Τα Τέμπη δεν είναι ένας καταραμένος τόπος. Έγινε ένας τόπος-συνώνυμο της τραγωδίας.

Ads

Γιατί το ελληνικό κράτος και οι διάφοροι εργολάβοι δεν μπορούσαν για χρόνια να φτιάξουν στην ώρα τους τον βασικό οδικό άξονα της χώρας.

Γιατί χρειάστηκαν 10 χρόνια για να παραδώσουν τη σήραγγα των Τεμπών.

Γιατί χρόνια τώρα δεν μπορούν να εκσυγχρονίσουν τη μια βασική γραμμή που έχει το ελλιπές σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας.

Ads

Τέτοια δυστυχήματα δεν είναι απλώς δυστυχήματα, δεν είναι φυσικές καταστροφές. (Εδώ που τα λέμε ούτε οι φυσικές καταστροφές είναι απλώς «φυσικές» καταστροφές)

Είναι, δυστυχώς, αποτέλεσμα επιλογών (ή μη επιλογών).
 
Για αυτό, και σε αντίθεση με ο,τι λέγεται, αυτές δεν είναι στιγμές που η πολιτική αναστέλλεται. Είναι στιγμές που η πολιτική κάνει την εμφάνισή της στην πιο ωμή μορφή της. Εκεί που κρίνεται η ζωή κι ο θάνατος.

Ώρες μετά το φρικτό γεγονός όλοι διαβάσαμε ότι υπήρχαν πολλές προειδοποιήσεις από εργαζόμενους, συνδικαλιστικούς φορείς και υπηρεσίες για την κατάσταση του δικτύου.

Στις 27 Απριλίου του 2022 παραιτήθηκε ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής για τα έργα σηματοδότησης και ασφάλειας του δικτύου.

Στις 7 Φεβρουαρίου συνδικαλιστική κίνηση προειδοποιούσε για το «δυστύχημα που έρχεται».

Στις 15 Φεβρουαρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γιατί απέτυχε να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με την οδηγία για τη δημιουργία ενιαίου σιδηροδρομικού χώρου.

Λίγες ώρες πριν το τραγικό συμβάν, ο πρόεδρος των μηχανοδηγών μιλούσε σε ανάρτησή του στο facebook  για τη σχεδόν ανύπαρκτη σηματοδότηση στο δίκτυο. Και το επόμενο πρωί υποστήριξε ότι δεν λειτουργούν καθόλου τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και όλα γίνονται χειροκίνητα.

Αφορμή για το αρχικό σχόλιό του ήταν η είδηση πως την 1η Μαρτίου ο πρωθυπουργός θα επισκεπτόταν το κέντρο τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης του σιδηροδρομικού δικτύου Βορείου Ελλάδος. Της σχεδόν ανύπαρκτης σηματοδότησης.

Στις 20 Φεβρουαρίου ο αρμόδιος υπουργός δήλωνε στη Βουλή ότι μία υπεύθυνη πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών στα τρένα.

Μια υπεύθυνη ίσως. Η Ελληνική;

Ο ίδιος υπουργός δήλωσε στον τόπο του δυστυχήματος: «Ό,τι πούμε τώρα είναι πρώιμο και με αυτόν τον τρόπο θα σας έλεγα ότι βεβηλώνουμε τους νεκρούς που χάθηκαν».

Ποιος βεβηλώνει άραγε τους νεκρούς;

Οι πολιτικοί –σε διάφορες βαθμίδες διοίκησης- στη χώρα νομίζουν πως πρέπει να αποδειχθεί η απολύτως προσωπική τους υπαιτιότητα για να αναλάβουν την ευθύνη και να παραιτηθούν. Μας το έχει δείξει σειρά τραγικών περιστατικών τα τελευταία χρόνια με διαφορετικές κυβερνήσεις. Παραβλέπουν το γεγονός ότι οι πολιτικές επιλογές, η απουσία δράσης ή προετοιμασίας παράγουν αποτελέσματα. Μερικές φορές ολέθρια. Και την ευθύνη μπορεί να την έχει η φυσική και πολιτική ηγεσία των εμπλεκόμενων φορέων.

Μια τέτοια επιλογή ήταν η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρομικών υπηρεσιών, του μεταφορικού έργου δηλαδή, που πραγματοποιήθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τις συνέπειες της ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων τις γνωρίζουμε από το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακόμα, όμως, και σε εκείνο, σε ένα από τα πιο αποτυχημένα παραδείγματα ιδιωτικοποιήσεων, η συντήρηση του δικτύου παρέμεινε στα χέρια του δημοσίου γιατί κανείς ιδιώτης δεν επενδύει στα δίκτυα. Το ίδιο συμβαίνει και στη δική μας περίπτωση.

Και η κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου με τα χρόνια προβλήματα δείχνει πολιτικές επιλογές, ευθύνες κρατικές, ευθύνες κυβερνητικές και σε μια διάσταση ευθύνες διαχρονικές που δεν μπορούν να αγνοηθούν, μαζί με τις όποιες ευθύνες του ιδιώτη. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναζητείται το «ανθρώπινο λάθος» που σαν από μηχανής θεός θα καλύψει όλα τα υπόλοιπα πιθανά αίτια, και κυρίως αυτά που είναι πιο δομικά και λιγότερο εμφανή.

Όλες οι ευθύνες πρέπει, φυσικά, να επιμεριστούν.

Τίποτα, όμως, δεν θα διορθωθεί αν μείνουμε στην επιφάνεια.

Αν δεν δούμε έστω και τώρα τα χρόνια προβλήματα, τις δομικές ελλείψεις και αδυναμίες.

Αν δεν ανοίξουμε ξανά και σοβαρά το ζήτημα του απαξιωμένου και ιδιωτικοποιημένου σιδηρόδρομου στη χώρα, το ζήτημα του απαξιωμένου δημοσίου, των ελλιπών υποδομών, των υποστελεχωμένων και υποχρηματοδοτούμενων υπηρεσιών, εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών.

  • O Αντώνης Γαλανόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης