Η Γκέρντα Λέρνερ δεν ήταν, ασφαλώς, ούτε η πρώτη ούτε η μόνη γυναίκα ιστορικός του 20ού αιώνα. Ήταν όμως η γυναίκα που ίδρυσε τις «γυναικείες σπουδές» και αγωνίστηκε για να αποτελέσουν οι γυναίκες αντικείμενο της ιστορικής επιστήμης. Της Έλενας Πατρικίου

Ads

Ίσως όμως πρέπει να ξεκινήσω με μία «προσωπική» ιστορία. Ανήκω στην κατηγορία εκείνη των γυναικών ιστορικών που, μέσα στη δεκαετία του ’80, αποφασίσαμε ότι οι «γυναικείες σπουδές» δεν μας ενδιέφεραν. Ξέραμε πως τίποτα δεν μας είχε χαριστεί, πως η σχέση μας με το Πανεπιστήμιο και τους ακαδημαϊκούς θεσμούς προφανώς είχε καθοριστεί από το γεγονός ότι προηγούμενες γενιές γυναικών είχαν ξοδέψει γενναιόδωρα τη ζωή τους προκειμένου οι γυναίκες να κερδίσουν το δικαίωμα εισόδου σ’ αυτούς. Αλλά εμείς –πιστεύαμε πως– θα ανήκαμε πλέον στην «κανονικότητα» και όχι στην εξαίρεση. Οι «γυναικείες σπουδές» φάνταζαν σαν παγίδα, ένα νέο είδος διαχωρισμού: αφήστε τις γυναίκες να γράφουν τη δική τους ξεχωριστή, άρα περιθωριακή, ιστορία, ενώ η ιστορία που «μετράει» θα συνεχίσει να γράφεται από τους ιστορικούς που κάνουν «κανονική» ιστορία: στο κέντρο, όχι στο περιθώριο.

Στο κάτω κάτω, είμαστε σίγουρες πως οι γυναίκες έχουν μια θέση στην ανθρώπινη ιστορία; Στην περίπτωση της ελληνικής αρχαιότητας, παραδείγματος χάριν, τι είδους «γυναικείες σπουδές» μπορούσε κανείς (ή «καμία») να κάνει χωρίς να βρεθεί στη γελοία θέση της έλλειψης αντικειμένου; Βεβαίως, μια συγκλονιστική ιστορικός όπως η Νικόλ Λορώ μπορούσε να μελετάει με τον πιο συναρπαστικό και ανατρεπτικό τρόπο τον αρχαιοελληνικό μισογυνισμό σε κείμενα-ορόσημα όπως το Τραγικοί τρόποι για να σκοτώσεις μια γυναίκα. Αλλά αυτό δεν ήταν «γυναικεία» ιστορία, ήταν ιστορία των αναπαραστάσεων και των νοοτροπιών, ήταν η ιστορία του πώς η αθηναϊκή δημοκρατία έχτισε ιδεολογικά τον μισογυνισμό της, πώς προσπάθησε να κυριαρχήσει πάνω στους φόβους που προκαλούσε η άβολη ένταξη των γυναικών μέσα στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες, δηλαδή πώς προσπάθησε και, εν πολλοίς, κατάφερε να ξεφορτωθεί φαντασιακά τις γυναίκες. Ήταν μια αντρική, όχι μια γυναικεία ιστορία.

Όπως ήταν αντρική ιστορία και η ιστορία των λέξεων: το γεγονός πως οι πολίτες της Αθήνας ονόμαζαν τους εαυτούς τους «Αθηναίους», αλλά τις γυναίκες τους «Αττικές»· η λέξη «άνθρωπος» μπορεί στην κλασική γραμματεία να γίνει, έστω σπανίως, θηλυκή, να γίνει «η άνθρωπος», αλλά τότε (οποία ειρωνεία), σημαίνει την πόρνη, όχι την γυναίκα υπό την ανθρώπινη (;) ιδιότητά της.

Ads

Όπως ήταν μια αντρική ιστορία οι γυναικείες θεότητες: η ένοπλη παρθένος Αθηνά, μας είχε δείξει ο Βερνάν, δεν ήταν η μυθολογική ενσάρκωση μιας παραδοξότητας (ούτε βεβαίως ένα τάχα μητριαρχικό κατάλοιπο): αυτή η ανωμαλία σε σχέση με τη γυναικεία κανονικότητα που ήταν ο γάμος, ανωμαλία και σε σχέση με την αντρική κανονικότητα που ήταν ο πόλεμος, έδινε στις πολεμικές αξίες, οι οποίες στο θεϊκό επίπεδο ενσαρκώνονταν από μία κόρη αφιερωμένη ες αεί στην παρθενία, το μάξιμουμ της έντασης τους: ενσαρκωμένες από μια παρθένο, οι αξίες αυτές έπαυαν να είναι σχετικές και περιορισμένες σε ένα φύλο, για να αποκτήσουν καθολικότητα.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η Φρόμα Ζάιτλιν μπορούσε να μιλήσει για το παράδοξο της τραγωδίας: πώς το κεντρικό καλλιτεχνικό γεγονός που δημιούργησε η αθηναϊκή δημοκρατία μπορεί να ανεβάζει στη σκηνή σε θέση πρωταγωνιστών τα πιο εντυπωσιακά, τα πιο απειλητικά και έκκεντρα γυναικεία πρόσωπα της ανθρώπινης λογοτεχνίας, προκειμένου να εξημερώσει, να εκπολιτίσει και να τιθασεύσει την ίδια την θηλύτητα: γυναικεία θεατρικά προσωπεία, γραμμένα από άντρες Αθηναίους πολίτες, παιγμένα από άντρες Αθηναίους πολίτες, για ένα κοινό αντρών Αθηναίων πολιτών.[1] Υπονομεύοντας οριστικά κάθε κλασικιστική ιδέα πανανθρώπινης εμπειρίας του τραγικού, επανατοποθετώντας την τραγωδία στην ιδιαιτερότητα του αθηναϊκού 5ου αιώνα, η Ζάιτλιν (και όχι μόνον αυτή) περιέγραψε και ανέλυσε, μιλώντας για την Ορέστεια, την Εκάβη, τον Ιππόλυτο ή τις Θεσμοφοριάζουσες, τις αθηναϊκές (και δημοκρατικές) πολιτικές ιδιοποίησης των φαντασιακών γυναικείων χαρακτηριστικών, με σκοπό την θεμελίωση μίας αντρικής πολιτικής κοινότητας. Αλλά αυτό είναι προφανώς μια αντρική, όχι μια γυναικεία, ιστορία.

Και κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούσε η Παίητζ ντυ Μπουά να αναλύει τον μύθο των Αμαζόνων όχι ως ενθύμηση της μητριαρχικής κοινωνίας, αλλά ως πατριαρχικό μύθο της τερατωδίας που θα μπορούσε να είναι στην πραγματική ζωή η πολιτική συγκρότηση μιας ανεστραμμένης, δηλαδή γυναικείας, κοινωνίας. Ως μια ιστορία αρχαιοελληνικών αντρικών φόβων, και όχι ως τάχα γυναικεία προϊστορία.[2]

Και κατά τον ίδιο τρόπο, η Στέλλα Γεωργούδη μπορούσε να εντάξει σε έναν συλλογικό τόμο αφιερωμένο στην «ιστορία των γυναικών» ένα καθοριστικό κείμενο για έναν εντελώς σύγχρονο μύθο που βασάνισε ανέξοδα το γυναικείο κίνημα και τις γυναικείες σπουδές, τον μύθο που κατασκεύασε ο Μπαχόφεν για την υποτιθέμενη ιστορική φάση της μητριαρχίας.[3] Το «μητρικό δίκαιο» (das Mutterrecht), ο μύθος περί ενός πρωταρχικού σταδίου της ιστορίας της ανθρωπότητας είναι ίσως ο μόνος σύγχρονος μύθος που επενδύθηκε ιστορική αυθεντία (και απέκτησε μαρξιστικό κύρος χάρη στον Ένγκελς και το ατυχέστερο βιβλίο του, την Καταγωγή της οικογένειας). Όπως όλοι οι κατασκευασμένοι μύθοι, ο μύθος της μητριαρχίας στηρίχτηκε στην απλοϊκή σύγκρουση δύο «θεμελιωδών» στοιχείων: της θηλύτητας με τα γαιώδη παθητικά χαρακτηριστικά του δοχείου που εγκυμονεί, και της αρρενωπότητας με τα ενεργητικά χαρακτηριστικά του σπέρματος που γονιμοποιεί. Μέσα στην ανιστορική κατασκευή του Μπαχόφεν, η μητριαρχία είναι επενδυμένη με όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά τής εκτός πολιτισμού θηλύτητας, ενώ η ανατροπή της από την πατριαρχία αποτελεί την έναρξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Αλλά είτε ως ερμηνεία της αρχαίας ιστορίας και κάποιων άκρως μισογυνικών αρχαιοελληνικών κειμένων, είτε ως σύγχρονη ιδεολογική ενίσχυση της ενδυναμωμένης πατριαρχίας του αστικού 19ου αιώνα, η «μητριαρχία» αποδεικνύεται μια αντρική, και όχι μια γυναικεία ιστορία.

Αυτά τα λαμπρά παραδείγματα γυναικών αρχαιοελληνιστριών (που δεν ήταν ούτε τα μόνα ούτε απομονωμένα, αντιθέτως ήταν πολλά και ενταγμένα πλήρως στην ακαδημαϊκή κανονικότητα, τουλάχιστον σε διανοητικά ευνομούμενες χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία και οι ΗΠΑ) αρκούσαν στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 για να πείσουν κάποιες νέες ιστορικούς της αρχαιότητας, όπως η υπογράφουσα, ότι οι «γυναικείες σπουδές» ήταν καταδικασμένες να επιβεβαιώσουν τη γυναικεία μίζερη θέση μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, παραμένοντας περιθωριακές μέσα στο κύριο σώμα της έρευνας και της συγγραφής της ιστορικής επιστήμης.

Το 1996 η Λορώ εξέδωσε το Γεννημένος από τη Γη, με θέμα τον αθηναϊκό μύθο της αυτοχθονίας και τη χρήση του στη συγκρότηση της πολιτικής ταυτότητας της αθηναϊκής δημοκρατίας.[4] Το εγκεφαλικό την είχε ήδη ακινητοποιήσει και της είχε ήδη στερήσει τον προφορικό λόγο. Στο σύντομο προλογικό της σημείωμα, έγραψε: «Γεννημένος από τη Γη. Οι Αθηναίοι ήταν, ή, τουλάχιστον το πίστευαν. Πριν να το νιώσω στο κορμί μου, αμφέβαλλα. Τώρα το ξέρω στην καρδιά μου».

Μερικές φορές χρειάζεται ένας σωματικός συγκλονισμός για να ταραχτούν οι διανοητικές μας βεβαιότητες, κυρίως όταν αυτές έχουν να κάνουν με την (πολύ ορθή, όταν δεν είναι δόγμα και αγκύλωση) πεποίθηση πως ο άνθρωπος (άρα και η γυναίκα) είναι καταρχήν προϊόντα του πολιτισμού και δευτερευόντως προϊόντα της φύσης τους. Ή της Φύσης.

Έζησα αυτόν τον σωματικό συγκλονισμό όταν γέννησα. Η απόλυτη μοναξιά και η αλλοτρίωση της μητρότητας όπως τη ζουν οι γυναίκες στις δικές μας κοινωνίες, μου έδειξε ότι η γυναικεία εμπειρία δεν είναι α-ιστορική. Ότι η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και ο θηλασμός (μα γιατί ηχούν αυτές οι λέξεις ακόμα σαν παράταιρες σε ένα «λόγιο» κείμενο, σαν ντροπιαστικές σχεδόν;) δεν συνιστούν α-χρονικές εμπειρίες ενός πληθυσμού που ούτε αυτός ούτε οι εμπειρίες του δεν έχουν θέση στην επίσημη πορεία της ιστορίας και της συγγραφής της. Και ότι γυναίκες ιστορικοί σαν την Γκέρντα Λέρνερ, που επέμεναν πως οι ιστορικές γυναικείες εμπειρίες αποτελούσαν μείζονα προσφορά των γυναικών στην ανθρώπινη ιστορία, πως η ίδια η έννοια της «κανονικής» ιστορίας έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί, είχαν περισσότερο δίκιο απ’ όσο ήθελα να πιστεύω.

Ακόμα κι αν διαφωνώ, όπως και οι περισσότεροι ιστορικοί της αρχαιότητας, με την απόπειρα της Λέρνερ να χρονολογήσει την ιστορική «έναρξη» της πατριαρχίας, η διαφωνία αυτή είναι απολύτως επουσιώδης σε σχέση με την πραγματικότητα της σημασίας της γυναικείας ιστορίας. Αλλά αυτό το κείμενο δεν μπορεί παρά να είναι ένας πρόλογος στην αποτίμηση αυτού που μας ανάγκασε –ευτυχώς– να αποδεχτούμε η Γκέρντα Λέρνερ.

Η Έλενα Πατρικίου είναι σκηνοθέτρια και ιστορικός.

[1] Froma Zeitlin, Playing the Other. Gender and Society in Classical Greek Literature, The University of Chicago Press, 1996.
[2] Page du Bois, Centaurs and Amazons, The University of Michigan Press, 1994.
[3] Stella Georgoudi, «Bachofen, le matriarcat, et le monde antique. Réflexions sur la création d’un mythe», Histoire des femmes, τόμ. 1: L’antiquité, ed. Pauline Schmitt Pantel, Plon, 1991.
[4] Nicole Loraux, Né de la Terre. Mythe et politique à Athènes, Seuil, 1996.

Πηγή: Ενθέματα