Εκατόν ένα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την γέννηση του μεγάλου λαϊκού μας συνθέτη Μανώλη Χιώτη, αλλά και πενήντα δύο από το θάνατό ανήμερα των γενεθλίων του.

Ads

Ο Μανώλης Χιώτης, από τη γέννησή του ακόμα καταφέρνει να  συνδυάσει διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές, συνθέτοντας μέσα από αυτές το δικό του μουσικό και προσωπικό χαρακτήρα. Γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου 1920, από πατέρα Πειραιώτη και μητέρα Ναυπλιώτισσα και παρότι ο πρώτος είναι “βαρύς μάγκας” της εποχής, αυτός, μεγαλώνει σαν αρχοντόπουλο λόγω της δυναμικής και αριστοκρατικής μητέρας του. Ο ετερογενής αυτός συνδυασμός, μάγκα και αριστοκράτη,  χαρακτηρίζει και  τον ίδιο σε όλη την μετέπειτα πορεία του.

Στα τέλη της δεκαετίας του 30 έρχεται στην Αθήνα, όπου γρήγορα ξεχωρίζει παίζοντας αρχικά κιθάρα στην ορχήστρα του Γιάννη Μπέζου “Άσπρα πουλιά” ορχήστρες, μετά συνθέτοντας δικά του τραγούδια και στη συνέχεια παίζοντας μπουζούκι. Ο ίδιος, δεν είναι απλός χειριστής οργάνων, αλλά του αρέσει να πειραματίζεται πάνω σε αυτά, πολλές φορές “πειράζοντας” την αρχιτεκτονική και την ακουστική τους. Μετατρέπει το μέχρι τότε τρίχορδο μπουζούκι σε τετράχορδο, του προσθέτει για πρώτη φορά ενισχυτή, ενώ είναι και ο πρώτος που χρησιμοποιεί στο παίξιμό του και τα τέσσερα ή και τα πέντε δάκτυλα.

Έτσι, καταφέρνει να βγάλει το παρεξηγημένο όργανο από τα κουτούκια, βάζοντας το στα σαλόνια και στη συνέχεια  μετατρέποντας το σε μεγάλη τέχνη, παίζοντας σαν σολίστας σε  κορυφαία μουσικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη : “Επιτάφιος”, “Λιποτάχτες”, “Αρχιπέλαγος” κλπ. Τη δεκαετία του 60 βρίσκεται στην Αμερική όπου παίζει στα γενέθλια του τότε Αμερικανού πρόεδρου Τζόνσον, ενώ μαγεύει ακόμα και τον μύθο Τζίμι Χέντριξ, ο οποίος χαρακτηρίζει τον Χιώτη ως καλύτερο κιθαρίστα στο κόσμο.

Στην προσωπική του ζωή είναι και εκεί ανατρεπτικός. Παντρεύεται τρεις φορές, την πρώτη γυναίκα του Ζωή Νάχη την απαγάγει όταν αυτή είναι 14 ετών κάνοντας μαζί της δύο παιδιά, τη δεύτερη Μαίρη Λίντα -με την οποία κάνουν μαζί τεράστιες επιτυχίες – τη γνωρίζει όταν είναι και αυτή ανήλικη μένοντας  μαζί μέχρι το 1966, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζει με την Μπέμπα Κυριακίδου.

Ads

Στα μέσα Μαρτίου του 1970, μια παρέα τριών φίλων πλησιάζει τις φυλακές Ωρωπού στις οποίες βρίσκονται πολιτικοί κρατούμενοι μεταξύ των οποίων και ο Μίκης Θεοδωράκης, τραγουδώντας το “Ροδόσταμο”, ενώ ανάμεσά τους ξεχωρίζει το θεϊκό παίξιμο ενός μπουζουκιού. Οι κρατούμενοι συγκεντρώνονται στα κάγκελα της φυλακής, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης ξεχωρίζει μέσα στους τρεις αιφνίδιους επισκέπτες τον Μανώλη Χιώτη με το μπουζούκι του.  Ας αφήσουμε όμως τον κορυφαίο μας συνθέτη να μιλήσει για την απρόβλεπτη αυτή τελευταία του αποχαιρετιστήρια συνάντηση με τον Μανώλη Χιώτη :  

“Εκείνο που μου έκανε εντύπωση, μάλλον πρέπει να πω ότι με έκανε ν’ ανατριχιάσω, ήταν ο τρόπος με τον οποίον βάδιζαν και τραγουδούσαν. Αν έλεγα ότι μου θύμιζαν μια επίσημη πομπή, δεν θα με πιστεύατε. Αυτό όμως που μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω, ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι εκτελούσαν μια πράξη ιερατική. Δεν είπα τίποτα, αλλά κατά βάθος με συγκίνησε αφάνταστα ότι ο Μανώλης Χιώτης με θυμήθηκε μετά από τόσα χρόνια και είχε την ευγένεια, την καλοσύνη και το θάρρος να μου προσφέρει αυτή τη μεγάλη χαρά στις δύσκολες μέρες που περνούσα. Την άλλη μέρα, καθώς άκουσα κάποιον που κρατούσε μια εφημερίδα να μου φωνάζει “Μίκη…”, πριν πει τίποτα άλλο, κατάλαβα. Με πλησίασε και μου διάβασε :“Χθες το απόγευμα απεβίωσε ο Μανώλης Χιώτης από καρδιακό επεισόδιο, μετά από επίσκεψη του στον Ωρωπό”.

Ο ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού Κωστής Χατζηδουλής αναφέρει ότι μετά τον μυστηριακό μουσικό περίπατο στις φυλακές Ωρωπού συλλαμβάνεται και βασανίζεται, κάτι που οδηγεί στον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία μόλις 49 ετών. Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι το τελευταίο τραγούδι που γράφει ο μεγάλος βιρτουόζος, και κυκλοφορεί μετά τον θάνατό του, λέγεται “Θα κάνω ότι πέθανα” και έχει τους παρακάτω, ανατριχιαστικά προφητικούς στίχους :

Θα κάνω ότι πέθανα
να δω ποιοι μ’ αγαπούνε
ποιοι θάρθουν να με κλάψουνε
και πόσοι θα χαρούνε
θα κάνω ότι πέθανα
να δω ποιοι μ’ αγαπούνε.

Τότε θα δω αγάπη μου
κι εσύ αν θα πονέσεις
τότε θα δω αν μ’ αγαπάς
και μαύρα θα φορέσεις.

Θα κάνω ότι πέθανα
εκεί το πάει ο νους μου
θα δω ποιους έχω φίλους μου
να μάθω τους εχθρούς μου
θα κάνω ότι πέθανα
εκεί το πάει ο νους μου.

image

image
Εκτός από βιρτουόζος του μπουζουκιού ήταν αυτοσχέδιος δημιουργός νέων μουσικών ήχων, μετατρέποντας λαϊκά  όργανα. Εδώ, με μία από τις δημιουργίες του.

image
Ο γάμος του με τη Μαίρη Λίντα στις 23 Απριλίου 1959. Δεξιά η Ρένα Βλαχοπούλου, αριστερά οι Τάσος Γιαννόπουλος και Μπέτυ Μοσχονά.

image
Μανώλης Χιώτης – Μίκης Θεοδωράκης. Μαζί μέχρι το τέλος…

image
Εφημερίδα της εποχής γράφει για τον αιφνίδιο θάνατό του :“Πήρε το μπουζούκι από το υπόγειο, από την ταβέρνα από τη μπόχα του υποκόσμου και το ανέβασε στα σαλόνια”.