Combat».

Ads

Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ που γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος του υπαρξισμού του 20ού αιώνα, ιδρύει, μαζί με τον Μορίς Mερλό-Ποντί, το λογοτεχνικό περιοδικό «Μοντέρνοι Καιροί», από όπου δημοσιοποιεί τις αριστερές πολιτικές του θέσεις και τις φιλοσοφικές του αναλύσεις. Στο έργο του, ο άνθρωπος εμφανίζεται ως απελευθερωμένος από την επιρροή κάποιας ανώτερης ηθικής τάξης ή δύναμης, που θα μπορούσε να ορίσει τη ζωή του και γίνεται ο ίδιος κύριος των επιλογών του.

Ο Σαρτρ, ασπάζεται τον Μαρξισμό και καταδικάζει τον Σταλινισμό. Παράλληλα δηλώνει φανατικά άθεος. «Ο υπαρξισμός δεν είναι τόσο αθεϊστικός που να αναλώνεται προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός. Αντιθέτως, δηλώνει ότι, ακόμη και αν υπήρχε Θεός, το γεγονός αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα», δήλωνε. Καιρό αργότερα, ο Σάρτρ θα κάνει στροφή στην πολιτική του σκέψη και θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, μία απόφαση που θα τον φέρει σε αντίθεση με το παρελθόν του αλλά και με τον άλλοτε σύντροφό του Αλμπέρ Καμύ. Μάλιστα θα προεδρεύσει και της Γαλλοσοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, η σοβιετική στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956, που οδήγησε στον θάνατο περίπου 2.500 εξεγερμένους Ούγγρους, προκάλεσε την «οργισμένη» αντίδραση του Σάρτρ, ο οποίος θα αποχωρήσει από το ΚΚΓ, γράφοντας το άρθρο «Το φάντασμα του Στάλιν».

Το 1964, ο Σάρτρ στρέφει τα βλέμματα της δημοσιότητας πάνω του, καθώς αρνείται το βραβείο Νόμπελ. Το ανήσυχο πνεύμα του, τον οδηγεί σε μία σειρά από παρεμβάσεις στη κοινωνικοπολιτική ζωή της Γαλλίας αλλά και διεθνώς. Μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ, προεδρεύει στο «δικαστήριο Ράσελ», ένα φανταστικό δικαστήριο που αποτελούνταν από ανθρώπους της διανόησης, καταδικάζοντας τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό στο Βιετνάμ. Το Μάη του ’68, παίρνει συνέντευξη από τον Ντάνιελ Κον-Μπεντίτ, ηγετική φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος, με στόχο να αναδείξει την ιδεολογική βάση της εξέγερσης.

Ταξιδεύει στη Γερμανία για να συναντήσει τον Αντρέας Μπάαντερ, ηγέτη της R.A.F, στην Πορτογαλία για να ζήσει από κοντά την επανάσταση των Γαρυφάλλων, συμμετέχει στο κίνημα για την απελευθέρωση Σοβιετικών αντιφρονούντων και τάσσεται ανοιχτά υπέρ της Ισλαμικής επανάστασης και του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ο ευφυής και αντιδραστικός, Ζαν-Πωλ Σάρτρ, θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 15 Απριλίου του 1980. Την 19η Απριλίου, περίπου 50.000 άνθρωποι θα πουν το στερνό αντίο, στον άνθρωπο που σημάδεψε με τις θέσεις του τη φιλοσοφία του 20ού αιώνα.

Ενημερωθείτε εδώ για την βιβλιογραφία του συγγραφέα.