Οξεία πόλωση, ως μία απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης του γνωστού δικομματικού μοντέλου, διαπιστώνει με αφορμή την ολική ρήξη Παπανδρέου – Σαμαρά ο καθηγητής Πολιτικών Θεσμών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Θανάσης Διαμαντόπουλος. Μιλώντας στο tvxs.gr, προβλέπει εκλογές μέσα στους επόμενους μήνες, τάσσεται υπέρ τροποποιήσεων στον εκλογικό νόμο οι οποίες θα ευνοούν τη συγκυβέρηση των δύο πρώτων κομμάτων και εκφράζει την πεποίθηση ότι ουδείς μπορεί και πρέπει να αντιταχθεί στην ανάγκη να σταματήσει η Ελλάδα να παράγει νέα πρωτογενή χρέη.

Ads

 
Πώς ερμηνεύτε τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από τη συνάντηση αλλά και την τελεφωνική επικοινωνία Παπανδρέου – Σαμαρά; Ποια είναι τα κίνητρα εκατέρωθεν;
 
Έχω την αίσθηση πως αν θεωρήσουμε ότι αυτές οι εξελίξεις απέβλεπαν σε κάτι περισσότερο από το συμβολικό τους νόημα ή ακόμη στη διερεύνηση της στάσης της Ελλάδας στο διεθνές τοπίο, αυτό είναι ότι τελείωσε το πολιτικό μοντέλο της μεταπολίτευσης που στηρίχθηκε σε χαρακτηριστικά όπως ο δικομματισμός και η σταθερή σχέση των κομμάτων με ένα υποτμήμα του κοινωνικού συνόλου. Σε ιδεολογικό επίπεδο, έχει φτάσει στο τέλος του αυτό που ως κάποιο υποννοούμενο θα αποκαλούσαμε ακραία «λαολυχία», κυρίως στο βαθμό που αυτή η «λαολυχία» στηριζόταν στην πολιτική αποδοχή και ενδυνάμωση των συνδικαλιστών, κυρίως των κρατικοδίαιτων, οι οποίοι, ενώ ποδηγετούσαν το λαό, στην πραγματικότητα εμφανίζονταν σαν να τον εκφράζουν. Και επειδή οι δύο ηγέτες συνειδητοποιούν ότι το τέλος αυτής της περιόδου σημαίνει και την αποδυνάμωση των πολιτικών υποκειμένων των οποίων αυτή τη στιγμή οι ίδιοι προΐστανται, δεν είναι αδύνατο να διερεύνησαν ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
 
Βλέπουμε, πάντως, αδιέξοδο στις προσεγγίσεις των τελευταίων ωρών.
 
Πράγματι, διότι είναι πιθανό ειδικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να θεωρεί ότι μέσα από την πόλωση θα μπορεί να συγκρατήσει ενωμένο -και μέσα στην προοπτική επανόδου στην εξουσία- το κόμμα του το οποίο έχει οδηγηθεί σε αποσύνθεση από την αντικειμενική δυναμική των γεγονότων. Με άλλα λόγια, ενώ αυτού του είδους το μοντέλο και η σχέση με την κοινωνία έχουν ολοκληρωθεί, προσπαθούν να διατηρηθούν λιγάκι μέσα από την οξύτατη πόλωση.
 
Ποια είναι πλέον τα σενάρια για τη συνέχεια;
 
Το πιθανότερο είναι ότι τους επόμενους μήνες θα πάμε σε εκλογές. Ζητούμενο αποτελεί πώς θα διεξαχθούν αυτές οι εκλογές. Προσωπικά, έχω προτείνει να ψηφιστεί ο εκλογικός νόμος, όπως τον είχαμε επεξεργαστεί σε μια επιτροπή το Φθινόπωρο του 2009 αλλά με μια τροποποίηση η οποία θα τον καθιστά κάπως συμβατό με τη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα, ο ισχύων εκλογικός νόμος (Παυλόπουλου) μπορεί να παρέχει αυτοδυναμία σε ένα συνασπισμό κομμάτων, η αθροιστική δύναμη του οποίου δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το 36%. Δεν νομίζω ότι σήμερα μπορεί ένας εχέφρων Έλληνας να φανταστεί ότι μπορεί να κυβερνηθεί ο τόπος υπό αυτές τις συνθήκες, αν βεβαίως καταφέρουμε να φτάσουμε σε ομαλή έκδοση λαϊκής ετυμηγορίας με συνασπισμό κομμάτων που θα ανήκουν μάλιστα στο ίδιο ημισφαίριο του πολιτικού συστήματος και η δύναμη των οποίων θα ανέρχεται αθροιστικά στο 36%. Ο εκλογικός νόμος τον οποίο εμείς είχαμε επεξεργαστεί προέβλεπε μια αυτοδυναμία με 40 και 17%, αλλά είχε καταγραφεί και η σκέψη για ολοσχερή αναλογικότητα στην περίπτωση που το πρώτο κόμμα δεν φτάνει αυτό το ποσοστό. Το οποίο σημαίνει πλέον ότι το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή ο εκλογικός νόμος, «εκβιάζει» τα δύο μεγάλα κόμματα να συγκυβερνήσουν και να μη σταθούν σε μια συγκυβέρνηση ενός μεγάλου με ένα πολύ μικρό κόμμα. Κάτι που θα είναι εξαιρετικά εύθραυστο και επισφαλές. Όχι βέβαια ότι τα δύο μεγάλα κόμματα αποτελούν πανάκεια, αλλά εν πάση περιπτώσει διασφαλίζουν περισσότερη πολιτική νομιμοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ στις παρούσες συνθήκες αστεία την εκδοχή του κ. Σαμαρά ότι θα γίνονται αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να φτάσει κάποτε το κόμμα του στην αυτοδυναμία. Αυτά τα διλήμματα αφορούσαν άλλες εποχές. Σήμερα δεν περνάνε.
 
Αν το πολιτικό σύστημα αποκτούσε τους κατάλληλους συσχετισμούς προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε πρακτικά να αντιταχθεί στην -εξ Ευρώπης- οικονομική πολιτική της λιτότητας, δεδομένου ότι η Ελλάδα χρειάζεται τα χρήματα των εταίρων της;
 
Δεν το νομίζω και δεν ξέρω αν είναι και σκόπιμο. Μολονότι τα ΜΜΕ «περνούν» την ευθυγράμμιση και τη λογική των δανειστών και εταίρων μας περίπου ως εθνική υποτέλεια και εκποίηση της εθνικής ανεξαρτησίας, εμπεριέχεται και ένας εξορθολογισμός, συνιστάμενος στο ότι κανείς λαός ή οικογένεια ή άτομο δεν μπορεί να ζει στο διηνεκές με παραγωγή μικρότερη από την κατανάλωση. Κάποια στιγμή τουλάχιστον πρέπει να ευθυγραμμίσουμε τα καταναλωτικά μας πρότυπα με τις παραγωγικές και εθνικές δυνατότητες, τις οποίες μεν οφείλουμε να αξιοποιήσουμε, να εξορθολογίσουμε, να καταστήσουμε ανταγωνιστικές, αλλά δεν μπορούμε επ’ άπειρον να ζούμε με δανεικά υποθηκεύοντας όλο και περισσότερο την εθνική αυτοτέλεια -δηλαδή αυτό που κάναμε τις 3,5 δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Αυτό που αντιλαμβάνομαι ότι λένε σήμερα οι ξένοι εταίροι και δανειστές της χώρας είναι ότι θα βρεθεί μία διευθέτηση για τα οφειλόμενα ποσά, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παράγονται νέα πρωτογενή χρέη. Αυτό αποτελεί τη λογική της πραγματικότητας απέναντι στην οποία νομίζω ότι κανένα σχήμα δεν μπορεί να αντιταχθεί.