Το 1983 τρεις έφηβοι από την Βαλτιμόρη δεν μπόρεσαν να είναι στο σπίτι τους για να γιορτάσουν την Ημέρα των Ευχαριστιών με τις οικογένειές τους. Φέτος, σαν ο χρόνος να είχε παγώσει, οι τρεις μεσήλικες πια άντρες θα κάτσουν μαζί με τους δικούς τους στο τραπέζι προσπαθώντας να συνεχίσουν τη ζωή τους και να ξεχάσουν τριάντα έξι χρόνια που τους έκλεψαν κατηγορώντας τους για έναν φόνο που δεν έκαναν ποτέ.

Ads

Το μπουφάν

Το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου 1983, ο 14χρονος Ντεγουίτ Ντάκετ, έπεφτε νεκρός στο διάδρομο ενός δημόσιου γυμνάσιου σχολείου στη Βαλτιμόρη. Ο δράστης είχε σκοπό να κλέψει το μπλε γυαλιστερό μπουφάν που φορούσε από την ομάδα μπάσκετ του πανεπιστημίου της Τζορτζτάουν. Ήταν ο πρώτος φόνος σε δημόσιο σχολείο της πόλης και η κοινωνία ζητούσε άμεσα να βρεθεί ο ένοχος.

Νωρίς την ημέρα των Ευχαριστιών- στις 24 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς- η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι τριών Αφροαμερικάνων, των 16χρονων Άλφρεντ Τσέστνατ και Ράνσομ Γουάτκινς και του 17χρονου Άντριου Στιούαρτ. Οι τρεις τους κατηγορήθηκαν για τον φόνο και στο σπίτι του Τσέστνατ βρέθηκε ένα μπουφάν ίδιο με αυτό που φορούσε ο Ντάκετ. Και οι τρεις έλειπαν εκείνη την ημέρα από το σχολείο τους. Τα στοιχεία έμοιαζαν αδιάσειστα, η δίκη ξεκίνησε και μετά από τρεις ώρες διαβουλεύσεων οι ένορκοι αποφάσισαν: και οι τρεις ήταν ένοχοι. Αμέσως πήραν το δρόμο για την φυλακή καθώς ο δικαστής αποφάσισε να εκτίσουν ισόβια ποινή για δολοφονία πρώτου βαθμού. Η δικαιοσύνη έμοιαζε να έχει αποδοθεί, αλλά αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα.

Ads

Τα έκαναν όλα λάθος

Οι τρεις νεαροί δεν σταμάτησαν ποτέ από τη στιγμή της σύλληψής τους να δηλώνουν ότι είναι αθώοι. Όταν η αστυνομία βρήκε στο σπίτι του Τσέστνατ το μπλε μπουφάν, η μητέρα του τους έδειξε την απόδειξη αγοράς, ενώ ο πωλητής θυμόταν τη γυναίκα που το είχε αγοράσει λίγες μέρες πριν. Πάνω σε αυτό δεν βρέθηκε καμία κηλίδα αίματος ή ίχνη πυρίτιδας ούτε στοιχεία που να δείχνουν ότι το μπουφάν άνηκε κάποτε στον Ντάκετ. Ωστόσο, στη δίκη όλα αυτά αποσιωπήθηκαν και το μπουφάν παρουσιάστηκε ως αδιάσειστο στοιχείο που συνέδεε τους τρεις με τον φόνο. Τελικά ήταν αυτό που έπεισε τους ενόρκους για την ενοχή τους.

Το άλλο στοιχείο που δεν ακούστηκε ποτέ στη δίκη ήταν ότι οι περισσότεροι μάρτυρες όχι μόνο δεν είχαν δει τους τρεις μαθητές κοντά στο μέρος που έγινε ο φόνος, αλλά δεκάδες είχαν δει έναν άλλο νεαρό. Τουλάχιστον δύο άτομα είχαν καλέσει την αστυνομία και είχαν πει ότι ο 18χρονος Μάικλ Γουίλις ήταν ο δολοφόνος. Τουλάχιστον ένας μάρτυρας είχε αναγνωρίσει τον Γουίλις σε μια σειρά από φωτογραφίες υπόπτων. Ακόμα ένας είχε δει τον Γουίλις να φεύγει τρέχοντας από το γυμνάσιο κρατώντας ένα όπλο. Το ίδιο βράδυ μάρτυρες τον είδαν να φορά το ίδιο μπουφάν για το οποίο δολοφονήθηκε ο Ντάκετ. Λίγο αργότερα ένα αγόρι τον άκουσε να μαρτυρά ότι έκανε τον φόνο. Όλοι είχαν ενημερώσει την αστυνομία, αλλά η αστυνομία έμοιαζε κωφή. Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν δόθηκε ποτέ στους συνηγόρους υπεράσπισης των τριών αγοριών.

Η αστυνομία από την πρώτη στιγμή επέμενε ότι είχαν βρει τους ενόχους στο πρόσωπο των τριών αγοριών. Ο επικεφαλής ντεντέκτιβ της υπόθεσης, Ντόναλντ Κίνκνεϊντ υποστηρίζει ότι τρεις μαθήτριες τον είχαν προσεγγίσει στη σκηνή του εγκλήματος και του είχαν πει – χωρίς να τις εξαναγκάσει όπως τονίζει- ότι οι Τσέστνατ, Γουάτκινς και Στιούαρτ ήταν οι ένοχοι.

Οι τρεις εκείνη την ημέρα είχαν κάνει «κοπάνα» από τα μαθήματά τους στο Λύκειο και είχαν πάει στο παλιό τους σχολείο, στο Γυμνάσιο του Χάρλεμ Παρκ, όπου τριγύριζαν στους διαδρόμους βρίσκοντας φίλους και συγγενείς τους και μιλώντας με παλιούς καθηγητές τους. Όλοι παραδέχτηκαν ότι τους είχαν δει στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές να λένε ότι ήταν «απλώς ανώριμοι και ανόητοι, όχι εγκληματίες». Ακόμα και οι ίδιοι οι «ένοχοι» παραδέχτηκαν ότι ήταν στο σχολείο, αλλά πάντα υποστήριζαν ότι απλώς είχαν πάει να χαζέψουν, όχι να σκοτώσουν.

Ο ντεντέκτιβ Κίνκεϊντ έδειξε τις φωτογραφίες τους σε τρεις μάρτυρες του εγκλήματος δύο φορές και κανείς δεν τους αναγνώρισε ως δράστες. Το επόμενο διάστημα, η αστυνομία εμφανιζόταν συχνά στο σχολείο και έπαιρνε τους μάρτυρες για νέα ανάκριση. Σε καμία από τις ανακρίσεις δεν ήταν παρόντες οι γονείς των παιδιών όπως ορίζει ο νόμος για τους ανήλικες μάρτυρες. Συχνά μάλιστα τους ανέκριναν όλους μαζί και ο ντεντέκτιβ τους είχε πει «να φτιάξουν την ιστορία τους». Και αυτά τα στοιχεία δεν έγιναν ποτέ γνωστά κατά τη διάρκεια της δίκης.  Λίγο καιρό μετά από τις συνεχείς ανακρίσεις οι τρεις βασικοί ανήλικοι μάρτυρες αναγνώρισαν τους Τσέστνατ, Γουάτκινς και Στιούαρτ ως τους ανθρώπους που δολοφόνησαν τον Ντάκετ.

Οι συνήγοροι υπεράσπισης πίεζαν τις αρχές για στοιχεία που θα βοηθούσαν τους πελάτες τους να αποδείξουν την αθωότητά τους. Ωστόσο, ο τότε βοηθός εισαγγελέα Τζόναθαν Σουπ που είχε αναλάβει την υπόθεση δήλωσε στο δικαστήριο ότι η πολιτεία δεν είχε κανένα τέτοιο στοιχείο. Ωστόσο, είναι πια γνωστό ότι υπήρχαν οι αναφορές της αστυνομίας που έλεγαν ότι οι μάρτυρες δύο φορές δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τους κατηγορούμενους, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν αναγνωρίσει τον Γουίλις. Ένας δικαστής αργότερα σφράγισε αυτές τις αναφορές και η αλήθεια δεν μπορούσε πια να αποκαλυφθεί.

Στη δίκη, όπου οι συνήγοροι δεν ήξεραν ότι οι μάρτυρες αρχικά δεν είχαν αναγνωρίσει τους κατηγορούμενους, οι καταθέσεις των μαθητών υπήρξαν καταλυτικές.

Η υπόθεση ξανανοίγει

Τα αγόρια καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Με τα χρόνια να περνούν έμοιαζε να χάνουν κάθε ελπίδα για δικαίωση. Οι εφέσεις που είχαν κάνει για αποφυλάκιση έπεφταν στο κενό. Ακόμα και όταν η επιτροπή εφέσεων αποφάνθηκε θετικά για την αποφυλάκισή τους, ο κυβερνήτης του Μέριλαντ αρνήθηκε να την επικυρώσει. Οι τρεις αρνούνταν πεισματικά ότι είχαν συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στον φόνο και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να βγουν από τη φυλακή.

«Δεν μπορούσα να κάτσω και να τους πω ότι έκανα κάτι που δεν έκανα», λέει ο Γουάτκινς.

Ο Γουάτκινς και ο Στιούαρτ παράτησαν την προσπάθεια να αποδείξουν ότι «δεν είναι ελέφαντες». Όχι όμως και ο Τσέστνατ. Όπως λέει προσπαθούσε πάντα να αποδοθεί δικαιοσύνη, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους δύο φίλους του. Πριν από έναν χρόνο έκανε αίτηση στο δημόσιο αρχείο να ανοίξουν οι φάκελοι της υπόθεσής τους. Ο δικαστής της πολιτείας συμφώνησε και ο Τσέστνατ είχε πλέον στα χέρια του όλες τις αναφορές της αστυνομίας που αποδείκνυαν όχι μόνο την αθωότητά τους, αλλά ουσιαστικά αποκάλυπταν τον ένοχο.

«Με εξαγρίωσε. Το γεγονός ότι τα πάντα είχαν συγκαλυφθεί όλα αυτά τα χρόνια. Ήξερα ότι δεν ήθελαν να αποκαλυφθούν όλα αυτά τα πράγματα», λέει ο Τσέστνατ.

Όλα άλλαξαν τον Μάιο, όταν ο Τσέστνατ άκουσε στην τηλεόραση την εισαγγελέα της πόλης του Μέριλαντ, Μέριλιν Μπόσμπι (ΦΩΤΟ). Η εισαγγελέας που ανέλαβε το γραφείο το 2015 μιλούσε για την Επιτροπή που έχει δημιουργήσει, η οποία εξετάζει παλιές υποθέσεις με σκοπό να ανακαλύψει κακοδικίες που είχαν στείλει αθώους ανθρώπους στην φυλακή. Ήδη έξι αθώοι άνθρωποι έχουν βγει από τη φυλακή χάρη στη δουλειά της επιτροπής.

Αμέσως της έστειλε ένα χειρόγραφο γράμμα μιλώντας της για τα στοιχεία που είχε ανακαλύψει και η Επιτροπή δεν άργησε να πιάσει δουλειά. Έλεγξαν ξανά τα στοιχεία και τις αναφορές, μίλησαν και πάλι με τους μάρτυρες και αυτοί παραδέχτηκαν ότι δεν είδαν ποτέ τους τρεις να πυροβολούν τον Ντάκετ ανακαλώντας τις καταθέσεις τους. Ύστερα από αυτό και με τη βοήθεια δικηγόρων και από άλλες ανάλογες επιτροπές των ΗΠΑ δεν ήταν δύσκολο να αποδείξουν ότι οι Τσέστνατ, Γουάτκινς και Στιούαρτ ήταν αθώοι.

Ελευθερία…

Την Παρασκευή, η Μόσμπι επισκέφτηκε και τους τρεις άντρες στα κελιά τους και τους ανακοίνωσε ότι ως την Δευτέρα θα είναι ελεύθεροι, απαλλαγμένοι από κάθε κατηγορία.

«Κατέρρευσα κλαίγοντας. Έκλαψα σαν μωρό», είπε αργότερα ο Στιούαρτ.

«Νιώθω σαν όλα αυτά τα χρόνια να έλεγα συνέχεια το ίδιο πράγματα. Επιτέλους, κάποιος με άκουσε. Θέλω να ευχαριστήσω το Θεό και την Μέριλιν Μπόσμπι. Κάνει απίστευτη δουλειά για ανθρώπους όπως εγώ», δήλωσε ο Τσέστνατ.

Τη Δευτέρα οι τρεις εμφανίστηκαν στο δικαστήριο για τελευταία φορά. Σε λιγότερο από μισή ώρα, η απόφαση είχε εκδοθεί και ο δικαστής που δεν πίστευε όσα άκουγε σχετικά με τα στοιχεία που δεν είχαν αποκαλυφθεί το 1984, αναγνώρισε την πλήρη αθωότητα και των τριών διατάζοντας μια νέα δίκη για τον φόνο.

Οι τρεις άντρες στα 50 τους πια συνάντησαν για πρώτη φορά μετά από 36 χρόνια τις οικογένειές τους ως ελεύθεροι άντρες και έπεσαν στις αγκαλιές τους ζώντας μια στιγμή που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα έρθει.

«Δεν νομίζω ότι σήμερα είναι μια νίκη, είναι μια τραγωδία. Και πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Δεν υπάρχει τρόπος να διορθώσουμε τη ζημιά που κάναμε σε αυτούς τους άντρες, τα 36 χρόνια από τη ζωή τους που τους κλέψαμε», δήλωσε η Μόσμπι στη συνέντευξη τύπου και τόνισε ότι η πολιτεία δεν έχει καν πρόβλεψη για αποζημίωση όσων ανθρώπων απελευθερώνονται ύστερα από άδικη καταδίκη κάτι που η ίδια θα πιέσει όπως είπε να αλλάξει. Ήδη χάρη σε πίεση από την ίδια και πολλούς νομικούς, η πολιτεία έχει εγκρίνει κονδύλι εννέα εκατ. δολαρίων για τους έξι που είχαν απαλλαγεί πριν από τους Τσέστνατ, Γουάτκινς και Στιούαρτ, ωστόσο είναι άγνωστο τι θα γίνει με τους τρεις.

«Λυπάμαι ειλικρινά. Το σύστημα τους απογοήτευσε. Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν μάθει πώς είναι ένα κελί φυλακής. Θα κάνουμε ό, τι μπορούμε όχι μόνο για να τους απελευθερώσουμε, αλλά και για να τους στηρίξουμε στην επανένταξή τους», τόνισε η Μόσμπι.

…αλλά όχι χωρίς τίμημα

Τα 36 χρόνια στη φυλακή ήταν μια ολόκληρη κλεμμένη ζωή από τους τρεις που ουσιαστικά θα ενηλικιωθούν στην πραγματική κοινωνία ενώ είναι πλέον ήδη 52 και 53 ετών. Οι δυο από αυτούς δεν έχουν οδηγήσει ποτέ αυτοκίνητο, ενώ δεν έμαθαν ποτέ πώς είναι η ζωή «εκεί έξω» όταν είσαι ενήλικας.

Η πολιτεία του Μέριλαντ δεν έχει κάποιον θεσμό που να βοηθά άδικα καταδικασμένους στην ομαλή επανένταξή τους. Μόλις πρόσφατα με πρωτοβουλία της Μόσμπι δημιουργήθηκε το πρόγραμμα Resurrection After Exoneration (Ανάσταση μετά την Απαλλαγή) με σκοπό να βοηθήσει κατάδικους που αθωωθήκαν και να τους προσφέρει ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη, μόρφωση, στέγαση και ευκαιρίες για εργασία.

Ο 53χρονος σήμερα Άντριου Στιούαρτ λέει ότι η καταδίκη του κατέστρεψε τη ζωή. Όλα αυτά τα χρόνια πολλά μέλη της οικογένειάς του πέθαναν χωρίς να τον δουν ελεύθερο. Τελικά, κατάφερε να συμφιλιωθεί με την κατάστασή του βρίσκοντας καταφύγιο στην πίστη του στο Θεό.

«Η φυλακή ήταν μια κόλαση. Ήταν τελείως ελεεινή», ανέφερε ο Άλφρεντ Τσέστνατ μετά την απελευθέρωσή του. «Αλλά πάντα ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή. Η μητέρα μου γι’ αυτό άντεξε όλα αυτά τα χρόνια, για να δει το γιο της να γυρίζει σπίτι», συμπλήρωσε.

Η άλλη πλευρά

Η οικογένεια του 14χρονου Ντεγουίτ Ντάκετ όλα αυτά τα χρόνια ήξερε κατά βάθος ότι ο δολοφόνος του παιδιού τους δεν είχε τιμωρηθεί. Μια από τις δικηγόρους της επιτροπής που αθώωσαν τους τρεις ανέφερε ότι μίλησε με την οικογένεια και δεν ήταν καθόλου έκπληκτη για την αθώωσή τους. Μάλιστα, ένας από τους αδερφούς του Ντάκετ ανέφερε πως ήταν σίγουρος ότι ο Γουίλις ήταν ο δολοφόνος.

Ωστόσο, η δικαιοσύνη δε θα αποδοθεί ποτέ. Ο Μάικλ Γουίλις, ο οποίος σύμφωνα με όλα τα στοιχεία ήταν ο δολοφόνος του Ντάκετ για ένα μπουφάν, δεν ζει πια. Ύστερα από αρκετές συλλήψεις για υποθέσεις ναρκωτικών και υποθέσεων μετά τον φόνο του Ντάκετ, έπεσε νεκρός σε ανταλλαγή πυροβολισμών στη δυτική Βαλτιμόρη το 2002. Ήταν 37 ετών.

Ο βοηθός εισαγγελέα, Τζόναθαν Σουπ, που είχε αποκρύψει την ύπαρξη των αναφορών της αστυνομίας για άλλον ύποπτο πέθανε το 2016. Ως το τέλος χαρακτήριζε την «υπόθεση Ντάκετ» ως την πιο αξιομνημόνευτη της καριέρας του.

Ο ντεντέκτιβ Κίνκεϊντ που έχει αποσυρθεί από το Σώμα από το 1990 σήμερα αρνείται κατηγορηματικά ότι οι ενέργειες της αστυνομίας ήταν αντίθετες από το νόμο, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο υπήρξαν «τυφλοί» απέναντι στα στοιχεία. Όπως λέει έμεινε άναυδος που αθωώθηκαν οι τρεις. «Τι θα κέρδιζα από την καταδίκη τους; Μπορείτε να σκεφτείτε έστω και για ένα λεπτό ότι ήθελα να στείλω τρία νέα αγόρια στη φυλακή για την υπόλοιπη ζωή τους… Δεν τα ήξερα αυτά τα αγόρια. Γιατί να θέλω να κάνω κάτι τέτοιο;», δήλωσε.

Ημέρα των Ευχαριστιών

Αυτήν την Πέμπτη, οι ΗΠΑ γιορτάζουν την Ημέρα των Ευχαριστιών. Είναι η μέρα που οι Αμερικανοί στέλνουν τις ευχαριστίες τους προς το Δημιουργό για τα αγαθά που αποκόμισε ο καθένας στο τέλος της χρονιάς. Στα σπίτια του Άλφρεντ Τσέστνατ, του Ράνσομ Γουάτκινς και του Άντριου Στιούαρτ θα στρωθεί εκείνο το τραπέζι που δεν πρόλαβε να στρωθεί την Ημέρα των Ευχαριστιών του 1983. Πολλοί θα λείπουν, άλλοι θα έχουν προστεθεί, ενώ οι ρυτίδες  στα πρόσωπά τους θα είναι σίγουρα περισσότερες. Ωστόσο, οι τρεις και οι οικογένειες τους θα πρέπει να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους σαν να μην μεσολάβησαν ποτέ αυτά τα 36 χρόνια ανάμεσα στα δύο τραπέζια.

Πηγή: janus.gr