Το Σάββατο έγινε γνωστό ότι ένας 67χρονος μελισσοκόμος από την Φθιώτιδα υπέκυψε στα εγκαύματά του. Τα είχε υποστεί στις 26 Ιουλίου, όταν είχε πάει να σώσει τα μελίσσια του από την φωτιά στην Τιθορέα. Είναι ο έκτος άνθρωπος που χάνει τη ζωή του από τις μεγάλες πυρκαγιές του περασμένου Ιουλίου.

Ads

Είχαν προηγηθεί οι αξιωματικοί της Πολεμικής Αεροπορίας, ο 34χρονος σμηναγός Χρήστος Μουλάς και ο 27χρονος υποσμηναγός Περικλής Στεφανίδης, που σκοτώθηκαν με την πτώση του Canadair έξω από την Κάρυστο, στην Εύβοια.

Την ίδια ημέρα, σε μια πλαγιά πάνω από το σημείο που είχε πέσει το Canadair είχε βρεθεί απανθρακωμένος ο 38χρονος κτηνοτρόφος Παναγιώτης Βερούχης. Μόλις ξέσπασε η φωτιά, χτύπησε την καμπάνα για να ειδοποιήσει το χωριό και τράβηξε πάνω για να σώσει το κοπάδι του. Εκεί τον βρήκαν οι φλόγες.

Ένας δεύτερος βοσκός έχασε τη ζωή του στα πύρινα μέτωπα της Μαγνησίας, στις 26 Ιουλίου. 45 ετών εκείνος, από τον Άγιο Γεώργιο Φερών. Βλέποντας τις φλόγες να πλησιάζουν, πήγε κι εκείνος να σώσει τα ζώα του αλλά τον κύκλωσαν οι φωτιές. Την ίδια ημέρα, απανθρακωμένη βρέθηκε επίσης στην Μαγνησία, στην περιοχή Χοροστάσι, μια άτυχη γυναίκα, δίπλα στο τροχόσπιτό της.

Ads

Έξι νεκροί λοιπόν, ο τραγικός απολογισμός, κι όμως λίγη κουβέντα γίνεται γι’ αυτούς. Όχι μόνο στα κανάλια, όπου εκεί ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Ακόμα και στα site, ή στα κοινωνικά δίκτυα όπου η παρουσία πολιτών και δημοσιογράφων με κοινωνική ματιά είναι σαφώς
ισχυρότερη. Δεν είναι περίεργο;

Προσπαθώ να ερμηνεύσω αυτή τη σιωπή για τους νεκρούς των πυρκαγιών. Μπορεί να ακουστεί μακάβριο και ασεβές προς τους νεκρούς και τους οικείους τους – ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη αν διαβάζουν αυτές τις γραμμές – αλλά ίσως στη συλλογική συνείδηση, οι 5 ή 6
ανθρώπινες απώλειες μπορεί να μοιάζουν ένας απολογισμός ανακουφιστικός σε σχέση με τα 500.000 στρέμματα που έγιναν στάχτη στην χώρα κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου.

Με τόσο μεγάλες εκτάσεις καμένες και βόμβες να σκάνε έξω από την Αγχίαλο, είναι αλήθεια πως από τύχη δεν σκοτώθηκαν περισσότεροι άνθρωποι. Κανένας μάλιστα στην Ρόδο, που καιγόταν επί 12 ημέρες.

Μια άλλη ιδέα είναι πως ενδόμυχα, στον κάθε έναν και την καθεμιά, γίνεται μια σύγκριση με το Μάτι. Οι 103 άνθρωποι που κάηκαν εκεί, η απόλυτη αποτυχία του κρατικού μηχανισμού να σώσει τον κόσμο, έχουν βάλει τον πήχη στην διαχείριση των πυρκαγιών τόσο χαμηλά που
μονοί αριθμοί απωλειών σε ανθρώπινες ζωές δύσκολα μπορούν να σοκάρουν. Μετά το Μάτι, οι μαζικές εκκενώσεις οικισμών, όσο κι αν στην ουσία τους φανερώνουν την ελάχιστη πρόοδο που έχει γίνει σε επίπεδο πρόληψης, εύκολα γίνονται συλλογικά αποδεκτές με το σχόλιο
«τουλάχιστον να σωθούν οι άνθρωποι».

Υπάρχει και κάτι ακόμα. Εκτός από τη γυναίκα που βρέθηκε κοντά στο τροχόσπιτο στη Μαγνησία, οι πέντε άνθρωποι πέθαναν πάνω σε μία κίνηση καθήκοντος. Είχαν κατά κάποιο τρόπο συναίσθηση ότι ρισκάρουν την ζωή τους, είτε για να σβήσουν τη φωτιά στην περίπτωση των
δύο αξιωματικών της Πολεμικής Αεροπορίας, είτε για να σώσουν τα ζωντανά τους, το βιος τους.

Γνώριζαν τον κίνδυνο και όμως προχώρησαν. Μόνο η γυναίκα στο τροχόσπιτο μοιάζει να βρήκε τον θάνατο με τρόπο που παραπέμπει στην τραγωδία του Ματιού. Χωρίς να ξέρει πού να πάει, την βρήκε η φωτιά και βρέθηκε απανθρακωμένη. Σε μια κοινωνία που ζει και ψηφίζει με χαμηλές προσδοκίες, ο απολογισμός των έξι νεκρών σε 15 ημέρες που κάηκε η Ελλάδα είναι ένας ανεκτός, μέσα σε πολλά εισαγωγικά, καλός απολογισμός.

Οι έξι αυτοί άνθρωποι όμως, είχαν οικογένειες, συντρόφους, αγέννητα παιδιά και ζωές που θα ήθελαν να ζήσουν. Για κάθε έναν, οι δικοί τους πονούν.

Εμείς ως συμπολίτες, έχουμε χρέος να τους μνημονεύουμε και η ελληνική Πολιτεία να φροντίσει ώστε στην επόμενη φωτιά να καούν πολύ λιγότερα στρέμματα, λιγότερα ζώα, κανένας άνθρωπος.