Εξετάζοντας με μια κριτική ματιά το μιντιακό τοπίο της Ελλάδας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στη σημερινή συγκυρία, με την πλειονότητα των δημοσιογραφικών οργανισμών να ανήκουν σε επιχειρηματικούς ομίλους, προκύπτει ένα καθόλου ρητορικό αλλά αμείλικτα ρεαλιστικό ερώτημα: τι είδους δημοσιογραφία μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα; Οι σφοδρές περικοπές που έγιναν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, κατάφεραν το πρώτο οξύ πλήγμα διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον που λειτουργεί μέσα από copy-paste, επιλογή θεμάτων που «πουλάνε» και τηλεδικών, ακριβώς επειδή αυτά τα στοιχεία επιφέρουν οικονομικά κέρδη στους παραπάνω ομίλους.

Ads

Αυτή είναι η «δημοσιογραφία» που παραγκωνίζει την ουσία και αναπαράγει χωρίς κριτική τις ανακοινώσεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή της αστυνομίας, ακόμα και τα δελτία τύπου των εταιρειών χωρίς να προηγηθεί διασταύρωση της κάθε είδησης ή πληροφορίας. Όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμία σύνδεση με τον κώδικα δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Αντίθετα το υποβαθμίζουν, οδηγώντας το στη σημερινή κατάσταση. 

Στον αντίποδα στέκεται η ερευνητική δημοσιογραφία ως εγγυητικός πόλος ελέγχου και αποδόμησης των πεπραγμένων της εκάστοτε εξουσίας. Η ερευνητική δημοσιογραφία που δρα για το δημόσιο συμφέρον, ακριβώς επειδή δεν βασίζεται σε ένα σύστημα κερδών, αλλά σε ένα αξιακό  σύστημα αρχών και διατηρεί ζωντανή την αντίληψη ότι η δημοσίευση είναι η πηγή της δικαιοσύνης. 

Εκτός από την εικόνα του μιντιακού τοπίου όμως, τους τελευταίους μήνες έχουν έρθει ενώπιον μας και άλλα, ιδιαιτέρως ανησυχητικά στοιχεία, τα οποία δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την άσκηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας. 
Μέσα από μία σειρά αποκαλυπτικών ρεπορτάζ και δημόσιων παρεμβάσεων, έχει γίνει ευρέως γνωστό το ζήτημα των παρακολουθήσεων πολιτών και δημοσιογράφων.

Ads

Το θέμα είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και παρότι υποβαθμίζεται συστηματικά, μέσω της μη προβολής του, από την πλειονότητα των ΜΜΕ στην Ελλάδα, είναι σαφές ότι παραπέμπει σε πρακτικές που δεν επηρεάζουν μόνο τους δημοσιογράφους και το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Πρόκειται για ζήτημα ουσίας που τίθεται στο επίκεντρο των παραβιάσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς αφορά την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης και, τελικά, τη δημοκρατία. 

Περί τα μέσα του Νοεμβρίου 2021, ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών (Τερζής) αποκάλυψε ότι πολίτες βρίσκονταν σε καθεστώς παρακολούθησης από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ). Ο δημοσιογράφος του Solomon2 Σταύρος Μαλιχούδης  αναγνώρισε τον εαυτό του στα έγγραφα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, πυροδοτώντας μια σειρά αποκαλύψεων γύρω από το θέμα των παρακολουθήσεων, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να δώσει απαντήσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν πλήρεις και ενείχαν αντιφάσεις (Λεοντόπουλος, Χονδρόγιαννος, Μιχαλούδης, 2022).

Το Μάρτιο 2021, με την υπερψήφιση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, άλλαξαν δομικά οι κανόνες γύρω από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και θεσπίστηκε η μη υποχρέωση γνωστοποίησης σε περιπτώσεις που σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Συγκεκριμένα, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) «έχασε» πλέον τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, ενώ η μέχρι πρότινος νομοθεσία προέβλεπε ότι με την ολοκλήρωση της περιόδου άρσης του απορρήτου, η ΑΔΑΕ μπορούσε γνωστοποιεί την άρση στον άνθρωπο που την υπέστη, με προϋπόθεση η γνωστοποίηση να μη θέτει σε κίνδυνο το αντικείμενο της έρευνας.

Λίγο καιρό αργότερα, τρία μέλη της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, συνυπέγραφαν άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό «Constitutionalism» (Ράμμος, Γκρίτζαλης & Παπανικολάου, 2021) διατυπώνοντας την επιστημονική τους άποψη αναφορικά με το νέο νόμο και σημειώνοντας ότι δεν είναι συμβατός με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου. Στο άρθρο τους υποστηρίζουν ότι η νέα διάταξη ενδέχεται να παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών – άρθρο 19: Απόρρητο Επιστολών, Ανταπόκρισης & Επικοινωνίας, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, καθώς και τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Στις 22 Φεβρουαρίου 2022, το Solomon υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά κατά της ΕΥΠ στον Άρειο Πάγο, με αίτημα τη διερεύνηση του ενδεχομένου να έχουν τελεστεί αδικήματα από στελέχη μιας υπηρεσίας  και πράξεις που όπως σημειώνουν «βάλλουν κατά του κράτους δικαίου, καθώς και θεμελιωδών δικαιωμάτων» (Solomon, 2022). 

Στο πλαίσιο που χαρτογραφήθηκε παραπάνω, υπό την ασφυκτική πίεση και ανασφάλεια της μη διασφάλισης του απορρήτου είναι σαφές ότι ακόμα και η διαδικασία υλοποίησης του ρεπορτάζ ή της έρευνας δεν προχωρά χωρίς κόστος και μεγάλη προσπάθεια. Κομβικότερο όλων είναι το θέμα των δημοσιογραφικών πηγών, ένα κεφάλαιο κρίσιμο προκειμένου να μπορεί να ολοκληρωθεί με εγκυρότητα ένα θέμα, ένα κεφάλαιο κρίσιμο για τον έλεγχο της εξουσίας και τη δημοκρατία. Με τις παρακολουθήσεις μέσω τηλεφώνων, social media, αλλά και άλλων εφαρμογών, οι δημοσιογράφοι οριακά μπορούν να εγγυηθούν την ανωνυμία των πηγών τους. Αυτό ανάγεται σε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα όταν οι πηγές ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως για παράδειγμα οι αιτούντες άσυλο, ή οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers). 

Η έλλειψη ανωνυμίας είναι καθοριστική και θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στην άσκηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι εκθέτει ανθρώπους σε κίνδυνο. Ποιο θύμα/μάρτυρας/πληροφοριοδότης-τρια θα νιώσει ασφάλεια ότι προστατεύονται τα στοιχεία του υπό τα νέα δεδομένα των παρακολουθήσεων και ειδικότερα τη στιγμή που η νέα ρύθμιση του Μαρτίου 2021 δεν αφήνει περιθώριο ένας άνθρωπος του οποίου το απόρρητο της επικοινωνίας έχει αρθεί να είναι σε θέση να διεκδικήσει τα δικαιώματά του; Το πλήγμα είναι σοβαρό και βάζει σαφή φραγμό στην ερευνητική δημοσιογραφία, στην πολυφωνία και στην διερεύνηση της αλήθειας των γεγονότων. Την ίδια ώρα, μας γυρνά σε παρελθοντικές πρακτικές μη δημοκρατικών καθεστώτων, αυτών που όντως απειλούνταν από την αλήθεια και  την αποκάλυψή της.

Παράλληλα με την εξέλιξη του θέματος των παρακολουθήσεων, τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες συστηματικής στοχοποίησης και διώξεων  δημοσιογράφων που ερευνούν θέματα δημοσίου συμφέροντος μέσω καταγγελιών, εξωδίκων και στρατηγικών αγωγών ενάντια στη συμμετοχή του κοινού (Strategic Lawsuit Against Public Participation). Ο στόχος όλων των διώξεων είναι σαφής και αφορά την ηθική και οικονομική εξόντωση των εναγόμενων δημοσιογράφων, μια πρακτική που συμβαίνει εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Χαρακτηριστικό – αλλά όχι μοναδικό – είναι το παράδειγμα της δημοσιογράφου του  Alterthess Σταυρούλας Πουλημένη (η υπόθεση θα εκδικαστεί στον Μάιο 2022), από την οποία η εταιρεία «Ελληνικός Χρυσός» αξιώνει αποζημίωση 100.000 για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (Δασκαλοπούλου, 2021). 

Η πρακτική αυτή, δεν στοχεύει μόνο τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται η εκάστοτε νομική ενέργεια. Και αυτό γιατί ο αντίκτυπος είναι πολλαπλάσιος, ως μέρος μιας ευρύτερης στόχευσης που αφορά οριζόντια τη δημοσιογραφική κοινότητα: Να αποτραπούν άλλα μέλη της από το να ασχοληθούν στο μέλλον με συναφή ζητήματα δημοσίου συμφέροντος. Άλλο ένα πλήγμα στην πολυφωνία και τη διερεύνηση της αλήθειας των γεγονότων, με πρώτα θύματα τους δημοσιογράφους οι οποίοι διώκονται συστηματικά. 

Τα γεγονότα αυτά συνθέτουν ένα πνιγηρό περιβάλλον σε σχέση με την άσκηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, τόσο για τους δημοσιογράφους όσο και για το αναγνωστικό κοινό. Διότι αν δεν παράγονται ερευνητικά ρεπορτάζ που επιχειρούν να αποδομήσουν το κυρίαρχο αφήγημα μιας εταιρείας, ενός επιχειρηματικού ομίλου ή και μίας κυβέρνησης, είμαστε «καταδικασμένοι» να διαβάζουμε μόνο όσα προωθούν οι παραπάνω.  Ανέφερα και προηγουμένως ότι το πιο κρίσιμο κεφάλαιο αφορά την ελευθερία του τύπου, η οποία βάλλεται συστηματικά και κατάφορα από πρακτικές όπως οι παρακολουθήσεις αλλά και οι διώξεις ερευνητών δημοσιογράφων. Υπό όλες αυτές τις συνθήκες, οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε ερευνητικά και ανεξάρτητα ΜΜΕ καλούνται να ολοκληρώσουν τη δουλειά που υπηρετούν.

Η δουλειά τους είναι πολύτιμη και η στήριξή μας σε αυτή απολύτως αναγκαία, τόσο για τη διασφάλιση της πολυφωνίας όσο και για τον έλεγχο της εκάστοτε κατάστασης αλλά και για τη Δημοκρατία. Αξιοσημείωτη, αν και όχι παράδοξη, είναι και η έλλειψη αναφορών σχετικά με τα όσα αναλύονται στο κείμενο αυτό στο λεγόμενο «κυρίαρχο» μιντιακό σύστημα, το οποίο μόνο κατ’ εξαίρεση έχει αναφερθεί σε περιπτώσεις διώξεων και παρακολουθήσεων δημοσιογράφων και μάλιστα, προβάλλοντας ως κυρίαρχη την κυβερνητική απάντηση.

Την ώρα δηλαδή που η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων για τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και την Παρακολούθηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (DRFMG) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έστειλε επιστολή προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα (avgi.gr, 2021), υπογραμμίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων σε σχέση με τις καταγγελίες για παρακολούθηση δημοσιογράφων από την ΕΥΠ και τις περιπτώσεις στρατηγικών αγωγών ενάντια στη συμμετοχή του κοινού (SLAPP), την ώρα που η πλειονότητα των ερευνητικών ΜΜΕ της Ελλάδας και της Ευρώπης (Stamatoukou, 2021) έχουν καταδικάσει αυτές τις πρακτικές, με ανακοινώσεις αλλά και μακροσκελή ρεπορτάζ, οι μεγάλοι όμιλοι ΜΜΕ της χώρας δεν έχουν κάνει ουδεμία σχετική αναφορά. Η ΕΣΗΕΑ επίσης καταδίκασε αυτή την πρακτική αναφέροντας ρητά ότι η αντιμετώπιση της ερευνητικής δημοσιογραφίας ως απειλής δεν αρμόζει σε δημοκρατικά καθεστώτα (ΕΣΗΕΑ, 2021). 

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν δύο ταχύτητες στα ελληνικά ΜΜΕ, τα οποία κινούνται παράλληλα αλλά με διαφορετική στοχοθεσία και θεματικές. Γιατί δεν είναι μόνο το θέμα των διώξεων και τον παρακολουθήσεων που δε βρίσκει χώρο στα παραπάνω ΜΜΕ αλλά και τα ίδια τα θέματα για τα οποία βρίσκονται σε αυτό το στόχαστρο οι δημοσιογράφοι και αφορούν συνήθως κατάφορες παραβιάσεις δικαιωμάτων, κατάχρηση δημόσιου χρήματος, αυθαιρεσίες σε βάρος του δημοσίου, και άλλα συναφή πεδία.

Κρίσιμη για την επόμενη μέρα της ερευνητικής δημοσιογραφίας συνολικά, είναι η εξασφάλιση ενός νομοθετικού πλαισίου που θα θωρακίζει τους δημοσιογράφους έναντι τέτοιου τύπου διώξεων, ώστε να μπορούν να προχωρούν στη δημοσίευση ιστοριών και ερευνών δημοσίου συμφέροντος και να προστατεύονται από κακόβουλες και εξοντωτικού τύπου διώξεις. Παράλληλα, εξίσου κρίσιμη είναι και η διασφάλιση του ρόλου και της απρόσκοπτης λειτουργίας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία πρέπει να μπορεί να επιτελεί τον ρόλο της όπως αυτός ορίζεται από το Σύνταγμα.

Η δημοσιογραφία ως πυλώνας που στηρίζει την ελευθερία του τύπου και τη Δημοκρατία πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα και να προστατεύεται από την αυθαιρεσία της εξουσίας και των ισχυρών οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Μόνο έτσι επιτελεί το ρόλο της στην κοινωνία, καταλήγοντας στην πολύπλευρη ενημέρωση των πολιτών. 

* Ανάλυση της Φωτεινής Κοκκινάκη, Δημοσιογράφου, Γενικής Γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #6» που θα δημοσιεύσει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, στο www.enainstitute.org

Πηγή: enainstitute.org