«Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην περιοχή “Α”, η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Παλαιστινιακών Αρχών. Η είσοδος για τους Ισραηλινούς πολίτες είναι απαγορευμένη. Κίνδυνος για τη ζωή σας. H είσοδος είναι ενάντια στον ισραηλινό νόμο».

Ads

Αυτό το κείμενο είναι αναρτημένο σε εβραϊκά, αραβικά και αγγλικά και ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεξα όταν πλησίαζα τη Ραμάλα το απόγευμα της 14ης Σεπτεμβρίου, μετά από ένα πολύωρο κουραστικό ταξίδι, από το Αμμάν της Ιορδανίας. Είχα την τιμή να είμαι προσκεκλημένος της 12ης διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Παλαιστίνης, λόγω της πρόσφατης έκδοσης δύο βιβλίων μου στα αραβικά, η οποία διεξήχθη στην πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού κράτους.

Οι κάτοικοι της Ραμάλας είναι, κατά κάποιο τρόπο, αποκλεισμένοι. Μόνο το 15% του πληθυσμού έχει το δικαίωμα να μετακινηθεί-για παράδειγμα-στην Ιερουσαλήμ, απαιτείται ειδική άδεια την οποία διαθέτουν ελάχιστοι. Η λίστα των απαγορεύσεων είναι μεγάλη, όσο βρίσκεσαι εκεί, τόσο το αισθάνεσαι όλο και περισσότερο με όλες σου τις αισθήσεις. Δεν μπορείς να μην αγαπήσεις την Παλαιστίνη. Η ζεστασιά και η γλυκύτητα των ανθρώπων είναι μοναδική.

Οι μέρες που πέρασα εκεί είναι δύσκολο να περιγραφούν με λέξεις. Ατελείωτες βόλτες που ξεκινούσαν τα μεσάνυχτα και τελείωναν τις πρωινές ώρες, η Ραμάλα δεν κοιμάται ποτέ, καφέδες από πλανόδιους πωλητές, φαλάφελ, περπάτημα στους μικρούς λόφους της πόλης, από όπου αγαντεύαμε, απέναντι, τα κατεχόμενα εδάφη και συζητούσαμε με τους Παλαιστίνιους φίλους τα πάντα, ιστορίες των οικογένειών τους, τα μαρτύρια που έχουν περάσει, περιστατικά που το ένα ξεπερνάει το άλλο σε φαντασία και όλα αυτά με πολλά γέλια και διάθεση για ζωή.

Ads

Η Ραμάλα δεν είναι μια γραφική μονοδιάστατη πόλη, οι ατμόσφαιρες εναλλάσσονται, διαθέτει μερικά αξιοζήλευτα μπαρ με ροκ μουσική και μπίρες, όπου συγκεντρώνεται ένα μέρος του νεαρότερου πληθυσμού. Ένα πρωί με πήγαν βόλτα στην παλιά πόλη. Εκεί επικρατεί πανδαισία γεύσεων και εικόνων.

Μεγάλα καφενεία και γύρω από την χαρακτηριστική πλατεία με το μεγάλο γλυπτό που απεικονίζει τέσσερα λιοντάρια πολλοί φούρνοι με εκλεκτά εδέσματα, πίτες όλων των ειδών και σπάνιας νοστιμιάς προϊόντα με ζύμη. Πίνουμε λεμονάδα με μέντα, ενώ διπλα μας μια παρέα ηλικιωμένων καπνίζει ναργιλέ.

Μικροπωλητές πουλάνε κάθε λογής πράγματα, δεν υπάρχουν τα κλασικά καταστήματα με σουβενίρ, αλλά σε εκείνους τους πάγκους μπορεί να βρει κανείς τα πάντα.Είμαι ο μοναδικός Ευρωπαίος στην Έκθεση βιβλίου. Το κοινό είναι τόσο συγκινητικό, οι αναγνώστες δηλώνουν την αγάπη τους για την Ελλάδα, γύρω μου φωτογραφίες και κονκάρδες με τον Γιάσερ Αραφάτ και αφίσες με Παλαιστίνιους αγωνιστές που βρίσκονται χρόνια στις φυλακές. Τη μεθεπόμενη μέρα καταφθάνει μια αποστολή με συγγραφείς και ανθρώπους του βιβλίου από τη Γάζα.

“Πρέπει να έρθεις στη Γάζα!”, με προτρέπει μια νεαρή κοπέλα, “Είναι μια πόλη με μεγάλο ενδιαφέρον και έντονη ζωή”, μου δείχνει ένα project που έκανε μια ομάδα ζωγράφων από τη Γάζα, ζωγράφισαν το βομβαρδισμένο αεροδρόμιο της πόλης. Βρίσκομαι μόλις 60 χλμ από εκεί. Ωστόσο, η καλοσύνη αυτών των ανθρώπων και η μεγάλη επιθυμία τους για ζωή δε με αφήνει να αισθανθώ ούτε για μια στιγμή κάποιον κίνδυνο, η ζωή κυλάει με μια ξεχωριστή αρμονία, με τους δικούς της κανόνες. Η Έκθεση Βιβλίου την επόμενη μέρα είναι γεμάτη παιδιά, έχει στηθεί έξω απ’ τη μεγάλη είσοδο ένας ειδικός παιδότοπος, όπου γίνονται αναγνωσεις και παίζουν διάφορα παιχνίδια.

Το μυαλό μου έκανε αυτόνομες σκέψεις, ήταν αδύνατο να το αποφύγω, τι περιμένει αυτά τα παιδιά στο μέλλον; Μέσα σε ποιες συνθήκες θα ζήσουν, σε έναν τόπο που τίποτα δεν θεωρείται αυτονόητο. Οι μέρες περνούν και έχει έρθει η ώρα για το αντίο. Έχω κιόλας κάνει μερικούς φίλους εδώ, θεωρούν αυτονόητο ότι θα ξαναβρεθούμε πολύ σύντομα, ακόμη δεν έχω φύγει και η Παλαιστίνη ήδη μου λείπει.

Υπόσχομαι ότι θα γυρίσω, αποχαιρετιόμαστε, μα μέσα μου έχω μια κρυφή, μεγάλη επιθυμία. Την επόμενη φορά που θα επιστρέψω σε αυτόν τον αγαπημένο τόπο, ο φόβος και η αγωνία να έχουν εξαφανιστεί και το μόνο που θα αντικρίσω όταν πλησιάζω από μακριά να είναι τα ζεστά, εγκάρδιά τους χαμόγελα.

*Ο Δημήτρης Σωτάκης είναι Έλληνας συγγραφέας.