Είναι παλιά, πανάρχαια η σχέση μας με το «μηδέν». Το μηδέν ως αριθμός (ή μη αριθμός), το μηδέν ως κατάσταση ισορροπίας, το μηδέν ως το σημείο που η θέση συναντά την άρνηση. «Ούτις γ’ εμοί τ’ όνομα», «Κανένας είναι τ’ όνομά μου», συστήνεται ο Οδυσσέας στον Πολύφημο, αλλά κάτι θετικό βγαίνει από αυτή την ομηρική «δημοσκόπηση» στη σπηλιά των Κυκλώπων. Γλιτώνει ο Οδυσσέας κι αρκετοί απ’ τους συντρόφους του. «Κανένας» είναι η σταθερά και των απολύτως σύγχρονων δημοσκοπήσεων στο ερώτημα «ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός», «ποιο κόμμα είναι καταλληλότερο για τη διακυβέρνηση». Ως εκ τούτου δεν δικαιούται κανείς να δηλώνει αιφνιδιασμένος από το γεγονός της μεγάλης και σχετικά σταθερής αποχής στην εκλογική διαδικασία ή για το σχεδόν πρωτοφανές ποσοστό λευκών και άκυρων στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών. Και τα ποσοστά της προηγούμενης Κυριακής μάλλον θ’ αυξηθούν τη δεύτερη.

Ads

Να λοιπόν που ο «Κανένας» απέκτησε πολιτική σάρκα και κοινωνικά οστά μ’ έναν τρόπο που θυμίζει αρκετά το μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί Φωτίσεως»: στην πρωτεύουσα μιας χώρας του μεσογειακού νότου γίνονται εκλογές και οι πολίτες ψηφίζουν λευκό σε ποσοστό 70%. Οι εκλογές επαναλαμβάνονται και το λευκό παίρνει 83%. Η κυβέρνηση πανικοβάλλεται, τίθεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και, ενώ οι «λευκοί» πολίτες αναπτύσσουν πρωτόγνωρους δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, το κράτος συλλαμβάνει και ανακρίνει ανθρώπους αναζητώντας τον υποκινητή της πολιτικής συνωμοσίας. Στο τέλος η πόλη εγκαταλείπεται από την κυβέρνηση και οι κάτοικοί της «σφραγίζονται» εντός της. Η συνέχεια επί του βιβλίου, δυστυχώς, διόλου αισιόδοξη.

Τι σημαίνει, άραγε, να απέχεις από τις εκλογές, να επιλέγεις το «Τίποτα», να θέλεις να σε κυβερνήσει ο «Κανένας», να στέλνεις την εξουσία στο «Πουθενά»; Η διχοστασία των ημερών χρεώνει στην αποχή, στα λευκά και στα άκυρα ψηφοδέλτια (όχι τα συμπτωματικά και τυχαία) δύο ακραίες πολιτικές συμπεριφορές: οι μεν υποστηρίζουν ότι είναι μια ολέθρια απο-πολιτικοποίηση των πολιτών, οι δε αντιτείνουν ότι είναι μια καθ’ όλα πολιτική επιλογή που εκφράζει τη διαμαρτυρία των πολιτών για την κατάσταση «υπό το μηδέν» στην οποία έχουν περιέλθει η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία. Είναι άραγε μια ακραία αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος, μια σιωπηρή καταγγελία του, ή μήπως μια άνευ όρων παράδοση στη διολίσθησή του προς έναν κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό; Η αίσθησή μου είναι πως πρόκειται για κάτι περισσότερο και από τα δύο. Αν ισχύει ότι το «κάτι» που διαθέτουμε ως πολιτικό σύστημα την τελευταία τεσσαρακονταετία έχει την ευθύνη για την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία της χώρας, τότε μήπως το «τίποτα» είναι η πιο ριζική απάντηση στην ανάγκη απονομιμοποίησής του; Και αν το «κάτι» φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί την εκλογική διαδικασία ως σκιάχτρο του εαυτού της, αν η εκλογική διαδικασία προβάλλεται από το ίδιο το πολιτικό σύστημα ως απειλή, ως έσχατη καταστροφή για τον τόπο λόγω «οικονομικής συγκυρίας», μήπως η έξοδος από τον καταναγκασμό της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής τελετουργίας είναι ένας τρόπος για να απαλλαγούμε από το πολιτικό «Τίποτα» που μεσουρανεί εδώ και δεκαετίες; Με τον τρόπο της θα το έλεγε κι η Κική Δημουλά: «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή/ είπε το Τίποτα στο Κάτι/ Κι εκείνο το ηλίθιο το έχαψε…».

Γενικώς, πριν αποφασίσουμε να εξορίσουμε τους αρνητές της ψήφου (τους απέχοντες, τους «λευκούς», τους «άκυρους») από την πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν η παραγωγικότητα της πράξης είναι πράγματι περισσότερο δεδομένη από την παραγωγικότητα της απραξίας. Η μέχρι στιγμής πράξη -το «κάτι», η πολιτική συμπεριφορά που συντηρεί τον δικομματισμό, η οικονομική συμπεριφορά που εναλλάσσει τις αναπτυξιακές φούσκες με τις υφεσιακές βυθίσεις, η κοινωνική συμπεριφορά που σπαταλάει τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων στον ανταγωνισμό και την αλληλοεξουδετέρωση- έχει οδηγήσει το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της χώρας στο σημείο μηδέν, για την ακρίβεια κάτω απ’ αυτό. Ακόμη και οι μεταρρυθμιστικές φούσκες που εναλλάχτηκαν στην κυβερνητική εξουσία την τελευταία εικοσαετία αποσπώντας άνετες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο της αναπαραγωγής ενός συστήματος αυτοκαταστροφικού, βασισμένου στη διαφθορά, στην κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου, στη δουλική εξυπηρέτηση των πιστωτών και «εταίρων» της χώρας. Κάθε επαγγελία «αλλαγής» και «επανίδρυσης» αποδείχθηκε μηχανισμός εξυπηρέτησης του «καπιταλισμού της καταστροφής» τον οποίο σήμερα βιώνουμε. Η εκλογική διαδικασία, αυτή η κορυφαία έκφραση αστικής ελευθερίας, μοιάζει να εξυπηρέτησε με περίσσεια συνενοχή αυτή την καταστροφική σπείρα. Αφού, λοιπόν, τόση «πράξη» έχει αποδειχθεί τόσο αντιπαραγωγική, μήπως η απραξία μάς επιφυλάσσει μια καλύτερη τύχη;

Ads

Ο στοχαστής Σλαβόι Ζίζεκ τραβάει στα άκρα αυτόν τον συλλογισμό με ένα παράδειγμα από την κβαντική φυσική. «Υπάρχουν», λέει ο Ζίζεκ, «φαινόμενα τα οποία μας αναγκάζουν να σκεφτούμε ότι πρέπει να υπάρχει κάτι (κάποια ουσία) που δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από ένα δεδομένο σύστημα χωρίς να ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ την ενέργειά του. Αυτό το κάτι αποκαλείται πεδίο Χιγκς: άπαξ και εμφανιστεί αυτό το πεδίο σε ένα δοχείο το οποίο έχει κενωθεί και του οποίου η θερμοκρασία έχει πέσει στο χαμηλότερο δυνατό σημείο, η ενέργειά του θα μειωθεί περαιτέρω. Συνεπώς, το “κάτι” που εμφανίζεται είναι ένα κάτι το οποίο περιέχει λιγότερη ενέργεια από το τίποτα». Επομένως, μερικές φορές το μηδέν δεν είναι η «φθηνότερη» κατάσταση ενός συστήματος, με αποτέλεσμα το «τίποτα» να κοστίζει λιγότερο από το «κάτι».

Λίγοι νεοέλληνες, έστω κι αν δεν γνωρίζουν τίποτε από κβαντική φυσική (όπως εγώ που είμαι παντελώς άσχετος), αμφιβάλλουν σήμερα ότι η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού «Τίποτα» έχει κοστίσει εγκληματικά πολύ στην κοινωνία κι ίσως η εκούσια, συνειδητή απόσυρσή μας από το σύστημα, η απραξία μας, είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαλέσουμε μια αλλαγή. Η πεμπτουσία αυτής της αντίστροφης σχέσης ανάμεσα στο «κάτι» και στο «τίποτα» είναι η προσπάθειά μας να οδηγήσουμε το έλλειμμα και το χρέος στο μηδέν, κατά τας επιταγάς της τρόικας. Η ενέργεια που έχει απαιτηθεί για την υποτιθέμενη μείωσή τους έχει οδηγήσει την οικονομία στο 6% υπό το μηδέν και, αντιθέτως, μέχρι στιγμής έχει μόνον αυξήσει και το έλλειμμα και το χρέος. Είναι μια ενέργεια άδικα σπαταλημένη στην καταστροφή. Είναι ένα «πεδίο Χιγκς» στην οικονομία. Κι εδώ ακριβώς το «τίποτα» αναδεικνύεται ίσως ο μόνος σχετικά ασφαλής μονόδρομος. Η αποχή μας από την εξυπηρέτηση του χρέους είναι ο μόνος τρόπος μείωσής του, ο μόνος δρόμος απελευθέρωσης ενέργειας για την πραγματική οικονομία. Μια αληθινά παραγωγική απραξία, απέναντι στην πιο αντιπαραγωγική αλλά υπερδραστήρια διεθνή τοκογλυφία που έχει ορίσει και το πρόβλημα και το πλαίσιο της λύσης του.

Κατ’ αναλογία, και εφόσον το «πεδίο Χιγκς» της πολιτικής είναι η αναζήτηση εναλλακτικής λύσης για τη χαμένη, άδικα σπαταλημένη ενέργεια στην οικονομία, η πολιτική άρνηση στις ποικίλες μορφές της -από την αποχή μέχρι την απλή και καθαρή ψήφο διαμαρτυρίας- είναι ίσως η μόνη κατάφαση στο ασφυκτικό πλαίσιο απόφασης που έχουν δημιουργήσει η εγχώρια πολιτική ελίτ, οι Ταλιμπάν της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην Ε.Ε., οι διεθνείς δυνάμεις του «καπιταλισμού της καταστροφής». Είναι μια άρνηση που απορρίπτει το ίδιο το πλαίσιο της απόφασης, αφαιρεί το έδαφος της πολιτικής νομιμοποίησης του νοσηρού κομματικού συστήματος και δημιουργεί μια προσδοκία αλλαγής, αλλά σε ένα πλαίσιο που θα ορίσει η κοινωνία με βάση της ανάγκες της.

Ίσως αυτό που περισσότερο μας απειλεί σήμερα δεν είναι η «παθητικότητα», αλλά η ψευδο-δραστηριότητα, η παρόρμηση να συμμετέχουμε συγκαλύπτοντας το Τίποτα που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Από την άποψη αυτή, η αποχή, το λευκό, το άκυρο, η αντισυμβατική ψήφος δεν έχουν τίποτα το απολίτικο. Είναι μια καθ’ όλα πολιτική πράξη στον βαθμό που μας φέρνει αντιμέτωπους με την κενότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Εξ ου και -όπως λέει ο Σλαβόι Ζίζεκ- «μερικές φορές το πιο βίαιο (άρα και ανατρεπτικό) πράγμα είναι να μην κάνεις τίποτα» (Σλαβόι Ζίζεκ, «Βία: Έξι λοξοί στοχασμοί»).