«Πίστευα ότι η φωνή μου τον σκότωσε. Σκότωσα αυτόν τον άνδρα επειδή είπα το όνομά του. Και τότε σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να ξαναμιλήσω επειδή η φωνή μου θα σκότωνε τον οποιονδήποτε».

Ads

Η Μάγια Αγγέλου (Άντζελου στ’ αλήθεια) κακοποιήθηκε μόλις 8 χρονών από τον φίλο της μητέρας της. Όταν η αποκάλυψή της στον αδερφό της οδήγησε, (μετά την απελευθέρωσή του βιαστή από πρόσκαιρη, όπως τόσο συχνά γίνεται, φυλάκιση) στη δολοφονία του, η Άνζελου έπεσε στην απόλυτη σιωπή.

Το διάστημα της πολύχρονης σιωπής της στον βαθύ Αμερικάνικο νότο, στο υπογάστριο του Άρκανσο, ανάμεσα σε καλαμποχώραφα που κάθε που θροΐζουν ψιθυρίζουν λησμονημένες φωνές σκλάβων, το μόνο ζωντανό ‘πλάσμα’ με το οποίο μιλά είναι τα βιβλία και η φύση. Είχε νιώσει στο πετσί της «την λέξη που γίνεται ενέργημα», την λέξη που στην αρχαία ελληνική τραγωδία («Ο ελληνικός λόγος είναι πραγματικά θανατηφόρος», έγραψε ο Χέντερλιν ) ως ‘κατάρα’ του Θησέα φονεύει κυριολεκτικά τον Ιππόλυτο.

Την εντολή του Κρέοντα που φονεύει την Αντιγόνη «Τις μαντικές και προφητικές εκφορές που ξεσκίζουν την ανθρώπινη σάρκα.» («Εμείς οι Δυτικοί γνωρίζουμε την πληγή που οι λέξεις μπορούν να επιφέρουν αλλά βιώνουμε μονάχα μεταφορικά την αμεσότητα του φυσικού ολέθρου» έγραψε ο Χέντερλιν και πάλι αναφερόμενος στον λόγο που δεν δημιουργεί τον κόσμο (μονάχα) μα και τον σκοτώνει…)

Ads

Με την βοήθεια μιας δασκάλας, 6, 7 χρόνια μετά, θα μιλήσει και πάλι. Τούτη την φορά έχει μέσα της βαθύ σπόρο.

Τα μάτια του σκυμμένου πάνω από τα χωράφια σκλαβωμένου κορμιού που σηκώνεται και βλέπει τον Ουρανό (και Ουρανό δεν ονόμασε η απίστευτη στην γραφή της Τόνι Μόρρισον εκείνο το μυθιστόρημα ποταμό; ) την δουλειά της πλύστρας με τα χέρια ως τον αγκώνα χωμένα / μες την άγρια σαπουνάδα που έγραψε ο Λάνγκτον Χιούτζες.

Θ’ αρχίσει να τρέχει με λέξεις πάνω στα ίδια καλαμποχώραφα της σιωπής. Πρακτικά δεν διαθέτει τίποτα για να επιβιώσει. Κι όμως, πρέπει να το κάνει. Γίνεται μαγείρισσα, πόρνη, χορεύτρια σε νυχτερινά μαγαζιά, τραγουδίστρια, ηθοποιός στην όπερα Porgy and Bess, συντονίστρια σε συνέδρια της βόρειο-χριστιανικής Ομοσπονδίας και δημοσιογράφος στην Αίγυπτο και την Γκάνα κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας της Αφρικής, εκδότρια του The Arab Observer σε καιρούς που τα ΚΚ κυριαρχούσαν στη συνείδηση ενώνοντας χρώματα κι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός δεν έβρισκε χώρο, διευθύντρια στο Πανεπιστήμιο, χρησιμοποιεί πια τον Λόγο για να περιγράψει την πεταλούδα πριν γίνει πεταλούδα. (“εκτιμάμε την πεταλούδα όταν γίνει πεταλούδα, αλλά σπάνια μιλάμε για τις αλλαγές που πέρασε ώσπου να το καταφέρει”, είπε κάποτε).

Καταφέρνει να σπουδάσει και συναντά τον Έλληνα πρώην ναυτικό Tosh Angelou. Ο Αγγέλου (Αγγελόπουλος), διωγμένος από τον εμφύλιο, της μιλά για την δική του και την σκλαβιά του λαού του. Τα όνειρα που προσπαθούσε, διωγμένος, να βρει στην ‘απέραντη’ χώρα, όπου άνθρωποι από όλη την γη «δίχως παρελθόν» (Αδαμ πριν την πτώση όπως έγραψε ο Έμερσον), ακριβώς επειδή το παρελθόν -ή η φιλοδοξία- είναι πολύ βαρύ, μπορούν να στέκονται πάντα στο κατώφλι «της εμπειρίας».

Η δική τους νέα εμπειρία είναι να παντρευτούν, σοκάροντας τις 2 φυλετικές κοινότητες. Στο σπίτι τους υπάρχουν ιστορίες από 2 γωνιές του πλανήτη και βιβλία. Πληγές και Αποδοχή.

Ξέρουν κι οι δυο το παρελθόν τους. Ονειρεύονται το μέλλον τους. Θα δώσουν πρόσκαιρα καταφύγιο ο ένας στον άλλον επανεφευρίσκοντας έναν εαυτό μπροστά στο «Νόμο» και στους Ανθρώπους. Χωρίζουν φίλοι. Η Μάγια θα κρατήσει για πάντα το όνομά του. Έχει γεννηθεί πάλι, “δίχως” τις πληγές του παρελθόντος. Μα είναι αυτές, πολύ βαθιά ριζωμένες για να ξεπεραστούν, που θα της δώσουν φωνή τελικά. Αναλαμβάνει να συνεχίσει τις φωνές των σκλάβων και των παιδιών πρώην σκλάβων, την σπουδαία αφροαμερικάνικη ποίηση, τον Λόγο που άφησαν στα χέρια και στις ψυχές της ανθρωπότητας όλης, κοινή ψηφίδα σε ένα μπερδεμένο παζλ που αναζητάμε.

Τον Λόγο, που δεν σκοτώνει πια, μα δημιουργεί την Ζωή. Μιλά για τους παρίες, τις κάμπιες που προσπαθούν να γίνουν πεταλούδες, όταν μπορέσουν, όταν αφεθούν. «Νέγροι» (αφροαμερικάνοι πια) γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, πόρνες, εργάτες, παιδιά κακοποιημένα σε ‘καλές οικογένειες’ λευκών, κάνουν παρέλαση στην γραφή της σε ανεβάσματα ‘μονόλογων’ θα λεγες πάνω στην σκηνή του ποιητικού της θεάτρου, αναζητώντας μια κοινή γλώσσα, γιατί την χρειάζονται, γιατί υπάρχει.

«Έμαθα πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από το βάρος μιας ιστορίας που δεν έχει ειπωθεί», είπε κάποτε. Που δεν έχεις τολμήσει να πεις εννοεί στ’ αλήθεια.

Σύντομα θα εμπλακεί με τα πολυώνυμα κινήματα της συχνά διαφορετικής από την Ευρώπη αμερικάνικης αριστεράς, αντιγραφειοκρατικής, εμπλουτισμένης από θεματικά κινήματα των από κάτω μα και την θρησκεία, προτάσσοντας την προσωπική στάση ζωής, αριστερά. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Μάλκολμ Εξ, Τζ. Μπάλντγουιν, Λάγκντον Χιούτζες στην ποίηση, Μάρβιν Άλεν στον χορό με τα τόσα βιωματικά στοιχεία, τόσοι άλλοι, τόσες άλλες.

Καταγγέλλει με λόγια και πράξεις, σε άρθρα και ποιήματα, σε επιλογές και μέσα από συμμετοχές, το σύστημα που (κρυμμένο σε διάφορα χρώματα κι ικανό πάντα να σε κοιμήσει με την αμάθεια και να σε εξαγοράσει με μικρά καρβέλια) αλέθει την ύπαρξη για το κέρδος, τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο, την αποικιοκρατία.

«Ξέρει» («γνωρίζει» στ’ αλήθεια για να θυμηθούμε την αόρατη μα σημαντική διαφορά), τις ιστορίες που μένουν θαμμένες από τις επίσημες αφηγήσεις και στις κυρίαρχες ρητορικές. «Ο ρατσισμός, η προκατάληψη, συσκοτίζει το παρελθόν, απειλεί το μέλλον, και κάνει απροσπέλαστο το παρόν», θα γράψει.

Μετακομίζει στην πόλη -επιτομή, τη Νέα Υόρκη και γίνεται μέλος του μυθικού Harlem Writers Club (πόσες ιστορίες) συναντά στην σκηνή του Apollo τον άλλον αποσυνάγωγο τον Ζαν Ζενέ. Είναι η εποχή που η Μάγια Αγγέλου ευαισθητοποιείται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους πολιτικούς αγώνες παγκοσμίως.

Υποστηρίζει τον Κάστρο και τάσσεται κατά του απαρτχάιντ. Ανεβαίνει στα πόντιουμ και μιλά. Η σιωπή της πια έχει σπάσει. Η Αγγέλου γίνεται φωνή και πουλί. Που θα ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, συναντώντας ανθρώπους όλων των ειδών, φυλών, θρησκειών, και χρωμάτων σε δωμάτια, διαδηλώσεις, βιβλιοθήκες, κινήσεις αλληλεγγύης.

Ανθρώπους που δεν συνάντησε στ’ «αλήθεια» ποτέ. (τι είναι η “αλήθεια”; Όταν την πρωτοδιάβασα στην εφηβεία μου έπαθα σοκ. Γύρισα με μιας σε μια παιδική εποχή που κοιτούσα για ώρες σε απέραντη σιωπή το ταβάνι. Και με βοήθησε να πάρω το βλέμμα μου από εκεί) «Μπορεί να μην μπορείς να ελέγξεις όλα όσα σου έχουν συμβεί, μπορείς όμως να αποφασίσεις να μην αφήσεις να μειώνουν το πόσα άλλα πράγματα μπορείς είσαι» έγραψε, μεταπλάθοντας την ταυτότητα του θύματος σε επιβιώσαντα κι έπειτα σε νικητή. Κι έπειτα, από απόλυτη ταυτότητα και κατηγορία, σε άνθρωπο πάλι.

«Δώσε μου μόνο ένα ποτήρι κρύο νερό πριν πεθάνω», είπε στην ορκωμοσία του Κλίντον μιλώντας για την ‘δίψα’ που δεν θα βρει ποτέ πηγή αλλά έχει δικαίωμα να ψάχνει πάντα το μπουκαλάκι.. Πετά πάνω από τα καλαμποχώραφα των παιδικάτων της και έχει πια, λόγω προσωπικής και πολιτικής συνείδησης, το μέταλλο να κάνει το απόλυτα προσωπικό συλλογικό. Το

«Ξέρω γιατί ένα φυλακισμένο πουλί τραγουδάει» (ποίημα και αυτομυθιστορία) έχει γεννηθεί. Και παρόλο που πέθανε σαν σήμερα, το πρωϊνό της 27ης Μαίου στα 2014, εξακολουθεί να τραγουδά ακόμα.

Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί
Το ελεύθερο πουλί πηδά
Πάνω στου ανέμου τη ράχη
Κι απ’ την ορμή του παρασύρεται
Ώσπου το ρεύμα του να σβήσει
Και βυθίζει τα φτερά του
στις πορτοκαλιές ηλιαχτίδες
Και έχει την τόλμη να ζητάει
όλον τον ουρανό
Δικό του.
Μα ένα πουλί που νευρικά βαδίζει
Μες στο στενό του το κλουβί
Σπάνια μπορεί να δει πιο πέρα
Απ’ της οργής τα κάγκελα
Τα φτερά του είναι κομμένα και
Τα πόδια του δεμένα
Κι αφήνει τη φωνή του ελεύθερη
Να κελαηδήσει.
Στο κλουβί, το πουλί κελαηδάει
Μ’ ένα τιτίβισμα φοβισμένο
Για κείνα, τ’ άγνωστα
Που ακόμα τόσο λαχταρά.
Κι η μελωδία του αντηχεί
Στο μακρινό το λόφο
Γιατί το πουλί στο κλουβί
τραγουδάει για ελευθερία.
Το ελεύθερο πουλί σκέφτεται
Το επόμενο αεράκι που θα ‘ρθεί
Και τους αληγείς ανέμους να γλυκαίνουν
Μέσα από τους ανασασμούς των δέντρων
Και τα παχιά σκουλήκια να καρτερούν
Πάνω στο φωτεινό της αυγής γρασίδi
Και αποκαλεί πια
όλον τον ουρανό
Δικό του.
Μα στο κλουβί, ένα πουλί στέκει
πάνω στον τάφο των ονείρων
Κι η σκιά του φωνάζει
Μ’ ένα ουρλιαχτό εφιαλτικό
Τα φτερά του είναι κομμένα
και τα πόδια του δεμένα
Κι αφήνει τη φωνή του ελεύθερη
Να κελαηδήσει.
Στο κλουβί, το πουλί κελαηδάει
Μ’ ένα τιτίβισμα φοβισμένο
Για κείνα, τ’ άγνωστα
Που ακόμα τόσο λαχταρά.
Κι η μελωδία του αντηχεί
Στο μακρινό το λόφο
Γιατί το πουλί στο κλουβί
τραγουδάει για ελευθερία.

  • Μετάφραση: Ηλίας Τουμασάτος

Maya Angelou + 27/5/2014