Στις 23 Ιουλίου του 2011 σώπασε για πάντα μια από τις ωραιότερες φωνές των τελευταίων δεκαετιών, αυτή της Έιμι Γουάινχαουζ, που άφησε την τέχνη της μουσικής φτωχότερη. Γνωστή για τα δυναμικά της φωνητικά και την εκλεκτική μίξη διάφορων μουσικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων της σόουλ, τζαζ και Rhythm n Blues μουσικής σκηνής, η Έιμι βρέθηκε νεκρή στις 23 Ιουλίου 2011 στο σπίτι της στο Λονδίνο, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Αιτία του θανάτου σύμφωνα με τους ιατροδικαστές ήταν υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μετά από περίοδο αποτοξίνωσης.

Ads

Στη σύντομη ζωή της κατάφερε να καταξιωθεί και να κερδίσει πολλά βραβεία, ενώ έχει αναγνωριστεί ως επιρροή για την ανάπτυξη της καριέρας πολλών γυναικών καλλιτεχνών της σόουλ μουσικής, καθώς και για την ανανέωση της Βρετανικής μουσικής. Ωστόσο, πάλευε για χρόνια με την κατάθλιψη και υπέφερε από χρήσεις ουσιών και αλκοόλ.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή του Σάουθγκεϊτ του Βόρειου Λονδίνου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1983 σε οικογένεια Εβραίων, με ρωσική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της, η οποία άσκησε επιρροή στο ενδιαφέρον της για τη τζαζ. Ο πατέρας της Μίτσελ (Μιτς) Γουάινχαουζ, συνήθιζε να τραγουδάει συχνά τραγούδια του Φρανκ Σινάτρα στη μικρή Έιμι, η οποία επίσης υιοθέτησε αυτή τη συνήθεια. Οι γονείς της χώρισαν όταν η Έιμι ήταν εννέα ετών.

Στη συνέχεια η γιαγιά της, πρότεινε να στείλει την Έιμι στη θεατρική σχολή Susi Earnshaw Theatre School για περισσότερη εξάσκηση. Στην ηλικία των δέκα, η Γουάινχαουζ δημιούργησε το μικρό συγκρότημα Σουίτ εν Σόουρ (Sweet ‘n’ Sour) με την παιδική της φίλη Τζούλιετ Άσμπι.

Ads

Η Γουάινχαουζ απέκτησε την πρώτη της κιθάρα όταν ήταν δεκατριών, και άρχισε να γράφει μουσική ένα χρόνο μετά. Η μεγάλη αγάπη της Έιμι ήταν τα κοριτσίστικα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960. Αργότερα μάλιστα, ο στυλίστας της Άλεξ Φόρντεν της υιοθέτησε το «άμεσα αναγνωρισμένο» χτένισμα «σφηκοφωλιά» καθώς και το μακιγιάζ σε στιλ Κλεοπάτρα από το συγκρότημα The Ronettes.

Δισκογραφία

Το πρώτο της άλμπουμ, Frank, κυκλοφόρησε στις 20 Οκτωβρίου 2003. Το άλμπουμ ήταν μια παραγωγή κυρίως του Σαλαάμ Ρέμι και πολλά τραγούδια είχαν επηρεαστεί από την τζαζ και, εκτός από δύο διασκευές, κάθε τραγούδι είχε γραφτεί και από την ίδια την Έιμι. Το άλμπουμ έλαβε θετικές κριτικές και έφερε συγκρίσεις της φωνής τής Γουάινχαουζ με τις φωνές των Σάρα Βον, Μέσι Γκρέι και άλλων.

Σημειώνεται ωστόσο ότι η ίδια δεν ήταν ικανοποιημένη με την προώθηση του δίσκου της.  Σε συνέντευξή της το 2004 δήλωσε: «Υπάρχουν στιγμές πολύ πικρές με αυτόν τον δίσκο. Ποτέ μου δεν τον άκουσα ολόκληρο και δεν τον έχω καν στο σπίτι μου. Το marketing ήταν τόσο μπερδεμένο και η προώθησή του αισχρή. Είναι απογοητευτικό να νιώθεις ότι δουλεύεις με καλούς αλλά ηλίθιους ανθρώπους».

Το επόμενο άλμπουμ της Back To Black, που κυκλοφόρησε το 2006, προτάθηκε για έξι υποψηφιότητες των βραβείων Γκράμι και κέρδισε πέντε βραβεία, κατακτώντας το ρεκόρ για τις περισσότερες νίκες από γυναίκα καλλιτέχνιδα σε μία βραδιά, και κάνοντας έτσι την Γουάινχαουζ την πρώτη Βρετανίδα καλλιτέχνιδα η οποία κέρδισε πέντε βραβεία Γκράμι, συμπεριλαμβανομένων τριών βραβείων της κατηγορίας Μπιγκ Φορ (Big Four, μουσικός όρος για τα τέσσερα πιο σημαντικά βραβεία Γκράμι: βραβείο για τον Δίσκο Της Χρονιάς, βραβείο για την Ερμηνεία Της Χρονιάς, βραβείο για τον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Καλλιτέχνη και βραβείο για το Τραγούδι Της Χρονιάς).

Στις 14 Φεβρουαρίου 2007, κέρδισε ένα βραβείο Μπριτ, αυτό της Καλύτερης Βρετανίδας Γυναίκας Καλλιτέχνιδας, ενώ είχε προταθεί επίσης για το βραβείο Καλύτερου Βρετανικού Άλμπουμ. Έχει κερδίσει τρεις φορές το βραβείο Ίβορ Νοβέλλο, μία φορά το 2004 για το Καλύτερο Εναλλακτικό Τραγούδι (σε μουσική και στίχους) για το τραγούδι Stronger Than Me, μία φορά το 2007 για το Καλύτερο Εναλλακτικό Τραγούδι για το τραγούδι Rehab, και μία φορά το 2008 για το Καλύτερο Τραγούδι (σε στίχους και μουσική) για το τραγούδι Love Is A Losing Game, μεταξύ άλλων σημαντικών διακρίσεων.

Οι εξαρτήσεις, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά

H Έιμι Γουάινχαουζ επί χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα με τις ναρκωτικές ουσίες, ενώ σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό της έπασχε από βουλιμία.

Μιλώντας για τη μάχη της τραγουδίστριας με τις εξαρτήσεις, ο φίλος της Τάιλερ Τζέιμς είχε αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξη: «Δεν ανησυχούσε για υποτροπή σε σκληρά ναρκωτικά. Αλλά, δεν ήθελε να σταματήσει το αλκοόλ. Αναπόφευκτα, δεν μπορούσε να μείνει μακριά από το Λονδίνο. Θυμάμαι την ημέρα που μετακομίσαμε σε αυτό το όμορφο λευκό αρχοντικό στο Camden Square με ένα στούντιο και ένα γυμναστήριο στον κάτω όροφο, και ένα vintage jukebox γεμάτο από βινύλια του 1950 και του 1960. Αυτή ήταν η νέα της αρχή. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά»… μάταια όμως γιατι η μάχη της ήταν … άνιση!

Η μαύρη τρύπα στην καρδιά της Έιμι ήταν η «έλλειψη» του πατέρα της. «Το διαζύγιο των γονιών της ήταν η μεγαλύτερη συναισθηματική της τρύπα.  Ο πατέρας της είχε απατήσει τη μητέρα της και είχαν χωρίσει. Στα 12 της έπινε και κάπνιζε χόρτο και στα 14 της έπαιρνε αντικαταθλιπτικά. Σε τόσο μικρή ηλικία έμαθε ότι με τη χημεία φτιάχνεις τα προβλήματα στο κεφάλι σου.

Δεν ήθελε ποτέ να γίνει διάσημη. Ήθελε να κάνει οικογένεια και να γίνει τραγουδίστρια της τζαζ. Το μόνο που αποζητούσε ήταν η κανονικότητα. Πάντα μου έλεγε: Η διασημότητα είναι καρκίνος στο τελικό στάδιο, δεν θα το ευχόμουν σε κανέναν».

Ο στενός φίλος της τραγουδίστριας τονίζει πώς όταν έπινε γινόταν ένα διαφορετικό άτομο. «Έπινε και ήταν σε άρνηση. Έπινε μπουκάλια βότκα προσπαθώντας να λιποθυμήσει. Όταν φτάνεις σε τέτοιο επίπεδο αλκοολισμού γίνεσαι κάποιος άλλος. Ήταν σαν να είναι δαιμονισμένη. Αποκαλούσα αυτό το άτομο “Η Άλλη Έιμι” και το μισούσα. Με ξυπνούσε στις τρεις το πρωί. Φώναζε το όνομα μου με τη χαρακτηριστική της φωνή: Τάαααιλα.

Δεν μπορείς να πεις σε έναν εθισμένο τι να κάνει αλλά τελικά και ο ίδιος δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του. Η Έιμι δεν ήθελε να πάει στην αποτοξίνωση γιατί ουσιαστικά δεν πίστευε ότι είναι αλκοολική. Όσες φορές πήγε στην κλινική τελικά διαμόρφωνε την κατάσταση όπως ήθελε. Θυμάμαι να πηγαίνουμε σε παμπ και να πίνουμε και μετά να επιστρέφει στην κλινική».

Μέχρι και τις αρχές του 2011, έκανε κάποιες συναυλίες σε διάφορες χώρες οι οποίες όμως δεν ήταν άκρως επιτυχημένες κυρίως λόγω της κακής ποιότητας που είχε η ίδια στη φωνή και την εμφάνισή της. Το αποκορύφωμα ήταν η συναυλία του Βελιγραδίου στις 18 Ιουνίου 2011 κατά τη διάρκεια της οποίας η ίδια βρισκόταν σε πλήρης μέθη ξεχνώντας το όνομα της πόλης, τους στίχους των τραγουδιών της και τα ονόματα των μουσικών της.

Η Έιμι Γουάινχαουζ επρόκειτο να τραγουδήσει ζωντανά, για πρώτη φορά στην Αθήνα, στα πλαίσια του Ejekt Festival εκείνο το καλοκαίρι, στις 22 Ιουνίου 2011, αλλά ακύρωσε αυτή και τις υπόλοιπες δέκα εμφανίσεις της. Η Έιμι ζήτησε συγγνώμη από τους θαυμαστές της, καθώς, είπε χαρακτηριστικά, αυτό ήταν το καλύτερο που έπρεπε να κάνει.

Ο θάνατος

Ο πρώτος που αντιλήφθηκε τον θάνατό της ήταν ο σωματοφύλακάς της ο οποίος ήταν συνέχεια μαζί της εκείνη τη μέρα. Ο σωματοφύλακας ανέφερε ότι έφτασε στο σπίτι της τρεις μέρες πριν τον θάνατό της και ότι είχε την αίσθηση πως η Γουάινχαουζ ήταν μεθυσμένη. Παρατήρησε ότι η Γουάινχαουζ έκανε μια μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μέσα στις μέρες που ακολούθησαν. Παρατήρησε ότι η Γουάινχαουζ «γελούσε, άκουγε μουσική και έβλεπε τηλεόραση στις 2 τα ξημερώματα την ημέρα του θανάτου της». Σύμφωνα με τον σωματοφύλακα, στις 10πμ βρήκε την Γουάινχαουζ να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και προσπάθησε ανεπιτυχώς να την ξυπνήσει. Αυτό δεν του προκάλεσε υποψίες επειδή η ίδια κοιμόταν αργά μετά από μια έξοδο το προηγούμενο βράδυ. Σύμφωνα πάλι με τον σωματοφύλακα, λίγο μετά τις 3μμ, έλεγξε πάλι πού βρισκόταν και την είδε να είναι ξαπλωμένη στην ίδια θέση όπως την προηγούμενη φορά. Έκανε έναν περαιτέρω έλεγχο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ανέπνεε και δεν είχε σφυγμό. Ανέφερε ότι κάλεσε αμέσως την άμεση δράση.

Στις 3:54 μ.μ. ώρα Βρετανίας της 23ης Ιουλίου 2011, δύο ασθενοφόρα κλήθηκαν στην οικία της τραγουδίστριας, στο Κάμντεν του Λονδίνου. Επιβεβαιώθηκε λίγο αργότερα ο θάνατός της από την Σκότλαντ Γιαρντ. Οι πραγματογνώμονες μπήκαν στο σπίτι της Γουάινχαουζ και αμέσως μετά η αστυνομία έκλεισε τον δρόμο. Βρέθηκαν ένα μικρό και δυο μεγάλα μπουκάλια βότκας στο δωμάτιό της.

Η αστυνομία ανέφερε ότι τα αίτια του θανάτου της Γουάινχαουζ ήταν ανεξήγητα. Η νεκροψία έγινε στις 25 Ιουλίου 2011 με τα αποτελέσματά της να είναι ατελή και να μην μπορούν να στοιχειοθετήσουν την αιτία του θανάτου της. Στις 26 Οκτωβρίου 2011, η ιατροδικαστική έρευνα έδειξε ότι η Γουάινχαουζ πέθανε από υπερβολική δόση αλκοόλ. Σύμφωνα με αυτήν, η περιεκτικότητα του αλκοόλ που βρέθηκε στο αίμα της Γουάνχαουζ ήταν 416 mg ανά 100 ml (0,416%) κατά τον χρόνο του θανάτου της, πέντε φορές περισσότερη από το νόμιμο όριο κατανάλωσης αλκοόλ.

Η φωνή της Έιμι μπορεί να σίγασε για πάντα, αλλά τα τραγούδια της ιέρειας της σόουλ θα μας συντροφέφουν για πάντα, εμπνέοντας της νεότερες γενιές.