«Ελήφθη μια πολύ σημαντική απόφαση» – δήλωσε ο υπουργός Παιδείας Ανδρέας Λοβέρδος εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου – «να απελευθερώσουμε από την ενιαία αρχή πληρωμών τα ερευνητικά κέντρα του ιδιωτικού δικαίου, τα ινστιτούτα, τους ειδικούς λογαριασμούς των πανεπιστημίων, των ΤΕΙ και των ερευνητικών κέντρων που ανήκουν στο δημόσιο». Πρόσθεσε επίσης ότι «πλάι στο δυσμενές μέτρο της περικοπής των χρηματοδοτήσεων, που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει να ιδρύονται νέα πανεπιστήμια, προσθέτουμε τη δυνατότητα να μπορούν νααυτοχρηματοδοτούνται απευθυνόμενα είτε σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε στην ιδιωτική πρωτοβουλία».

Ads

Το προεδρείο της Συνόδου των Πρυτάνεων (δια του κ. Μυλόπουλου) θεώρησε το μέτρο θετικό. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και ΤΟ ΒΗΜΑ πανηγύρισαν «το άνοιγμα στην αγορά». Αντιθέτως, Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ των Συντακτών, Η ΑΥΓΗ και ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ κατήγγειλαν τα σχέδια του Υπουργείου. Αν όμως διαβάσει κανείς προσεκτικά τα αντίστοιχα κείμενα, υπέρ και κατά, ένα είναι σαφές: η ασάφειά τους.

Το θέμα έχει ενδιαφέρον, όχι μόνο ή κυρίως για τους πανεπιστημιακούς, αλλά για να καταλάβει και ο πιο αδαής το  «ιδεολογικό» σκέλος της μνημονιακής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι περισσότεροι Ειδικοί Λογαριασμοί (ΕΛΚΕ), δηλαδή οι υπηρεσίες που ευθύνονται για τη χρηματοδότηση ερευνητικών έργων και σχετικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που εκτελούνται στα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα της χώρας σύμφωνα με ΦΕΚ του 1996, ΔΕΝ έχουν μέχρι τώρα ενταχθεί στη Διαχειριστική Αρχή Πληρωμής. Και δεν έχουν ενταχθεί λόγω σοβαρών αντιδράσεων των διοικήσεών τους και όλης της πανεπιστημιακής κοινότητας που στηρίζονται σε ένα ακαταμάχητο επιχείρημα: σχεδόν το σύνολο των κονδυλίων που διαχειρίζονται αυτές οι υπηρεσίες προέρχονται από ανταγωνιστικά προγράμματα και εξωτερικές χρηματοδοτήσεις που έχει αποσπάσει το επιστημονικό προσωπικό κι όχι από έσοδα που προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η υπαγωγή τους λοιπόν στην Αρχή Πληρωμής, όχι μόνο θα δημιουργούσε περισσότερη γραφειοκρατία, αλλά και τον κίνδυνο απώλειας πόρων όταν γίνονται οι συνήθεις «μανούβρες» για να καλυφθούν ελλείμματα από το Υπουργείο Οικονομικών.

Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, για ποιο πράγμα μιλάει ο Υπουργός και τί ακριβώς επικροτεί ο κ. Μυλόπουλος; Εδώ είναι ο πρώτος αντικατοπτρισμός. Ο μεν Πρύτανης του ΑΠΘ αισθάνεται ικανοποιημένος γιατί ένα «εργαλείο» που μπορεί να βοηθήσει στην κάλυψη παγίων αναγκών του Πανεπιστημίου (από τις σημαντικές παρακρατήσεις που γίνονται στα ερευνητικά προγράμματα) παραμένει στην εργαλειοθήκη του. Ο δε Υπουργός κομπάζει γιατί νομίζει ότι δεν αντιλήφθηκε κανείς τον «χειρισμό α λα Χότζα» (βάζουμε έναν – έναν πολλούς γαιδάρους στο σπίτι, διαμαρτύρεται ο ιδιοκτήτης και μετά βγάζουμε κανα – δυο κι αρχίζει να αισθάνεται … άρχοντας). Με άλλα λόγια, ο ένας θεωρεί ότι αποφεύχθηκε το χειρότερο κι άλλος νομίζει ότι ο «κοπανιστός αέρας» που διακινεί θα συγκαλύψει το γεγονός ότι οι τακτικοί προϋπολογισμοί των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων όχι μόνο δεν αυξάνονται, αλλά μειώνονται από φέτος από 10 έως 30%!

Ads

Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο και στις δύο οπτικές γωνίες: και από τις δύο πλευρές γίνεται πλέον σαφές ότι χρειάζεται «ευελιξία» για να καλύπτονται πάγιες ανάγκες των ΑΕΙ και των Ερευνητικών Κέντρων από «άλλα έσοδα», τόσο «εσωτερικά» (με αναδιανομή) όσο και εξωτερικά. Κι εδώ είναι το πιο βασικό σημείο. Γιατί το Μνημόνιο μπορεί (τεχνικά) να τελειώνει, αλλά οι μνημονιακοί θεσμοί παραμένουν αλώβητοι. Αυτό πάει να πει ότι η υποχρηματοδότηση της έρευνας και της εκπαίδευσης γίνεται πλέον και επισήμως μη-χρηματοδότηση. Επομένως, να γιατί πανηγυρίζει ο καθεστωτικός τύπος: αν κοπεί περαιτέρω η δημόσια χρηματοδότηση είναι σαφές ότι οι παρακρατήσεις στα ερευνητικά προγράμματα δεν θα αρκέσουν. Και έτσι, θα γίνει πιεστική η ανάγκη διάθεσης ερευνητικών (ή και εκπαιδευτικών) προϊόντων στην αγορά.

Ποια αγορά θα μου πείτε. Όχι βέβαια τη βαριά βιομηχανία (που δεν διαθέτουμε), ούτε τους «επενδυτές», αλλά την αγορά των κορόιδων που θα αγοράσουν πακέτα «τεχνογνωσίας» και «έξυπνα προϊόντα» κατά την έννοια που αγοράζουν τώρα μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών με 6-14.000 ευρώ το κομμάτι. Οι αετονύχηδες των ΜΜΕ και οι αεριτζήδες καραδοκούν για να αδράξουν την ευκαιρία. Να δώσουν δηλαδή ένα στα Πανεπιστήμια και να βγάλουν δέκα από την εκμετάλλευση της «πιστοποίησης» των «άυλων» προϊόντων τους. Εδώ είναι η φενάκη, που πάει χέρι-χέρι με την «απελευθέρωση» των μεταπτυχιακών προγραμμάτων από το Υπουργείο που εξαγγέλθηκε την περασμένη βδομάδα.

Το είπαμε και πριν. Η κυβέρνηση δεν υλοποιεί απλώς τη μνημονιακή πολιτική, αλλά και ναρκοθετεί τον χώρο της εκπαίδευσης για να μην μπορέσει μια μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς να αλλάξει τα πράγματα πριν περάσει αρκετός (για το σύστημα) χρόνος. Πέραν όμως των θεσμικών εμποδίων, το πιο επικίνδυνο είναι το εξής: μέρα με την ημέρα οι πολίτες εθίζονται στην κοινωνική αδικία και το ανορθολογικό (όπως ας πούμε τη μη-χρηματοδότηση των ΑΕΙ ή των νοσοκομείων). Κι έτσι, μετά από λίγο, η οποιαδήποτε αλλαγή των δεδομένων σε αυτούς τους χώρους θα φαίνεται «βουνό». Η Αριστερά, εκτός από την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων με παράγοντες που κινούνται στην κεντρική πολιτική σκηνή,  οφείλει να δει και να αναγνωρίσει τον «ιδεολογικό πόλεμο» που κάνει η κυβέρνηση (και ο Δούρειος Ίππος που λέγεται Ποτάμι) στο πεδίο της κοινωνίας.

Το υπόδειγμα της Αγγλίας είναι ενδεικτικό, διότι δείχνει πώς απέκτησε κοινωνική νομιμοποίηση ο νεοφιλελευθερισμός. Για αυτό, τόσο ο κ. Μυλόπουλος όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να δώσουν ίσως λίγο περισσότερη προσοχή στη ρήση του κυνικού φιλοσόφου που αποτελεί και τον τίτλο του άρθρου:    «το κακό», λέει ο Αντισθένης, «είναι κακό, είτε φαίνεται είτε όχι». Κι ένα νέο που μας φέρνει ο κ. Λοβέρδος, ένας διαπρύσιος υποστηρικτής του Μνημονίου, δεν θα ήταν ποτέ για καλό.