Στις 13 Νοέμβρη συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από τη δολοφονία, το 1974, της Κάρεν Σίλκγουντ, της Αμερικανίδας χημικού – μηχανικού, συνδικαλίστριας, αγωνίστριας για τα εργασιακά δικαιώματα και για την υγιεινή και ασφάλεια στη βιομηχανία πυρηνικών καυσίμων. Ήταν μόλις 28 ετών.

Ads

Η Σίλκγουντ εργαζόταν στην Cimarron Fuel Fabrication Site, ένα εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικών καυσίμων στην Οκλαχόμα, μέλος, τότε, του ενεργειακού κολοσσού της Kerr-McGee Corporation. Όταν ξεκίνησε να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων στο εργοστάσιο, εκτέθηκε σε ισχυρή δόση ακτινοβολίας, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Και καθώς πήγαινε με το αυτοκίνητό της στην εφημερίδα «The New York Times» για να καταθέσει ενοχοποιητικά στοιχεία για την εταιρεία, έχασε ξαφνικά  τον έλεγχο του οχήματος και έπεσε πάνω στα τσιμεντένια διαχωριστικά του δρόμου.

Παρά τη μυστηριώδη εξαφάνιση του φακέλου με τα στοιχεία από το διαλυμένο αυτοκίνητο, αλλά και χτυπήματα στον πίσω  προφυλακτήρα του που παρέπεμπαν σαφώς σε εμπλοκή άλλου οχήματος, οι αρχές καταχώρισαν το θάνατό της, ως «τροχαίο δυστύχημα».

Εκδοχή την οποία ουδείς πίστεψε. Μεταξύ αυτών και ο σκηνοθέτης, Μάικ Νίκολς, ο οποίος γύρισε την ιστορία της Σίλκγουντ σε ταινία το 1983, με την Μέριλ Στριπ, την Σερ και τον Κερτ Ράσελ σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η έμμεση, πλην σαφής βεβαιότητα της αμερικανικής κοινωνίας ότι η νεαρή γυναίκα δολοφονήθηκε για να το «βουλώσει», προκύπτει και από το γεγονός της μεγάλης δημοφιλίας της ταινίας, καθώς και από την υποψηφιότητα της για πέντε «Όσκαρ».

Ads

Η Κάρεν Σίλκγουντ γεννήθηκε στις 19 Φλεβάρη του 1946 στο Λόνγκβιου του Τέξας. Τα παιδικά χρόνια της σε τίποτα δεν προϊδέαζαν την εξέλιξή της σε πολέμιο των πυρηνικών μονοπωλίων. ‘Ηταν ένα συνηθισμένο παιδί, καλή μαθήτρια, έπαιζε φλάουτο και ήταν μέλος της σχολικής ομάδας βόλεϊ.

Ωστόσο της άρεσε πολύ η Χημεία, γι’ αυτό και μετά το σχολείο ακολούθησε σχετικές σπουδές στο κολέγιο Λαμάρ (σήμερα Πανεπιστήμιο) στο Μπόμοντ του Τέξας.

Φοιτήτρια ακόμα ερωτεύτηκε τον εργάτη στην πετρελαϊκή βιομηχανία, Μπιλ Μέντόουζ, με τον οποίο παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Ωστόσο, η οικογενειακή ευτυχία δεν κράτησε πολύ. Ο συνδυασμός των οικονομικών δυσκολιών με την απιστία του συζύγου της οδήγησε την Κάρεν να πάρει διαζύγιο και να ξεκινήσει εκ νέου τη ζωή της. 

Το 1972 η Κάρεν μετακομίζει στην Οκλαχόμα και πιάνει δουλειά στην Cimarron. Οπως κάθε άλλος βιομηχανικός κλάδος, η Cimarron, παρά το ευαίσθητο αντικείμενό της, ήταν σε ιδιωτικά χέρια, ενώ το κράτος έλεγχε μόνο το κομμάτι της πυρηνικής έρευνας.

Ταυτόχρονα η Κάρεν γίνεται μέλος του κλαδικού σωματείου των εργαζομένων στην Πετρελαϊκή, Χημική και Πυρηνική βιομηχανία και παίρνει ενεργό μέρος στις απεργίες. Με την μαχητικότητα και την ανιδιοτέλειά της κερδίζει τον σεβασμό των συναδέλφων της και πολύ γρήγορα γίνεται μέλος της διοίκησης του σωματείου, με χρέωση τα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας των εργατών.

Σύντομα διαπιστώνει σειρά παραβιάσεων των κανόνων ασφαλείας από την εταιρεία στον τομέα της υγιεινής, δυσλειτουργία του εξοπλισμού που προστατεύει το αναπνευστικό σύστημα των εργαζομένων, έλλειψη ντους και, κυρίως, ακατάλληλες συνθήκες αποθήκευσης ραδιενεργών υλικών. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων η Σίλκγουντ ανίχνευσε ραδιενεργή ακτινοβολία και ακόνη ακόμη και στο κυλικείο της επιχείρησης. Επιπλέον, η Κάρεν ανακάλυψε, ότι ραδιενεργό υλικό  μεταφερόταν «ησύχως», εκτός του εργοστασίου.

Το 1974, η Κάρεν κατέθεσε στην αμερικανική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας γι’ αυτές τις παραβιάσεις, με την υπόθεση να αρχίζει να απολαμβάνει μεγάλης  δημοσιότητας.

Ακτινοβολία και θάνατος

Στις 5 Νοέμβρη του 1974, κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας, η Κάρεν ανακαλύπτει, ότι το πλουτώνιο στο σώμα της υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπτό όριο… κατά 400 φορές. Μπαίνει σε καραντίνα στις εγκαταστάσεις απολύμανσης του εργοστασίου και γυρίζει σπίτι της.

Την επόμενη μέρα η μέτρηση δείχνει πως έχει εκτεθεί και πάλι σε πλουτώνιο, παρά το γεγονός ότι έκανε μόνο δουλειά γραφείου. Περνά μια πιο εντατική διαδικασία απολύμανσης. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε στις 7 Νοεμβρίου. Γίνονται μετρήσεις στο σπίτι της οι οποίες δείχνουν ίχνη πλουτωνίου στο μπάνιο και στο ψυγείο.

Το διαμέρισμα μπαίνει επίσης σε καραντίνα για ειδική απολύμανση, ενώ η Κάρεν, ο σύντροφός της και η γειτόνισσά τους οδηγούνται για αναλύσεις στο κρατικό εργαστήριο του Λος Άλαμος. Εκεί οι ειδικοί καταλήγουν ότι η έκθεση στην ακτινοβολία δεν είναι «κρίσιμη» για την υγεία τους.

Επιστρέφοντας στο σπίτι της η Κάρεν είναι αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος σε αυτό που παρέπεμπε σε αργή δολοφονία της. Μάζεψε αποδεικτικό υλικό με σκοπό να το δώσει  στους ,New York Times». Σύμφωνα με μαρτυρίες των δικών της, εκείνη την περίοδο ακριβώς η Κάρεν έγινε δέκτης απειλητικών τηλεφωνημάτων.

Στις 13 Νοέμβρη του 1974, η Κάρεν πήρε μέρος σε μια εκδήλωση του σωματείου στο καφέ «Χαμπ» και μπήκε στο αυτοκίνητό της για να πάει στο ραντεβού με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας και με τον εκπρόσωπο της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας του κλάδου,, σε πανεθνικό επίπεδο.

Δεν θα φτάσει ποτέ.

Σύμφωνα με μαρτυρίες συμμετεχόντων στην εκδήλωση, η Κάρεν είχε μαζί της συνέχεια έναν φάκελο με έγγραφα. Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπαν ζωντανή.

Το βράδυ της 13ης Νοέμβρη, η σορός της κοπέλας εντοπίζεται μέσα στο διαλυμένο «Χόντα» της, στην εθνική 14, στα όρια της Οκλαχόμα. Τα στοιχεία έδειχναν ότι το αυτοκίνητο βγήκε απότομα από την πορεία του και έπεσε πάνω στα τσιμεντένια προστατευτικά. Το επίσημο πόρισμα ανέφερε ότι στο αίμα της Κάρεν  βρέθηκαν ηρεμιστικά και αλκοόλ. Οι αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κοπέλα κοιμήθηκε στο τιμόνι και καταχώρισαν τον θάνατό της ως «τροχαίο ατύχημα».

image

Ωστόσο, ο φάκελος με τα ντοκουμέντα, με τον οποίο διαπιστωμένα μπήκε στο αυτοκίνητο… είχε κάνει «φτερά». Επίσης, ιδιωτικοί ερευνητές ανακάλυψαν ύποπτες ζημιές στον πίσω προφυλακτήρα, για τις οποίες το επίσημο πόρισμα είχε αδιαφορήσει. Αντίστοιχα, το επίσημο πόρισμα προσπέρασε και την έκθεση της νεκροψίας, η οποία ανέφερε πως στους πνεύμονες, το στομάχι και σε άλλα εσωτερικά όργανα της κοπέλας εντοπίστηκε ραδιενεργό υλικό.

Μετά το θάνατο της Κάρεν, διάφορες κρατικές υπηρεσίες άρχισαν επιθεωρήσεις στο εργοστάσιο της Cimarron. Διαπιστώθηκαν παραβιάσεις στον τομέα της βιομηχανικής ασφάλειας, καθώς και αδικαιολόγητη έλλειψη ορισμένων ραδιενεργών υλικών, τα οποία, σύμφωνα με τον Τύπο, θα μπορούσαν να έχουν μεταφερθεί σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν στο έδαφος συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή.

Το 1975 η εταιρεία έκλεισε.

Η οικογένεια της Κάρεν κινήθηκε δικαστικά εναντίον της μητρικής Kerr-McGee Corporation, για την έκθεση της κοπέλας σε ακτινοβολία. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας αρνήθηκαν κάθε ευθύνη, ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε πρωτόδικα ότι η εταιρεία θα  έπρεπε να καταβάλει αποζημιώσεις ύψους 10,5 εκατομμυρίων δολαρίων.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, θεωρώντας «μικρό» το ποσοστό της ενοχής της μητρικής εταιρείας, εξαφάνισε  την αποζημίωση στο κωμικοτραγικό ποσό… των 5 χιλιάδων δολαρίων.

Η οικογένεια επέμεινε ξανανοίγοντας την υπόθεση και στο πλαίσιο μιας εξωδικαστικής συμφωνίας, η Kerr-McGee Corporation κατέβαλε 1,38 εκατομμύρια δολάρια.

Ο απόηχος όμως του θανάτου της Κάρεν εξακολουθεί να είναι έντονος. Αρθρα, αναλύσεις, αφιερώματα, βιβλία δίνουν τις δικές τους εκδοχές και απαντήσεις,  συμφωνώντας σε ένα πράγμα: Δεν πιστεύουν ούτε λέξη από το επίσημο πόρισμα.

Για το αμερικανικό συνδικαλιστικό κίνημα, η Κάρεν Σίλκγουντ έχει πάρει τη θέση της στο μαρτυρολόγιο των αγωνιστών για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Για να φεύγουν το πρωί για δουλειά, όντας  σίγουροι πως δεν φιλούν για τελευταία φορά τα παιδιά τους.