Κλεισμένος συχνά μέσα στους τέσσερις τοίχους ή κινούμενος μέσα σε αυστηρά όρια, η αίσθηση της φυλακής και του εγκλωβισμού φώλιασε μέσα μου για τα καλά την περίοδο του lockdown.

Ads

Κι ύστερα ήρθε ο Μάιος… Ο καιρός ζέστανε, τα μέτρα χαλάρωσαν, και η λαχτάρα της ένωσης με την θάλασσα φούντωσε άγρια…

Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί στην Αίγινα, τον Σεπτέμβρη, όταν οι παραθεριστές είχαν φύγει πια, τα μελτέμια δεν υπήρχαν, μια θάλασσα – καθρέφτης, με καλούσε να ανακαλύψω αυτό που υπήρχε βαθειά μέσα της, κάτω από την αντανάκλαση του ουρανού.

Βουτώντας, η αίσθηση των ορίων εξαφανιζόταν. Δεν υπήρχε το σώμα ούτε και το νερό. Όλα γίνονταν ένα.

Ads

Κι έτσι άμορφα, ανορίωτα, με την ψευδαίσθηση ενός πλάσματος που δεν χρειαζόταν οξυγόνο για να ζήσει, περιπλανιόμουν στον κόσμο του βυθού.

Τί εξαίσια εμπειρία!

Μόνο μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας έχανα την ιδιότητά μου ως  περιορισμένο ανθρώπινο ον. Γινόμουν ό,τι ήθελα, η βαρύτητα μειωνόταν δραστικά, και πετούσα μόνος σε ένα σύμπαν ανεξερεύνητο, χαοτικό και απροσδόκητο, όλο εκπλήξεις, ανατροπές και θαύματα…

Όπως και τότε, έτσι και τώρα, βούτηξα με σκοπό να εξαφανιστώ από προσώπου γης και ίσως να χάσω και το δικό μου πρόσωπο.

Θέλησα να σβήσω τα ίχνη ενός ταλαιπωρημένου, μολυσμένου (από Covid το φθινόπωρο), πρόσφατα εμβολιασμένου, και αυστηρώς οριοθετημένου ανθρώπινου όντος, και να μεταμορφωθώ σε μία μετά – Covid ελεύθερη, ορμητική, ανέμελη ύπαρξη, που δεν μπορεί με τίποτα πια να φυλακιστεί.

Βούτηξα λοιπόν από έναν βράχο, ψηλά, κι έβγαλα την γλώσσα σ ‘αυτή  την ασχήμια του εγκλεισμού.

Συνάντησα την αγκαλιά της μητέρας μου (που έχει φύγει εδώ και καιρό). Συνάντησα πλάσματα που δεν φοβόνταν μην κολλήσουν, μην νοσήσουν, μην πεθάνουν.

Συνάντησα ένα κόσμο ενωμένο, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς φοβίες, υστερίες και απόψεις απόλυτες, χωρίς ειδικούς και διοικητικούς να καθορίζουν πώς θα έπρεπε να είμαι και να συμπεριφερθώ.

Έγινα ένα με το απέραντο νερό, που κάλυψε όλες τις πτυχώσεις και τις ελλείψεις μου. Γέμισε τα κενά και τις πληγές μου και με νανούρισε γλυκά: “Κάτσε εδώ”, μου είπε. “Πού να βγεις εκεί έξω! Εδώ είσαι ασφαλής κι ελεύθερος”. Και βρέθηκα πάλι με τον πόθο ολοκλήρωσης της μέθεξης με την άγια θάλασσα.

Κοίταξα πίσω στη γη τον ήλιο που έδυε βγάζοντας το κεφάλι απ’ το νερό.

Μέσα στο εκτυφλωτικό  μπλέ του πελάγους, ξαναβρήκα την αγάπη για μένα και για ό,τι με περιβάλλει.

Ένιωσα και πάλι άνθρωπος.

* Ο Δημήτρης Μπέγιογλου  είναι Κλινικός Ψυχολόγος, εκπαιδευτής του θεάτρου Πλέημπακ