Οι ανταγωνισμοί συμφερόντων στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν κορυφωθεί σε βαθμό που σε άλλες εποχές θα σημάναμε επέλαση του ιππικού. Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους οι ευρωπαϊκές ελίτ επέλεξαν την καθυπόταξη των απείθαρχων λαών μέσω των ΜΜΕ και των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών (ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, τράπεζες).

Ads

Το πλεονέκτημα αυτών των μηχανισμών είναι ότι οδηγούν σε αργό και σιωπηρό θάνατο. Τουναντίον, ο θορυβώδης και οπτικά εμφατικός θάνατος από πυροβόλα όπλα προκαλεί το δίκαιο και τη μνήμη. Για μια σειρά από λόγους που εντοπίζονται στην ιστορική συγκυρία (αποτυχία των εγχώριων πολιτικών και οικονομικών ελίτ, «παράδοση» ανταρσίας, βίαιη διάψευση των προσδοκιών των μεσαίων στρωμάτων) οι εν λόγω μηχανισμοί καθυπόταξης δεν λειτούργησαν στην Ελλάδα.

Η αποτυχία αυτή έφερε στο προσκήνιο μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση που επιχείρησε μια συμφωνία με τις παντοδύναμες και αήττητες μέχρι σήμερα χρηματοπιστωτικές ευρωπαϊκές ελίτ. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.

Η κυβέρνηση ορθώς έλαβε την απόφαση για δημοψήφισμα. Κανένας μας δεν την έχει εξουσιοδοτήσει για την έγκριση τέτοιας εμβέλειας προτάσεων, όποτε και όπως αυτές κατατεθούν. Άξια ενδιαφέροντος είναι η κριτική των «ορθολογιστών» που υποστηρίζουν ότι το δημοψήφισμα συνιστά επικράτηση του θυμικού. Η κριτική αυτή ενέχει πολλαπλά προβλήματα, το βασικότερο είναι γνωσιολογικό: η διάκριση θυμικού – λογικής συνιστά ένα αμφίσημο πολιτισμικό κατασκεύασμα ορισμένων μόνο κοινωνιών. Προσπερνώντας αυτό το ζήτημα, εντύπωση προκαλεί η υπόθεση που υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις των ευρωπαίων πολιτικών και τεχνοκρατών βασίζονται στη «λογική» και στη «γνώση» «των πολυσύνθετων δεδομένων» (άρα, είναι πιο ασφαλείς από τις θυμικές αποφάσεις που παίρνει ο λαός).

Ads

Όποιος το  υποστηρίζει αγνοεί τις καταστροφές που προκλήθηκαν στο 19ο και τον 20ο αιώνα από τις επιλογές τεχνοκρατών και πολιτικών. Μπορούμε να κρίνουμε πολλές από τις αποφάσεις πολιτικών και τεχνοκρατών προηγούμενων δεκαετιών ως απολύτως μη ορθολογικές… Άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών και τεχνοκρατών της ΕΕ φαίνεται να αγνοεί το παρελθόν. Άλλως δεν θα επέμεναν στην καταστροφική λιτότητα, στον πολιτικό αυταρχισμό και στην επιβολή κοινωνικά εκρηκτικής ανισότητας. Ας  μην ξεχνάμε ότι η απόσταση μεταξύ της ελληνικής πρότασης και της πρότασης των Θεσμών ήταν διαχειρίσιμη. Αν οι Θεσμοί σκέπτονταν «λογικά» και βάσει «γνώσεων» θα γεφύρωναν την απόσταση των προτάσεων. Έστω φερόμενοι πατερναλιστικά έναντι των «άπειρων πολιτικά και οικονομικά ασθενέστερων Ελλήνων κατσαπλιάδων». Ούτε αυτό δεν έπραξαν.

Η «λογική» και η «γνώση» έχει χαθεί από τις χρηματοπιστωτικές ηγετικές ομάδες που δυστυχώς ελέγχουν την ΕΕ. Μήπως όμως θα έπρεπε η κυβέρνησή μας να δράσει «λογικά» γεφυρώνοντας το χάσμα των δύο προτάσεων; Να διαπραγματευθεί σύμφωνα με τα καθεστηκώτα δεδομένα και το savoir vivre των Θεσμών; Αυτά τα ερωτήματα παραβλέπουν το γεγονός ότι «οι διαφορές» της Ελλάδας με τους Θεσμούς δεν συνίσταται σε λογιστικά μεγέθη, στο ύφος και στις πρακτικές της διαπραγμάτευσης. Αν αυτές ήταν οι «διαφορές», θα είχαν «λογικά» γεφυρωθεί. Η «διαφορά» έγκειται στη δυνατότητα μιας χώρας να επιλέξει κάτι άλλο από αυτό που επιβάλλει η ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ελίτ.

Η κριτική των «ορθολογιστών» περί επικράτησης του θυμικού στο δημοψήφισμα κατηγοριοποιεί το ΟΧΙ ως θυμικό και το ΝΑΙ ως λογικό. Με άλλα λόγια, η καταδίκη της χώρας σε χρόνια λιτότητα, ευτελισμό και υποτέλεια που θα οδηγήσει νομοτελειακά σε έξοδο από την Ευρωζώνη θεωρούνται «λογικές» λύσεις. Δεν θα κατηγορήσω κανέναν για οτιδήποτε ψηφίσει, στη δημοκρατία σεβόμαστε τις αποφάσεις των συμπολιτών μας. Έχοντας ζήσει και εργαστεί αρκετά χρόνια σε δύο διαφορετικές εκτός Ελλάδας ευρωπαϊκές χώρες, ανήκον στη γενιά που ευνοήθηκε από την ευρωπαϊκή ενοποίηση, έχοντας περάσει τα καλύτερα νεανικά μου χρόνια σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, το «θυμικό» μου ζητά το ΝΑΙ.

Η «ορθολογική» μου επιλογή είναι ανάμεσα σε μια βεβαιότητα (ΝΑΙ) και σε ένα περιβάλλον πιθανοτήτων (ΟΧΙ). Η βεβαιότητα (ΝΑΙ) σημαίνει χρόνια λιτότητα και μόνιμη πολιτική υποτέλεια εντός μιας Ευρώπης ριζικά διαφορετικής από αυτήν με την οποία μεγαλώσαμε και στην οποία ελπίσαμε. Το περιβάλλον του ΟΧΙ συνίσταται σε μια εξαιρετικά δύσκολη μεταβατική περίοδο – που ήδη ξεκίνησε – και στην πιθανότητα ενός καλύτερου μέλλοντος. Στο περιβάλλον του ΟΧΙ δεν υπάρχουν 100% διαμορφωμένα «σχέδια Β» παρά μόνο οι άξονες σκληρής δουλειάς που θα κάνουμε για να κτίσουμε ξανά τη χώρα μας. «Ορθολογικά» σκεπτόμενος θα ψηφίσω ΟΧΙ. Μέσα στο φόβο της στιγμής, με τα ΜΜΕ να επιχειρούν να με πανικοβάλουν τσιρίζοντας Hannibal ante portas, επιλέγω την όποια πιθανότητα επιβίωσης από το βέβαιο αργό θάνατο.