Ήταν μια σύντομη μέθη. Η επίσκεψη του Κινέζου πρωθυπουργού Γ. Τζιαμπάο στην Αθήνα προκάλεσε ενθουσιασμό στον ελληνικό Τύπο. Οι εξαγγελθείσες επενδύσεις του κρατικού ομίλου Cosco στο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων του Πειραιά θα τον κάνουν το «Ρότερνταμ του Νότου», έγραψε η εφημερίδα «Τα Νέα», κάνοντας λόγο για έναν νέο θαλάσσιο «δρόμο του μεταξιού» από την Κίνα μέχρι την Ελλάδα.

Ads

Η υπόσχεση του Γουέν ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει να αγοράζει και ελληνικά ομόλογα γιορτάστηκε σαν «σημείο αναστροφής» της κρίσης της υπερχρεωμένης χώρας. «Η επίσκεψη αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης για την Ελλάδα, την Ευρώπη και το ευρώ», δήλωσε ο Γιώργος Παπανδρέου.

Λίγες ημέρες μετά, στα πρωτοσέλιδα ήταν και πάλι η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Το συνδικαλιστικό τους όργανο διαμαρτύρεται ότι το πρόγραμμα λιτότητας της ΕΕ οδηγεί την ελληνική οικονομία σε αδιέξοδο. Η κατανάλωση μειώθηκε. Εκατοντάδες καταστήματα έχουν κλείσει.

Ταυτόχρονα, το Σεπτέμβριο οι Έλληνες αναγκάστηκαν να δαπανήσουν κατά μέσον όρο 5,6% περισσότερα χρήματα για τα προς το ζην σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρσι. Για το 2011 η κυβέρνηση αναμένει ποσοστό ανεργίας ύψους 14,5%.

Ads

Το γεγονός ότι ο Παπανδρέου δεν βάζει φρένο στον εγχώριο ενθουσιασμό για τα δώρα των Κινέζων, δεν εκπλήσσει κανένα. Στις 7 Νοεμβρίου θα γίνουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Ωστόσο, ελάχιστοι λόγοι υπάρχουν για την επικράτηση ευφορίας. Όσον αφορά τα ελληνικά ομόλογα, δεν συμφέρει το ίδιο το Πεκίνο να τα υποτιμήσει, όπως λένε οι ειδικοί. Γιατί η κινεζική κεντρική τράπεζα κατέχει περίπου 12 δις. ελληνικών τίτλων.

Και τι σημαίνει ο όρκος πίστης των Κινέζων στους Έλληνες, θα φανεί μόνον όταν η Ελλάδα βγει και πάλι στις αγορές να δανειστεί με μακροπρόθεσμα ομόλογα.

Πιο χειροπιαστή και φερέγγυα είναι η επένδυση των Κινέζων στο λιμάνι του Πειραιά, όπου η Cosco προγραμματίζει μέχρι το 2015 επενδύσεις ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ. Λόγω της τόνωσης του παγκοσμίου εμπορίου, η Κίνα ποντάρει σε ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών και με τα Βαλκάνια και με τις παρευξείνιες χώρες, για τις οποίες ο Πειραιάς αναμένεται να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος σταθμός.

Ωστόσο, αυτές οι επενδύσεις πηγάζουν μάλλον από την εμπιστοσύνη στην εμπορική δύναμη της Κίνας, παρά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Το ίδιο ισχύει και για το εντυπωσιακό πρόγραμμα δανεισμού ύψους 3,6 δις. ευρώ, το οποίο η Chinese Development Bank διαθέτει στους Έλληνες εφοπλιστές. Η προσφορά αυτή είναι εξαιρετικά καλοδεχούμενη, δεδομένου ότι πολλοί εξ αυτών έχουν προβλήματα με την τραπεζική χρηματοδότηση παραγγελθέντων πλοίων.

Ωστόσο, η Κίνα συνεργάζεται από καιρό με ελληνικές εφοπλιστικές εταιρείες, τα πλοία των οποίων πραγματοποιούν περίπου τις μισές από τις κινεζικές εισαγωγές πρώτων υλών. Επιπλέον, το πρόγραμμα δανεισμού της CDB ευνοεί πρωτίστως την κινεζική ναυπηγική βιομηχανία έναντι του ανταγωνισμού της Κορέας και της Ιαπωνίας.

Μια ψύχραιμη αποτίμηση των προθέσεων και δυνατοτήτων του πλούσιου θείου από το Πεκίνο θα επέτρεπε να τεθεί το κρίσιμο ερώτημα για το τι ακριβώς υποσχέθηκε ή τι συζήτησε ο φιλοξενούμενος.

Όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Cosco Wei Jiafu επισκέφτηκε την Αθήνα φέτος τον Μάιο, οι οικοδεσπότες ήλπιζαν ότι η Cosco θα αναλάβει να επενδύσει και σε άλλα έργα, όπως το μεγάλο αεροδρόμιο στην Κρήτη, πράγμα το οποίο στη συνέχεια δεν ξανασυζητήθηκε.

Παρόμοια ισχύουν και για τη συμμετοχή των Κινέζων στον προβληματικό ΟΣΕ. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος βέβαια, που ψηφίστηκε πρόσφατα από το ελληνικό Κοινοβούλιο, είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα επενδυτών από χώρες μη μέλη της ΕΕ.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου θέλει να προσελκύσει επενδυτές από χώρες όπως η Λιβύη και η Ινδία. Αλλά παραμένει απίθανο το να θελήσουν οι Κινέζοι να εξαγοράσουν τον ελλειμματικό ΟΣΕ, κυρίως επειδή οι κρατικοί σιδηρόδρομοι σύντομα πάλι θα προκαλέσουν αρνητικά δημοσιεύματα.

Όπως αναφέρουν οι ελληνικές εφημερίδες, τα μέχρι τώρα μη δηλωθέντα χρέη του ΟΣΕ ύψους 10 δις. ευρώ είναι ο βασικός λόγος, για τον οποίο η ΕΕ επανελέγχει τον βαρυνόμενο με αυτά κρατικό προϋπολογισμό του 2009. Σύμφωνα με τον Παπανδρέου, το πραγματικό έλλειμμα του 2009, μετά την αναθεώρηση, μπορεί να ανέλθει στο 15%.

Άρθρο των Niels Kadritzke και Marina Zapf στους Financial Times Deutschland, 8.102010