Η σχέση των ναζί με την τέχνη ήταν ανάλογη της σχέσης τους με τους ανθρώπους: Ολοκαύτωμα.

Ads

Η πλέον εμβληματική πράξη αυτής της σχέσης έλαβε χώρα στις 10 Μάη του 1933, όταν οι ναζί έριξαν δημοσίως στην πυρά βιβλία προοδευτικών συγγραφέων. Δεν ήταν η πρώτη, ούτε η τελευταία.

Αλλά ήταν το αποκορύφωμα. 

Αμέσως μόλις οι ναζί ήρθαν στην εξουσία στις αρχές του 1933 ανέπτυξαν σε μεγάλη κλίμακα αυτό που είχαν προετοιμάσει μερικά χρόνια πριν, δηλαδή το ολοκληρωτικό πογκρόμ και ενάντια στην τέχνη που δεν πληρούσε τα νοσηρά κριτήριά τους. Τα έργα Εβραίων, μαρξιστών ή ακόμη και πασιφιστών συγγραφέων μπήκαν στο στόχαστρο.

Ads

Στο παραπάνω πλαίσιο, από τον Μάρτιο μέχρι και τον Οκτώβριο του 1933 άναψαν φωτιές για το κάψιμο βιβλίων σε 70 πόλεις της Γερμανίας.

Οργανωτής και εκτελεστής του εν λόγω ολοκαυτώματος ήταν η ναζιστική «Γερμανική Φοιτητική Ένωση» (Deutsche Studentenschaft) σε συνεργασία με την «Χιτλερική Νεολαία».

Στις 10 Μαΐου του 1933, στην πλατεία Οπερνπλατς του Βερολίνου και σε ακόμη 21 πόλεις ταυτόχρονα, οργανώθηκε τεραστίων διαστάσεων δημόσια καύση βιβλίων, στο πλαίσιο του σχεδίου του ναζιστικού υπουργείου Προπαγάνδας, υπό τον ευφάνταστο τίτλο… «Δράσεις κατά του μη γερμανικού πνεύματος» («Aktion wider den undeutschen Geist»).

Στο πλαίσιο αυτών των «δράσεων», φοιτητές, καθηγητές και μέλη του ναζιστικού κόμματος έκαψαν δεκάδες χιλιάδες βιβλία.

Η «Γερμανική Φοιτητική Ένωση», η οποία βρισκόταν υπό τον ολοκληρωτικό έλεγχο των ναζί ήδη από το 1931, δημιουργεί, στις αρχές Απριλίου του 1933, τμήμα Τύπου και Προπαγάνδας για να οργανώσει καλύτερη την επίθεση στις λαϊκές συνειδήσεις. Υπό την καθοδήγηση του Καρλ Χανς Λέιστριτς, το εν λόγω τμήμα αναλαμβάνει να υλοποιήσεις τις «Δράσεις κατά του μη γερμανικού πνεύματος», οι οποίες προγραμματίζονταν να λάβουν χώρα μεταξύ 12 Απριλίου και 10 Μαϊου, με δημόσια ρίψη βιβλίων στην πυρά.

Σε μια συμβολική κίνηση, στις 10 Μαΐου του 1933, οι ναζί φοιτητές έκαψαν πάνω από 25.000 τόμου «μη γερμανικών» βιβλίων, γεγονός το οποίο αποτέλεσε την «τελετουργική» έναρξη του φασιστικού μεσαίωνα της λογοκρισίας, του εξουθενωτικού ελέγχου στους δημιουργούς και της καταστολής της σκέψης.

Την νύχτα της 10ης Μαΐου, στο Βερολίνο, το Μόναχο, την Βόννη και σε κάθε γερμανική πόλη στην οποία υπήρχε πανεπιστημιακό ίδρυμα, ναζί φοιτητές συμμετείχαν στο ολοκαύτωμα των βιβλίων.

Μάλιστα, το «σενάριο» περιελάμβανε και ομιλίες υψηλόβαθμων στελεχών των ναζί, αλλά και καθηγητών πανεπιστημίων και φοιτητών, καθώς και συνθήματα που θα συνόδευαν κάθε παρτίδα βιβλίων που θα ρίχνονταν στην πυρά όπως: «’Οχι στην ταξική πάλη και τον υλισμό!», «Ρίχνω στην πυρά τα γραπτά του Μαρξ και του Κάουτσκι!», «Κάτω η παρακμή και η ηθική σήψη!», «Εντολή του κράτους, η αξιοπρεπής οικογένεια!», «Ρίχνω στην πυρά τα έργα του Ζίγκμουντ Φρόιντ», «Ρίχνω στην πυρά τα έργα του Εριχ Μαρία Ρέμαρκ!», «’Οχι στην μόλυνση και παραμόρφωση της γερμανικής γλώσσας!» κ.ά.

Την νοσηρή αυτή τελετή διέκοψε κάποια στιγμή η βροχή, γι’ αυτό μερικά τα έκαψαν τις επόμενες μέρες, ενώ ένα μέρος τους κάηκε σε ναζιστική τελετή την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου στις 21 Ιουνίου.

Πάντως, εκείνη την νύχτα του Μάη, σε 34 πανεπιστημιουπόλεις της ναζιστική Γερμανίας, κάηκαν χιλιάδες βιβλία. Ο Τόμας Μαν,  Στέφαν Τσβάιχ και Μαρσέλ Προυστ ήταν ακόμη μερικοί σπουδαίοι συγγραφείς τα έργα των οποίων έπεσαν θύματα του ναζιστικού μένους.

Η «δράση» προπαγανδίστηκε εκτενώς και εντόνως από τον Τύπο. Μάλιστα, οι ραδιοσταθμοί του Βερολίνου έκαναν και απευθείας συνδέσεις.

Οι ναζί δεν σταμάτησαν στα βιβλία. Το 1937 συγκέντρωσαν 730 εικαστικά έργα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και τα εκθέτουν στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Μονάχου κάτω από το γενικό τίτλο «εκφυλισμένη τέχνη». Ανάμεσα στους καλλιτέχνες αυτούς ήταν οι: Μαξ Ερνστ, Γκέοργκ Γκρος, Βασίλι Καντίνσκι, Πάουλ Κλέε, Οσκαρ Κοκόσκα κ.ά. «Τι δημιουργείτε; Γυναίκες που προκαλούν αηδία (…);» είπε, μεταξύ πολλών άλλων, ο Χίτλερ εγκαινιάζοντας την έκθεση που οργάνωσε ο Γκαίμπελς.

Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς οργανώθηκαν εκθέσεις που είχαν σκοπό να στρέψουν το κοινό εναντίον της πρωτοποριακής τέχνης, στη βάση βέβαια του ακράτητου αντικομμουνισμού. Οι τίτλοι τους είναι χαρακτηριστικοί: «Πολιτιστικός Μπολσεβικισμός», «Αίθουσα Τέχνης του Τρόμου», «Αντανακλάσεις της παρακμής στην τέχνη», «Τέχνη στην υπηρεσία της αποσύνθεσης».

Επιπλέον, μια από τις πρώτες ενέργειες του Γκαίμπελς, όταν ανέλαβε υπουργός Προπαγάνδας στις αρχές του ’33, ήταν να κλείσει το «Μπάουχάουζ», σημαντική σχολή αρχιτεκτονικής με προοδευτικό προσανατολισμό.

Τον Νοέμβρη του 1933 έγινε ιδεολογικό «ξεσκαρτάρισμα» των καλλιτεχνών με την υποχρεωτική εγγραφή τους στην «Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών» η οποία λειτούργησε σαν ένα είδος «ιεράς εξέτασης». Τα μη μέλη της ήταν καταδικασμένα, στην καλύτερη περίπτωση, στην οικονομική εξόντωση.

Ο θεωρητικός του ναζισμού, υπουργός Πληροφόρησης, Προπαγάνδας, Παιδείας-Θρησκείας, Γκέμπελς, δεν κόπιασε για τις προγραφές των προοδευτικών ανθρώπων του πολιτισμού. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στα πανεπιστήμια και στις Ακαδημίες Τεχνών, οι «μαύρες λίστες» συντάχθηκαν το 1927-’28.
Στις 28 Μαρτίου 1931 εκδίδονται προεδρικά διατάγματα εναντίον αριστερών συγγραφέων και πενήντα προοδευτικών εντύπων και φυλακίζονται οι συγγραφείς Φρίντριχ Βολφ, Καρλ φον Οσιέτσκι και Λούντβιχ Ρεν.

Στις 2 Φεβρουαρίου του 1933 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης  απαγορεύει την κυκλοφορία των κομμουνιστικών και προοδευτικών εφημερίδων και εντύπων. Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 οι ναζί καίνε το Ράιχσταγκ.

Ο υπουργός Εσωτερικών, Γκέρινγκ, επιλέγει από τις μαύρες λίστες δεκάδες συγγραφείς και τους κλείνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πρώτος, το 1938 πεθαίνει ο Εριχ Μίσαμ, κρεμασμένος από τους βασανιστές του στο στρατόπεδο Οριάνεμπουργκ.

Ο δρόμος προς την κόλαση είχε στρωθεί και με τις στάχτες της Τέχνης και των δημιουργών της…